Δεν θέλω να σκεφθώ τί θα έλεγε για τους σημερινούς …

«Η βλακεία, η εγωπάθεια, η μωρία, η γενική αναπηρία της ηγετικής τάξης στην Ελλάδα σε φέρνει στην ανάγκη να ξεράσεις…. είμαι βέβαιος πως τούτοι οι ελεεινοί δεν αντιπροσωπεύουν τη ζωντανή Ελλάδα».

Γιώργος Σεφέρης.  Ημερολόγιο, 1945.

«Μήτι κύριε, ἐὰν λαλήσω ἔτι ἅπαξ· ἐὰν δὲ εὑρεθῶσιν ἐκεῖ δέκα; καὶ εἶπεν· οὐ μὴ ἀπολέσω ἕνεκεν τῶν δέκα»

Το αίτημα του Αβραάμ προς τον Θεό έγινε δεκτό και δόθηκε σε εκείνον η διαβεβαίωση «οὐ μὴ ἀπολέσω ἕνεκεν τῶν δέκα»! Ακολούθησε όμως η καταστροφή των Σοδόμων και της Γομόρρας, επειδή δεν βρέθηκαν ούτε δέκα δίκαιοι στις πόλεις εκείνες…
Από το 18ο κεφάλαιο της Γενέσεως
Εἶπε δὲ Κύριος· κραυγὴ Σοδόμων καὶ Γομόρρας πεπλήθυνται πρός με, καὶ αἱ ἁμαρτίαι αὐτῶν μεγάλαι σφόδρα. 21 καταβὰς οὖν ὄψομαι, εἰ κατὰ τὴν κραυγὴν αὐτῶν τὴν ἐρχομένην πρός με συντελοῦνται, εἰ δὲ μή, ἵνα γνῶ. 22 καὶ ἀποστρέψαντες ἐκεῖθεν οἱ ἄνδρες ἦλθον εἰς Σόδομα. ῾Αβραὰμ δὲ ἔτι ἦν ἑστηκὼς ἐναντίον Κυρίου. 23 καὶ ἐγγίσας ῾Αβραὰμ εἶπε· μὴ συναπολέσῃς δίκαιον μετὰ ἀσεβοῦς καὶ ἔσται ὁ δίκαιος ὡς ὁ ἀσεβής; 24 ἐὰν ὦσι πεντήκοντα δίκαιοι ἐν τῇ πόλει, ἀπολεῖς αὐτούς; οὐκ ἀνήσεις πάντα τὸν τόπον ἕνεκεν τῶν πεντήκοντα δικαίων, ἐὰν ὦσιν ἐν αὐτῇ; 25 μηδαμῶς σὺ ποιήσεις ὡς τὸ ρῆμα τοῦτο, τοῦ ἀποκτεῖναι δίκαιον μετὰ ἀσεβοῦς, καὶ ἔσται ὁ δίκαιος ὡς ὁ ἀσεβής μηδαμῶς· ὁ κρίνων πᾶσαν τὴν γῆν, οὐ ποιήσεις κρίσιν; 26 εἶπε δὲ Κύριος· ἐὰν ὦσιν ἐν Σοδόμοις πεντήκοντα δίκαιοι ἐν τῇ πόλει, ἀφήσω ὅλην τὴν πόλιν καὶ πάντα τὸν τόπον δι᾿ αὐτούς. 27 καὶ ἀποκριθεὶς ῾Αβραὰμ εἶπε· νῦν ἠρξάμην λαλῆσαι πρὸς τὸν Κύριόν μου, ἐγὼ δέ εἰμι γῆ καὶ σποδός· 28 ἐὰν δὲ ἐλαττονωθῶσιν οἱ πεντήκοντα δίκαιοι εἰς τεσσαρακονταπέντε, ἀπολεῖς ἕνεκεν τῶν πέντε πᾶσαν τὴν πόλιν; καὶ εἶπεν· οὐ μὴ ἀπολέσω, ἐὰν εὕρω ἐκεῖ τεσσσαρακονταπέντε. 29 καὶ προσέθηκεν ἔτι λαλῆσαι πρὸς αὐτόν, καὶ εἶπεν· ἐὰν δὲ εὑρεθῶσιν ἐκεῖ τεσσαράκοντα; καὶ εἶπεν· οὐ μὴ ἀπολέσω ἕνεκεν τῶν τεσσαράκοντα. 30 καὶ εἶπε· μή τι κύριε, ἐὰν λαλήσω; ἐὰν δὲ εὑρεθῶσιν ἐκεῖ τριάκοντα; καὶ εἶπεν· οὐ μὴ ἀπολέσω ἕνεκεν τῶν τριάκοντα. 31 καὶ εἶπεν· ἐπειδὴ ἔχω λαλῆσαι πρὸς τὸν κύριον· ἐὰν δὲ εὑρεθῶσιν ἐκεῖ εἴκοσι; καὶ εἶπεν· οὐ μὴ ἀπολέσω, ἐὰν εὕρω ἐκεῖ εἴκοσι. 32 καὶ εἶπε· μήτι κύριε, ἐὰν λαλήσω ἔτι ἅπαξ· ἐὰν δὲ εὑρεθῶσιν ἐκεῖ δέκα; καὶ εἶπεν· οὐ μὴ ἀπολέσω ἕνεκεν τῶν δέκα. 33 ἀπῆλθε δὲ ὁ Κύριος, ὡς ἐπαύσατο λαλῶν τῷ ῾Αβραάμ, καὶ ῾Αβραὰμ ἀπέστρεψεν εἰς τὸν τόπον αὐτοῦ.

Μην μελαγχολείς το δικό μας Πάσχα δεν τελειώνει ποτέ !!

Θυμάμαι πάντα Κυριακή του Πάσχα μετά την Αγάπη και το κάψιμο του Ιούδα ένα μικρό παιδί μελαγχολικό σχεδόν δακρυσμένο να ρωτά τον πατέρα του : Τελείωσε το Πάσχα πατέρα ;;; Kαι αυτόν με ένα πλατύ χαμόγελο να του απαντά : Τελείωσε λέει …ακόμα δεν άρχισε!!! Κάθε μέρα της Λαμπροβδομάδας παιδί μου είναι Πάσχα !Έχουμε και του Αη Γιωργιού τις περισσότερες φορές και τον νέο τον Άγιο Ραφαήλ απο την Μυτιλήνη και την Παναγία της Βραμπάς που γιορτάζει την Παρασκευή και του Θωμά …Το πρόσωπο του παιδιού έλαμπε τότε ,κι ας έμενε μονάχο του δίχως παρέα στο χωριό μιας και όλοι οι άλλοι Αθηναίοι και πρωτευουσιάνοι μέχρι την Τρίτη του Πάσχα πάντα έφευγαν.Και ερχόταν η Πέμπτη το απόγευμα και γυναίκες και άντρες με δρεπάνια καθάριζαν από το αγρίεμα το μονοπάτι που οδηγούσε από τον αμαξωτό τον δρόμο ,στην Παναγιά την Ζωοδόχο Πηγή ,στο μανιάτικο λαγκάδι της Βραμπάς.Και με ασβέστη που η μυρωδιά του σε τέτοια μέρη δεν ενοχλεί μάλλον μοιάζει με λιβανιού το μύρισμα τα έκαναν όλα να λάμπουν λίγο πρίν τον Εσπερινό ,προσμένοντας καρτερικά το ξημέρωμα της Παρασκευής . Και ερχόταν η Παρασκευή … Το εκκλησάκι ίσα που χώραγε τον Παπά, τα παπαδάκια , τους ψάλτες και αυτούς του δυο –τρείς που πάντα τον ΄ χαν τάμα να ακούνε τον εξάψαλμο της αχάραγης της μέρας …Οι υπόλοιποι κάθονταν έξω στις ασβεστωμένες πέτρες συντηρώντας με τις υγρές μυρωδιές της άνοιξης και τους ήχους του Θεού, μνήμες αλλοτινών εποχών … μετρώντας ο καθένας τους, πόσες τέτοιες χρονιές βρέθηκαν ξανά σε εκείνο το ευλογημένο μέρος, και προσευχόμενοι να αξιωθούν να ανταμώσουν την Παναγιά της Βραμπάς άλλες τόσες και παραπάνω…Τα παιδιά με μια…. κατανυκτική ζωηράδα που κανέναν δεν ενοχλούσε μπαινόβγαιναν στο εκκλησάκι ,άλλοτε για να ανάψουν το θυμιατό ,άλλοτε για να κόψουν το αντίδωρο, άλλοτε για να χτυπήσουν την μικρή καμπάνα στην ενάτη ,για να κρατήσουν το κερί στο πλούσιοι επτώχευσαν ,που γνώριζαν και το ψαλαν όλοι μαζί ,για να βράσουν το ζέον με μπαμπάκι και οινόπνευμα . Με το δι ευχών του Παπά η ίδια πάντα ερώτηση :Τώρα τελείωσε το Πάσχα ;

Απάντηση δεν έπαιρνα παρά μόνο ένα νεύμα που κατηύθυνε το βλέμμα μου στο λουλουδοστόλιστο εικονοστάσι με τις εικόνες του Αναστάντος Χριστού και αυτήν της Ζωοδόχου Πηγής της δικής μας Παναγιάς της Βραμπάς μαρτυρούσε πως το δικό μας …Πάσχα δεν τελειώνει ποτέ!

Αναρτήθηκε από

Πως να σηκώνουμε την συκοφαντία


ΟΣΙΟΥ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΥ
Σας συκοφάντησαν. Δεν είστε ένοχος. Οφείλετε, ωστόσο, να υπομείνετε τη συκοφαντία μεγαλόψυχα. Και Η υπομονή σας αυτή θα είναι ο κανόνας, το θεραπευτικό επιτίμιο, για παράπτωμα που διαπράξατε και για το οποίο είστε ένοχος. Μέσα στη συκοφαντία, επομένως, είναι κρυμμένο το έλεος του Θεού…

Μολονότι δεν είναι εύκολο, πρέπει οπωσδήποτε να συμφιλιωθείτε με τους συκοφάντες σας. Με μίσος στην καρδιά, δεν μπορεί να σωθεί κανείς. Γι΄αυτό οφείλουμε να αντιδρούμε με αυταπάρνηση στα εμπαθή αισθήματα μας. Έτσι εξαφανίζονται και οι θλίψεις. Η εμπάθεια, βλέπετε, είναι που γεννάει τη θλίψη.

Γνωρίζω πόσο δύσκολα υποφέρεται ή συκοφαντία. Είναι λάσπη -μα λάσπη ιαματική. Υπομονή! Αργά ή γρήγορα θα λήξει ή δοκιμασία. Ο Γιατρός των ψυχών θα αφαιρέσει το τσουχτερό κατάπλασμα…

Συκοφαντούσαν και τον Κύριο: «Ιδού άνθρωπος φάγος και οινοπότης, τελωνών φίλος και αμαρτωλών» (Ματθ. 11:19). «Δαιμόνιον έχει και μαίνεται» (Ιω. 10:20). Τι μεγάλη δόξα, να μετέχουμε στα παθήματα του Χριστού!

Σηκώστε ταπεινά κι άγόγγυστα το σταυρό σας. Μη λιποψυχείτε. Αν η συνείδηση σας δεν σας κατακρίνει, μπορείτε να υψώνετε πάντα με θάρρος το βλέμμα σας στο Θεό και να στέκεστε με παρρησία μπροστά Του. Τι πιο σπουδαίο απ’ αυτό;…

Να ζείτε και να φέρεστε φυσιολογικά. Το πως σας βλέπουν οί άλλοι να μην το λογαριάζετε. Μόνο του Θεού η κρίση εχει βαρύτητα, ως αλάθητη. Εμείς οι άνθρωποι δεν γνωρίζουμε καλά-καλά ούτε τον ίδιο μας τον εαυτό, πολύ περισσότερο τον πλησίον.

(Οσίου Θεοφάνους του Εγκλείστου, Χειραγωγία στην Πνευματική Ζωή, Ι. Μ. Παρακλήτου, Εκδ. ε΄, 2005, σ. 18-19)

Lev Gillet, Η Κυριακή του Πάσχα

«Αύτη η κλητή και αγία ημέρα, η μία των Σαββάτων, η βασιλίς και κυρία, εορτή εορτών και πανήγυρις εστί πανηγύρεων!…» ψάλλουμε στην ογδόη ωδή του πασχαλιάτικου Όρθρου.
Η Κυριακή του Πάσχα ονομάζεται «πανήγυρις πανηγύρεων». Θα ήταν θεολογικά ανακριβές να πούμε ότι το Πάσχα είναι, κατά τρόπο απόλυτο, η μεγαλύτερη από τις γιορτές της Χριστιανοσύνης. Είναι βέβαια σπουδαιότερη από τα Χριστούγεννα ή τα Θεοφάνεια, δεν μπορούμε όμως να πούμε ότι η Πεντηκοστή είναι λιγότερο σημαντική από την Ανάσταση. Ωστόσο οι Πασχάλιες πανηγύρεις -και εδώ πρέπει στην Κυριακή του Πάσχα να συνδέσουμε και τη Μεγάλη Πέμπτη και την Μεγάλη Παρασκευή- δίνουν στο Μυστήριο των Χριστουγέννων το πλήρωμα του περιεχομένου τους και αποτελούν το αναγκαίο προοίμιο της Πεντηκοστής. Το Πάσχα είναι λοιπόν το κέντρο, η καρδιά και ο πυρήνας του εκκλησιαστικού έτους. Από την ημερομηνία αυτή εξαρτάται όλος ο λειτουργικός κύκλος, επειδή από αυτή καθορίζονται όλες οι κινητές γιορτές του ημερολογίου. Συνέχεια

Δείλιασε ο Κύριος στον Σταυρό; Ποια η ερμηνεία του “Θεέ μου, Θεέ μου ἱνατί με ἐγκατέλειπες;”

Ποια η ερμηνεία του “Θεέ μου, Θεέ μου ἱνατί με ἐγκατέλειπες;” (Ματθ. 27.46, Μαρκ 15.34)

Την βλάσφημη θέση ότι ο Κύριος δείλιασε προ του πάθους και πάνω στον σταυρό εξέφρασαν οι Αρειανοί. Σ’ αυτούς απάντησε ο Μέγας Αθανάσιος ως εξής:

 

«54. Λοιπόν, όπως, ενώ αυξάνει το σώμα, λέγεται ότι αυτός προκόπτει λόγω της ιδιότητος του ανθρωπίνου σώματος, έτσι και τα αναφερόμενα στον καιρό του θανάτου, δηλαδή το ότι εταράχθη, έκλαυσε, πρέπει να τα εκλάβωμεν με την ιδίαν έννοιαν. Διότι περιπατούντες πάνω και κάτω ανήσυχοι και ωσάν να στηρίζουν την αίρεσίν των πάλιν εις αυτά, ισχυρίζονται˙ να λοιπόν, έκλαυσε και είπε˙ “Νῦν ἡ ψυχή μου τετάρακται[1]” και παρεκάλεσε να αποφύγει το ποτήριον του θανάτου[2]˙ πως λοιπόν, εφ’ όσον είπε αυτά, είναι Θεός και Λόγος του Πατρός; Βεβαίως, ω θεομάχοι, έχει γραφεί ότι έκλαυσε και ότι είπε εταράχθηκα, και επί του σταυρού είπεν, “Ἐλωί, Ἐλωί, λιμάσαβαχθανί; τοῦτ’ ἔστι, Θεέ μου, Θεέ μου ἱνατί με ἐγκατέλιπες;” Και παρεκάλεσε ν’ αποφύγει το ποτήριον.
Βεβαίως, έχουν γραφεί αυτά. Αλλά θα ήθελα πάλι να μου απαντήσετε˙ διότι πρέπει με τον ίδιο τρόπο ν’ αντικρούσω καθένα από τα επιχειρήματά σας˙ εάν μεν είναι απλούς άνθρωπος αυτός που ομιλεί, ας κλαίει και ας φοβήται τον θάνατον ως άνθρωπος˙ εάν όμως είναι Λόγος με ανθρώπινην φύσιν (δεν πρέπει να κουράζωμαι να λέγω πάντα τα ίδια), ποιον είχε να φοβηθεί ενώ ήτο Θεός; Ή πως είναι δυνατόν να εφοβήτο αυτός που λέγει˙ “Μή φοβεῖσθε τόν ἀποκτείνοντα τό σῶμα[3]”; Και πως είναι δυνατόν αυτός που έλεγε στον Αβραάμ, “Μή φοβοῦ, ὅτι μετά σοῦ εἰμί[4]” και ενεθάρρυνε τον Μωυσή κατά του Φαραώ, και είπε εις τον Ιησού του Ναυή, “Ἴσχυε καί ἀνδρίζου[5]”, αυτός ο ίδιος να εφοβείτο τον Ηρώδη και τον Πιλάτο; Συνέχεια