Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ ΟΠΤΙΝΑ

Κύριε, βοήθησέ με ν’ αντιμετωπίσω με ψυχική γαλήνη όλα όσα θα μου φέρει η σημερινή ημέρα.

Βοήθησέ με να παραδοθώ ολοκληρωτικά στο άγιο θέλημά Σου.

Στην κάθε ώρα της ημέρας φώτιζέ με και δυνάμωνέ με για το κάθε τι.

Όποιες ειδήσεις κι αν λάβω σήμερα, δίδαξέ με να τις δεχθώ με ηρεμία και με την ακλόνητη πεποίθηση ότι τίποτα δε συμβαίνει χωρίς να το επιτρέψεις Εσύ.

Καθοδήγησε τις σκέψεις και τα συναισθήματά μου σε όλα μου τα έργα και τα λόγια.

Στις απρόοπτες περιστάσεις μη μ’ αφήσεις να ξεχάσω ότι όλα παραχωρούνται από Σένα.

Δίδαξέ με να συμπεριφέρομαι σε κάθε μέλος της οικογένειάς μου και σ’ όλους τους συνανθρώπους μου με ευθύτητα και σύνεση, ώστε να μη συγχύσω και στενοχωρήσω κανένα.

Κύριε, δος μου τη δύναμη να υποφέρω τον κόπο και τα γεγονότα της ημέρας αυτής σε όλη τη διάρκειά της.

Καθοδήγησε τη θέλησή μου και δίδαξέ με να προσεύχομαι, να πιστεύω, να υπομένω, να συγχωρώ, ν’ αγαπώ.

Αμήν.

ΠΗΓΗ:

Ιερός ναός Αγίας Βαρβάρας Πατρών,

Ιερά Μονή Παρακλήτου

ΖΟΥΜΕ ΣΕ ΚΡΑΤΟΣ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΩΝ! ΑΠΑΓΟΡΕΥΟΥΝ ΣΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΔΙΑΤΗΤΕΣ ΝΑ ΚΑΝΟΥΝ ΤΟΝ ΣΤΑΥΡΟ ΤΟΥΣ!!!

Τι να σχολιάσουμε τώρα; Θα πούμε το κοινότυπο: Όσο η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ ΑΛΑΛΗ, τόσο οι αντίχριστοι γραικύλοι θα κάνουν ό,τι θέλουν, από την πολιτική και την κοινωνία μέχρι το ποδόσφαιρο! 
Ιδού το νέο τους…κατόρθωμα:
Eιδική σύσταση στους διαιτητές της Σούπερ Λίγκας να μην σταυροκοπιούνται πριν αρχίσει ένα παιχνίδι έγινε στο τελευταίο σεμινάριο της Κεντρικής Επιτροπής Διαιτησίας.
Κάποιοι από τους Ελληνες διαιτητές έχουν… καλή σχέση που έχουν με τα Θεία  ενώ άλλοι το έχουν και για γούρι να κάνουν τον σταυρό τους πριν από την έναρξη ή μετά τη λήξη ενός ματς.
Στο τελευταίο σεμινάριο της ΚΕΔ όμως, έγινε ειδική σύσταση σε ρεφερί της Σούπερ Λίγκας, να το σταματήσουν! Για ποιον λόγο; Γιατί είναι δείγμα, λέει, χαμηλής αυτοεκτίμησης!

πηγή

ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΟΥ ΣΙΓΟΥΡΑ ΑΞΙΖΕΙ

Πως αλλάζει η ζωή τελικά!
Ήταν μια οικογένεια όπου για πολλά χρόνια ζούσε κάτω από τα όρια της φτώχειας, στα όρια της εξαθλίωσης. Όλοι προσπαθούσαν για το καλύτερο, μα οι κόποι τους δεν ανταμείβονταν…
 
Συνολικά ήταν 4 άτομα. Ένας πατέρας, μία μητέρα και τα δύο παιδιά τους. Το ένα ήταν αγόρι και το άλλο κορίτσι, 14 ετών και 12 αντίστοιχα. Τα δύο παιδιά ήταν στεναχωρημένα πολύ βλέποντας την κατάσταση όλη και όχι μόνο την αισθηματική. Το αγόρι ήταν πολύ ευαίσθητο σε πολλά θέματα. Ήταν έξυπνο και δημιουργικό. Όμως δεν άντεχε με αυτά που έβλεπε το καημένο και αρρώστησε βαριά. Έπαθε κατάθλιψη και σοβαρά προβλήματα. Ένιωθε συνεχώς κουρασμενος και στεναχωρημένος. Όποιος τον έβλεπε διέκρινε ένα χάος μέσα στο βλέμμα του. Οι γιατροί, όσοι καταδέχτηκαν βέβαια να έρθουν χωρίς πληρωμή, διότι οι γονείς δεν είχαν χρήματα. Οι γιατροί ήταν μαθητευόμενοι, νέοι στην δουλειά αλλά είχαν το βλέμμα ενός έμπειρου. Στα μάτια των τριγύρω ανθρώπων φαινόντουσαν λυτρωτές αν κατάφερναν να σηκώσουν το παιδί και να το κάνουν να τρώει, να μιλά και να περπατά.

Όμως δυστυχώς δεν άργησε η ώρα που το παιδί ήταν αντιμέτωπο με το χάρο, βλέμμα με βλέμμα και τριγύρω του ανθρώποι, να μην μπορούν να τον κάνουν καλά. Το αγόρι αυτό πίστευε και ήξερε ότι η ζωή είναι δύσκολη για αυτόν και για την οικογενειά του και κατά κάποιον τρόπο μέσω της στεναχώριας είχε απαρνηθεί την ίδια του την ζωή. Δεν είχε θέληση, δεν είχε τίποτα πια. Μόνο δάκρυα και ένα αχανές βλέμμα που χανόταν και έσβηνε στο χλωμό προσωπό του.

Τώρα όλη η οικογενειά του είχε δύο πράγματα να κάνει, να προσπαθήσει πέρα από το να δουλεύουν πολλές ώρες για να εξασφαλίζουν το πενιχρό εισόδημα, αλλά και να βοηθήσει όσο μπορεί στην συναισθηματική κατάσταση καταρχάς του αγοριού. Πια όμως η κατάσταση του αγοριού είχε φτάσει σε τέτοιο προχωρημένο στάδιο που έλπιζαν σε ένα θαύμα και προσεύχονταν συνεχώς.

Η ΠΟΡΝΗ ΤΗΣ ΠΑΛΙΑΣ ΜΑΣ ΓΕΙΤΟΝΙΑΣ.

 

 


ΤΗΣ ΝΤΟΡΑΣ ΠΟΛΙΤΗ.

 

 

Αύτη ήταν το μίασμα. Ούτε ό σαράφης που έπαιρνε τις χρυσές βέρες των μεροκαματιάρηδων για δυο ενέσεις πενικιλίνης. Ούτε ή μεγαλοκυρία του αρχοντόσπιτου που ξυλοφόρτωνε αλύπητα την παρακόρη της Περσεφόνη. Ούτε βέβαια τ’ αφεντικό του αρχοντόσπιτου που σουρομαδούσε την Περσεφόνη όταν κοιμόταν ή μεγαλοκυρία. Όχι αυτοί, ή Βασιλεία ήταν το μίασμα. Γιατί, αύτη έπαιρνε αντίτιμο όταν την «σουρομαδούσαν» οι πελάτες στην κάμαρα του συνοικισμού στη Χρυσομαλλούσα. Ήταν τότε, στα χρόνια της λαϊκής γειτονίας, των ανθισμένων περιβολιών, άλλα και της χαμένης αθωότητας.

 

Πελατεία μεγάλη δεν είχε ή Βασιλεία. Ήταν κακομούτσουνη, την είχαν πάρει και τα χρόνια. Ή Βασιλεία, ποτέ δεν μάλωνε με τη γειτονιά, κι ας έφτυναν στο κατόπι της! Περνούσε μακριά από τα κατώφλια των νοικοκύρηδων, με ψηλά κρατημένο το κεφάλι. Σαν να ‘βλεπε μόνο τις κορφές των δέντρων. Πιο ψηλά δεν θα τολμούσε ν’ ατενίσει. Δεν έσμιγε τα βλέμματα των άλλων ή Βασιλεία. 

 

 

 

Λες κι αν δεν έβλεπε, δεν θα την έβλεπαν κιόλας. Και μόνο σαν τύχαινε ξώφαλτσα ν’ ανταμώσεις τα μάτια της, σ’ έπιανε ένα σύγκρυο αλλιώτικο και δεν ήξερες από πού να φύγεις.

 

Θυμάμαι εκείνα τα μάτια, με τους μελανιασμένους κύκλους ολόγυρα. Είχαν κάτι σαν ικεσία, σαν περαστική λάμψη αγνότητας. Κάτι, σαν άφωνο πόνο δαρμένου σκυλιού. Κάτι σαν βουβό «κατηγορώ», σαν γροθιά πού σ’ έβρισκε στο στομάχι και πονούσες μέχρι βαθιά στη… συνείδηση! Ίσως γι’ αυτό την υπερασπίστηκε σε δίκη μια φορά ό σπουδαίος δικηγόρος Γεώργιος Βογιατζής. Για το βουβό «κατηγορώ» ίσως για το πόνο τού δαρμένου σκυλιού στα μάτια της. «Μέγας είσαι κύριε και θαυμαστά τα έργα σον…». 

 

 

 

 

Οι «παντοθειές» της γειτονιάς, ή κυρά-Σοφία και ή κυρά-Σταυρίτσα, έλεγαν πώς ή Βασιλεία κάνει και ψυχικά, πώς ή χήρα τού μεθύστακα με τ’ ορφανό τη Βαγγελούδα ζούσαν γιατί ή πόρνη φρόντιζε. Και πώς σαν πήρε φωτιά ό παλιοπύργος της φαμελίτισσας οικογένειας κι απόμειναν στο δρόμο, ή πόρνη πάλι έστειλε παπλώματα και προικιά για τα κορίτσια και θέλησε να μην μαθευτεί το χερικό.

 

Κι άλλα πολλά, πάρα πολλά: πώς άφηνε νύχτα καντήλια χρυσά στην Παναγιά τη Χρυσομαλλούσα, πώς ξέθαβαν με δικά της έξοδα ξεχασμένους παρακατιανούς, τους έκανε και κασάκια με τ’ όνομα τους απ’ έξω. Έτσι λέγαν πώς ήταν ή Βασιλεία, εκείνοι πού ‘ξέραν. Εγώ μόνο ξερατό θυμάμαι σαν όνειρο, σαν παραμύθι τάχα— πώς πίσω από το θολό τζάμι της στενής της πόρτας με το ξεθωριασμένο κουρτινάκι, έβλεπα όλα τα χρόνια της παιδικής μου ζωής, ένα καντήλι πάντα αναμμένο. Κρεμόταν από το χαμηλό ταβάνι, μπροστά σ’ ένα κα μοναδικό εικόνισμα κάποιας θλιμμένης Πανάγιας.

 

 

 

 

Εκείνη τη Μεγάλη Παρασκευή στις 7Ωρες, ή Βασιλεία τόλμησε το παράτολμο. Έφερε στην εκκλησιά ένα στεφάνι καμωμένο από ροζ μαγιάτικα τριαντάφυλλα και μωβ βιολέτες κι ένα χαρτί γεμάτο σπιτικό μοσχολίβανο. Ήταν τα δώρα της για τον Εσταυρωμένο. Μισοκρύφτηκε πίσω από τ’ ανθισμένα φλάμπουρα της εκκλησίας κι έδωσε σ’ εμάς τα παιδιά τα φτωχά της δώρα.

 

 

 

 

«Για τον Επιτάφιο—είπε—δώστε τα στον επίτροπο». Δεν χρειάστηκε, εκείνος είχε δει. Αφηνιασμένος θαρρείς ό «ευσεβής» τούτος, άρπαξε το στεφάνι της Βασιλείας, το πέταξε στο χώμα και το τσαλαπάτησε με λύσσα. Και το μοσχολίβανο την ίδια τύχη είχε. «Μην σε ξαναδώ παλιοβρόμα κοντά στην εκκλησιά θα σου ξυρίσω το κεφάλι…».

 

Το ίδιο βράδυ, ό Επιτάφιος ανέβαινε τη Χρυσομαλλούσης με το πιστό ποίμνιο ν’ ακολουθεί: «Αί γενεαί πάσαι» ήταν εκεί, εκτός από τη Βασιλεία. Εκεί, στο άνηφοράκι της Άδαίου, κρυμμένη μες το σκοτάδι, πεσμένη στα γόνατα ήταν ή πόρνη. Έκλαιγε, σερνόταν μες τη σκόνη, τα μαύρα μαλλιά της δεμένα μέσα στο πένθιμο μαντήλι. Παιδί εγώ και κοίταξα. Δεν με γελούσαν τα μάτια μου, είδα κι άκουσα… Μα να ‘ταν ή Βασιλεία, τούτη ή μαυροφορούσα ή μην ήταν ή Μαγδαληνή;

 

 

 

Το βράδυ στ’ όνειρο μου, στο ξύπνιο μου, τί να ‘ταν άραγε, δεν το ξεδιάλυνα ποτέ, σα να μού φάνηκε πώς από το κουβούκλιο τού Επιταφίου σηκώθηκε ένας ολοφώτεινος Χριστός με το στεφάνι της Βασιλείας ολόγυρα στο μέτωπο. Εκείνο πού ποδοπάτησε ό επίτροπος. Κάι πώς πήγε κοντά στη γονατισμένη πόρνη. Μόνος Εκείνος απ’ το πλήθος. Μήπως και στην επίγεια ζωή Του έτσι δεν έκανε; Μα πάλι παιδί ήμουν, ποιος παίρνει στα σοβαρά τα «νείρατα» των παιδιών;

Πολλά χρόνια μετά, έμαθα πώς ή Βασιλεία πέθανε μία Μεγάλη Πέμπτη. Την κηδέψανε, θέλοντας και μη, Μεγάλη Παρασκευή, μαζί μ’ Εκείνον!…

 

http://apantaortodoxias.blogspot.gr/2013/11/blog-post_16.html

Θαυμαστή μαρτυρία:Είδαμε τον Άγιο Σπυρίδωνα!

...(ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΠΥΡΙΔΩΝΑ ΠΟΥ ΜΟΥ ΕΔΩΣΕ Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΗΡΘΕ ΣΤΟ ΜΑΓΑΖΙ ΜΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΦΥΛΑΩ ΑΚΟΜΗ) 

 Το περιστατικό που περιγράφω και συμφωνεί και ο σύζυγος μου, ήταν η απαρχή για να ανοίξουμε τις καρδιές μας και να πιστέψουμε πραγματικά στον Θεό, γιατί μέχρι τότε, μόνο αρνητική κριτική ασκούσαμε στους λειτουργούς του Θεού. Ο δε σύζυγος μου υπεράσπιζε ακόμα και την άποψη ότι Θεός δεν υπάρχει. Ήταν ένα γεγονός που μας επιβεβαίωσε πόσο άδικο είχαμε, πόσο λάθος κάναμε και μας άνοιξε τα μάτια ώστε να μπορέσουμε να δούμε τον αληθινό δρόμο, τον δρόμο του Θεού.

  «Ο γιός μας ο Σωτήρης γεννήθηκε στις 19 Σεπτεμβρίου 1994. Είχα αποφασίσει όταν το παιδί μου συμπληρώσει σαράντα μέρες ζωής να το πάω σε εκκλησία για να πάρει την ευχή, όπως συνηθίζεται, μετά και από τις παραινέσεις των άμεσα συγγενών μας. Δεν το πήγα την ημέρα που σαράντισε, αλλά την επομένη ημέρα που ήταν Κυριακή στις 30 Οκτωβρίου 1994. Όμως, σαν αμελείς και αφελείς άνθρωποι που είμαστε, την ημέρα εκείνη ναι μεν ξύπνησα στις 7:00 η ώρα το πρωί για να το ταΐσω, αλλά μετά ξάπλωσα ξανά και μας πήρε ο ύπνος. Έτσι, σηκωθήκαμε αργότερα με τον σύζυγο μου και ετοιμαστήκαμε με την άνεση μας να πάμε στην εκκλησία. Όταν πήγαμε στην πρώτη εκκλησία, η Θεία Λειτουργία είχε τελειώσει και δεν υπήρχε κανένας Ιερέας να δώσει την ευχή στο παιδί. Φύγαμε και πήγαμε σε άλλη εκκλησία. Επισκεφτήκαμε τις εκκλησίες που γνωρίζαμε στους Δήμους, Περιστερίου, Χαϊδαρίου και Αιγάλεω, Άλλες εκκλησίες ήταν κλειστές και άλλες που «ήταν ανοικτές, είχαν φύγει οι Ιερείς. Εγώ όμως επέμενα και έλεγα στον άντρα μου ότι «Σήμερα, Κυριακή θα πρέπει να πάρει την ευχή». 
Συνέχεια