Δὲν ὑπάρχει καλλίτερο παράδειγμα γιὰ νὰ ἀποδώσει τὴν πνευματικὴ κατάσταση τοῦ σημερινοῦ κόσμου ἀπὸ τὴν παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου. Ὁ κόσμος ἔφυγε ἀπὸ τὸ πατρικό του σπίτι, ποὺ εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, καὶ ζεῖ ἁμαρτωλὰ καὶ πλανεμένα μὲ θεὸ τὴ σάρκα καὶ τὸ χρῆμα. Ἐνάρετοι ἄνθρωποι χαρακτηρίζουν τὶς ἡμέρες ὡς «ἡμέρες Νῶε», διότι τότε, ὅπως καὶ σήμερα, σκεφτόντουσαν οἱ ἄνθρωποι μόνο τὰ γήινα καὶ τὰ σαρκικά.
Σήμερα ὁ κατακλυσμὸς τῆς ἁμαρτίας παρασέρνει πολὺ κόσμο. Ἡ ἁμαρτία, ἡ πλάνη καὶ ἡ κοσμικότητα πλημμυρίζουν τὰ πάντα: δουλειά, σπίτι, σχολεῖο, στρατό, ψυχαγωγία, ἐνημέρωση. Τρία εἶναι τὰ μεγάλα παράθυρα, ἀπὸ τὰ ὁποία εἰσέρχεται τὸ σκοτάδι, ὁ βοῦρκος καὶ ἡ ἁμαρτία: ἡ Τηλεόραση, τὸ Διαδίκτυο καὶ τὸ φορητὸ τηλέφωνο. Ἂς μὴ κοροϊδευόμαστε, παρὰ τὴν χρησιμότητά τους, ἡ πνευματικὴ ζημιὰ ποὺ κάνουν εἶναι ἀσύγκριτα μεγαλύτερη.
Ὅσο πᾶμε, τὰ πράγματα γίνονται καὶ πιὸ ἐπικίνδυνα. Οἱ μορφὲς τοῦ κακοῦ πληθαίνουν καὶ γίνονται πολλὲς φορὲς δυσδιάκριτες, διαφορετικὲς κάθε φορά. Ἄλλες εἶναι φανερές, ἄλλες πονηρὰ συγκαλυμμένες καὶ παραπλανητικές. Οἱ τελευταῖες εἶναι καὶ οἱ πιὸ ἐπικίνδυνες, διότι κάνουν τὸ μαῦρο ἄσπρο, τὸ ψέμα ἀλήθεια καὶ τὸ κακὸ καλό. Ὁ Χριστὸς μᾶς προειδοποίησε: «βλέπετε μὴ τὶς ὑμᾶς πλανήση».
Στὸν καιρό μας, πιὸ μεγάλο συγκαλυμμένο ψέμα ἀπὸ τὴν Πανθρησκεία δὲν ὑπάρχει. Τρώει ὕπουλα τὶς σάρκες τῆς μόνης ἀλήθειας, τοῦ ὀρθόδοξου χριστιανισμοῦ.
Πανθρησκεία δὲν εἶναι νὰ ἑνωθοῦν ὅλες οἱ θρησκεῖες σὲ μία. Αὐτὸ δὲν γίνεται εὔκολα ἀποδεκτό. Εἶναι κάτι πολὺ πιὸ πονηρό: Ὅλες θρησκεῖες σώζουν, ὅλες ἔχουν τὴν ἀλήθεια, καμία δὲν εἶναι ἡ ἀποκλειστικὴ ὁδὸς σωτηρίας. Σὲ ὅποια καὶ ἂν πιστεύεις, ἡ ὁδός της θὰ σὲ σώσει. Ἂν αὐτὸ ἦταν ἀλήθεια καὶ ὅλες οἱ θρησκεῖες σώζουν, ποιὸς ὁ λόγος νὰ σαρκωθεῖ ὁ Κύριός μας, νὰ προσλάβει τὸ φύραμά μας, νὰ σταυρωθεῖ ἑκουσίως καὶ μὲ τὸ αἷμα Του νά παράσχει στόν πετωκότα ἄνθρωπο δυνατότητα σωτηρίας; Ἡ Πανθρησκεία ἀκυρώνει τὸ Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ. Διαψεύδει τὸ Εὐαγγέλιο.
Καὶ δικαιολογοῦν τὴν προώθηση τῆς Πανθρησκείας, ἀκόμη καὶ χριστιανοί, βασιζόμενοι (ἐπιφανειακὰ καὶ ψεύτικα) στὸν λόγο τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος λέγει ὅτι στὸ τέλος τῆς Ἱστορίας μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς μέχρι τώρα ὑπάρχοντες Χριστιανούς, θὰ πιστέψουν καὶ ὅλα τὰ ἄλλα ἔθνη καὶ θὰ γίνει «μία ποίμνη, ἕνας ποιμένας», δηλ. ὁ Χριστός.
Ἡ Πανθρησκεία ὅμως δὲν λέγει ὅτι οἱ ἄνθρωποι πρέπει νὰ πιστέψουν στὸ Χριστό. Λέγει ὅτι ὁ καθένας θὰ πιστεύει ὅπου θέλει καὶ ὅλοι οἱ δρόμοι, δήλ. ὅλες οἱ θρησκεῖες καὶ ὅλοι οἱ θρησκευτικοὶ ἀρχηγοί, θὰ ὁδηγοῦν στὸν Παράδεισο πιασμένοι χέρι-χέρι. Συνέχεια
Θεολογικά
Ἀπάντηση στὸ πρόβλημα: «Γιατί εὐτυχοῦν οἱ ἀσεβεῖς;»
Ὁ 72ος ψαλμὸς διαιρεῖται σὲ δύο μέρη: α) Στοὺς στίχους 1-14 ὁ ψαλμωδὸς ἐξομολογεῖται πῶς σκανδαλίσθηκε παρακολουθώντας τὴν εὐδαιμονία τῶν ἁμαρτωλῶν. Διατυπώνει τοὺς προβληματισμούς του καὶ ὁμολογεῖ ὅτι λίγο ἔλειψε νὰ ἐλεεινολογήσει τὸν ἑαυτό του γιὰ τοὺς μόχθους καὶ τοὺς ἀγῶνες ποὺ κατέβαλε γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῆς κατὰ Θεὸν ἀρετῆς. β) Στοὺς στίχους 15-28 διηγεῖται πῶς εἰσῆλθε στὸ Ναὸ καὶ στὸ ἁγιαστήριο τοῦ Θεοῦ, πῶς ἐκεῖ μέσα φωτίστηκε καὶ πῶς εἶδε τὴ ραγδαία ἀνατροπὴ τῆς εὐτυχίας τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ τὴν πατρικὴ παρουσία καὶ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία προσφέρεται στοὺς εὐσεβεῖς.
Ὁ ψαλμωδὸς ἀρχίζει τὸν Ψαλμὸ ἀπότομα. Αἰσθάνεται σὰν νὰ βράζει μέσα του ἡ ἀπορία: Γιατί νὰ εὐτυχοῦν οἱ ἀσεβεῖς; Γιατί; Καὶ ἐνῶ βράζει μέσα του, πρὸς στιγμὴν δαμάζει τὰ συναισθήματά του καὶ ἀναφωνεῖ: Πόσο ἀγαθὸς εἶναι ὁ Θεὸς στοὺς Ἰσραηλίτες καὶ μάλιστα σ’ ὅσους ἀπ’ αὐτοὺς ἔχουν ἄκακη, εἰλικρινή, ἁπλὴ καὶ καθαρὴ καρδιά! (στίχ. 1). Εἶναι σὰν νὰ μᾶς λέει: Μὴν ταραχθεῖτε γιὰ ὅσα πρόκειται νὰ πῶ. Περιμένετε τὸ συμπέρασμα, ἢ ἂν θέλετε, νά τὸ συμπέρασμα: Ὅ,τι κι ἂν πεῖτε, ὁ Θεὸς εἶναι ἀγαθὸς γιὰ τοὺς ἀγαθούς.
Ὁ δίκαιος Ἰὼβ σὲ παρόμοιο προβληματισμὸ προβάλλει τὴν παγγνωσία τοῦ Θεοῦ (βλ. Ἰὼβ κδ΄ [24] 1). Ὁ προφήτης Ἱερεμίας προβάλλει τὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, λέγοντας· ὁμολογῶ καὶ διακηρύσσω ὅτι δίκαιος εἶσαι, Κύριε, γι’ αὐτὸ καὶ τολμῶ νὰ συζητήσω μαζί Σου (Ἱερ. ιβ΄ [12] 1). Ὁ δὲ προφήτης Ἀμβακοὺμ προβάλλει τὴν καθαρότητα τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ Κυρίου· Κύριε, λέγει, γνωρίζω ὅτι ὁ ὀφθαλμός Σου εἶναι πεντακάθαρος καὶ δὲν μπορεῖ οὔτε ἀνέχεται νὰ βλέπει πονηρὰ ἔργα, οὔτε δέχεται νὰ βλέπει τὶς κακουργίες ποὺ προξενοῦν οἱ κακοὶ καὶ πονηροὶ στοὺς εἰλικρινεῖς, τοὺς ἁπλοὺς καὶ ἀδύναμους (Ἀμβ. α΄ 13).
Ὥστε οἱ ἀγαθὲς περὶ Θεοῦ σκέψεις μᾶς ἀσφαλίζουν κατὰ τῶν πειρασμῶν, τοὺς ὁποίους μᾶς δημιουργεῖ ὁ ἐχθρὸς τῆς ψυχῆς μας λόγῳ τοῦ ποικίλου κακοῦ ποὺ ὑπάρχει στὸν κόσμο. Ἐφόσον ὁ Θεὸς εἶναι ἀγαθός, εἶναι πολὺ περισσότερο ἀγαθὸς στοὺς εὐθεῖς, τοὺς καθαροὺς καὶ θεοσεβεῖς καὶ ὄχι σὲ ὅσους «φαυλότατα ἁμαρτάνουσιν», σὲ ὅσους ἁμαρτάνουν ἀσεβέστατα(*). Αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ τὸ λησμονοῦμε ποτέ, ὁτιδήποτε καὶ ἂν μᾶς συμβεῖ στὴ ζωή.
Ὁ ψαλμωδὸς ὅμως παρόλο ποὺ ἦταν θεοσεβής, ὁμολογεῖ: Σ’ ἐμένα ὅμως κλονίσθηκαν ἀπὸ τὴν ἀμφιβολία οἱ πεποιθήσεις καὶ οἱ ὑγιεῖς λογισμοί μου, οἱ ὁποῖοι σὰν ἄλλα πόδια ὑποστηρίζουν τὴν εὐσέβεια τῆς ψυχῆς μου· παρ’ ὀλίγο νὰ σεισθοῦν τὰ βήματά μου στὴν πορεία τῆς ζωῆς καὶ νὰ ξεγλιστρήσω ἀπὸ τὸν δρόμο τοῦ Κυρίου καὶ ἀπὸ τὴν πίστη μου στὴν ἀγαθὴ πρόνοιά Του (Ψαλ. οβ΄ [72] 2).
Κινδύνευσε, λοιπόν, καὶ ὁ ἴδιος νὰ λησμονήσει τὴν ἀλήθεια ποὺ διατύπωσε στὴν ἀρχὴ τοῦ Ψαλμοῦ καὶ νὰ κλονισθεῖ στὶς πεποιθήσεις του. Καὶ ὁ δίκαιος Ἰὼβ εἶχε κλονισθεῖ βλέποντας τὴν εὐημερία τῶν ἁμαρτωλῶν, γι’ αὐτὸ καὶ ἀναρωτιόταν: «Διατί ἀσεβεῖς ζῶσι; πεπαλαίωνται δὲ ἐν πλούτῳ;» (Ἰὼβ κα΄ [21] 7)· γιατί οἱ ἀσεβεῖς ζοῦν καὶ φθάνουν σὲ πολὺ βαθιὰ γηρατειὰ καὶ περνοῦν τὴ ζωή τους μέσα στὰ πλούτη; Γιατί οἱ ἀσεβεῖς μακροημερεύουν, φθάνουν τὰ 100 ἔτη, κατὰ τὸν Ἡσαΐα (Ἡσ. ξε΄ [65] 20), καὶ ἀπολαμβάνουν τὴ ζωὴ καὶ τὰ ἀγαθά τους; Ἀλλὰ καὶ ὁ προφήτης Ἱερεμίας, ἐνῶ ὁμολογεῖ καὶ διακηρύσσει ὅτι ὁ Κύριος εἶναι δίκαιος, τολμᾶ νὰ συζητήσει μαζί Του καὶ νὰ Τοῦ θέσει ἐρωτήματα σχετικὰ μὲ τὴ δικαιοσύνη Του, στὰ ὁποῖα ὁ ἴδιος ἀδυνατεῖ νὰ ἀπαντήσει: Κύριε, Τοῦ λέγει, γιατί οἱ ἀσεβεῖς ἐπιτυγχάνουν στὶς ἐπιχειρήσεις καὶ στὰ σχέδιά τους; Γιατί εὐδοκιμοῦν καὶ εὐτυχοῦν ὅλοι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι παραβαίνουν συνεχῶς καὶ συστηματικῶς τὸν ἅγιο νόμο Σου; (Ἱερ. ιβ΄ [12] 1).
Ὥστε ὑπάρχουν τρικυμίες ποὺ δοκιμάζουν καὶ τὶς πιὸ ἰσχυρὲς ἄγκυρες! Ὑπάρχουν καὶ δίκαιοι ἄνθρωποι ποὺ σκοντάφτουν ὅταν βλέπουν αὐτὴ τὴν κοινωνικὴ ἀνισότητα. Ὅπως δὲ ὁμολογεῖ ὁ ψαλμωδός, κυριεύονται μάλιστα ἀπὸ ζήλεια ἕνεκα τῶν ἀνόμων, ἐπειδὴ βλέπουν τὴν εὐημερία καὶ τὴν εὐεξία τῶν ἁμαρτωλῶν. Διότι, ὅπως παρατηρεῖ, δὲν ἔχουν ἀγωνία, βάσανα καὶ κακοπάθεια κατὰ τὸν θάνατό τους, δὲν στεροῦνται στὴ ζωή τους, καὶ οἱ τυχὸν θλίψεις τους δὲν διαρκοῦν πολύ (Ψαλ. οβ΄ [72] 3-4). Ζήλεια καὶ πικρία κατὰ τοῦ Θεοῦ κυριεύουν τὴν ψυχὴ τοῦ εὐσεβοῦς βλέποντας ὅλα αὐτά, ποὺ τὸν κάνουν νὰ ἀδρανεῖ· νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πολύπονο ἀρετὴ καὶ νὰ προτιμήσει τὴν ἄπονο κακία. Βλέπει σωματικὴ ὑγεία, ὑλικὴ εὐημερία· δὲν βλέπει νὰ ἔχουν οἱ ἀσεβεῖς παρατεταμένη ἀγωνία, στέρηση καὶ βασανιστικὸ θάνατο!
Εἶναι πονηροί, ὁ θάνατός τους ὅμως δὲν εἶναι πονηρός, ἀλλὰ ἤρεμος. «Τὰ χέρια τους δὲν δέθηκαν, οὔτε σφίχτηκαν τὰ πόδια τους σὲ δεσμά» (Β΄ Βασ. γ΄ 34).
Ὅπως δὲ παρατηρεῖ ὁ Ἰώβ, οἱ ἀσεβεῖς πεθαίνουν εὐτυχεῖς, χωρὶς νὰ τοὺς λείπει τίποτε, ἐνῶ οἱ δίκαιοι πικραμένοι καὶ θλιμμένοι, χωρὶς νὰ ἀπολαύσουν τίποτε καλὸ καὶ ἀγαθό (Ἰὼβ κα΄ [21] 23-25). Ἐξάλλου γιὰ τοὺς ἀσεβεῖς ἀρρώστιες, χρηματικὲς ζημιὲς κ.τ.ὅ. εἶναι ἀσήμαντα καὶ ἀνεπαίσθητα. Καὶ ἂν κάποτε τοὺς συμβοῦν, περνοῦν γρήγορα. «Δὲν ταῖς τρῶν γερές», κατὰ τὴν παροιμία.
Βεβαίως δὲν πρέπει νὰ κρίνουμε τοὺς ἀνθρώπους οὔτε ἀπὸ τὸ πῶς πεθαίνουν οὔτε ἀπὸ τὴ διάθεση μὲ τὴν ὁποία φεύγουν ἀπὸ τὴ ζωή. Ἐξάλλου εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ ψαλμωδὸς καὶ γενικὰ οἱ δίκαιοι ἀποροῦν, θέλουν νὰ μάθουν γιὰ τὴν κατάσταση αὐτή, δὲν ἐγκαλοῦν ὅμως τὸν Θεό· δὲν Τὸν κατακρίνουν ὅτι ἀδικεῖ. Ὁ Δαβὶδ ὁμολογεῖ: Ἡ δικαιοσύνη Σου ὑψώνεται ἄσειστη καὶ ἀσάλευτη καὶ αἰώνια σὰν τὰ θεόκτιστα καὶ πανύψηλα ὄρη· τὰ σχέδια καὶ οἱ κρίσεις Σου, διὰ τῶν ὁποίων κυβερνᾶται ὁ κόσμος, εἶναι ἀνεξερεύνητα (Ψαλ. λε΄ [35] 7). Ὁ δὲ Ἰώβ, ἐνῶ ὑπέφερε τόσα πολλά, δὲν βλασφήμησε κατηγορώντας τὸν Θεὸ ὅτι ἐνήργησε μὲ ἀφροσύνη καὶ ἀπερισκεψία (Ἰὼβ α΄ 22). Καὶ ὁ Ἱερεμίας, γιὰ νὰ μὴ δώσει ἔστω καὶ ὑποψία σκανδαλισμοῦ σὲ κάποιον, ἀναφωνεῖ: «Δίκαιος εἶ (εἶσαι), Κύριε» (Ἱερ. ιβ΄ [12] 1). Δίκαια γίνονται ὅλα ἀπὸ Ἐσένα, Κύριε· δὲν γνωρίζουμε ὅμως πῶς ἐνεργεῖ ἡ ἀγαθότητά Σου. Καὶ βέβαια ποτὲ δὲν ἔμαθαν οὔτε οἱ προφῆτες, ἀλλ’ οὔτε καὶ ἐμεῖς θὰ μάθουμε στὴν παροῦσα ζωὴ πλήρως τὰ σχέδια τῆς θείας πανσοφίας καὶ προνοίας.
(*) Μ. Ἀθανασίου, Ἑρμηνεία εἰς Ψαλ. ρβ΄, PG 27, 328Β.
Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”
Ακολουθώντας τον Νυμφίο – Πορεία προς το Πάθος


Θεολόγου – Καθηγητού
Κυριακή των Βαΐων
ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ BAlΩN Ευλογημένος ο Ερχόμενος
Στα χρόνια των Διωγμών,ως Αγία Τράπεζα χρησιμοποιήθηκε ακόμη και το στήθος των Μαρτύρων
Η έγερσις του εν τάφω τετραημέρου, αγίου και δικαίου φίλου του Χριστού Λαζάρου
Η ΕΓΕΡΣΙΣ ΤΟΥ ΕΝ ΤΑΦΩ ΤΕΤΡΑΗΜΕΡΟΥ, ΑΓΙΟΥ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΥ ΦΙΛΟΥ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ
«Ο Λάζαρος ήταν Εβραίος κατά το γένος, Φαρισαίος κατά την αίρεση, και υιός, όπως έχει βρεθεί, του Φαρισαίου Σίμωνα, καταγώμενος από την κώμη της Βηθανίας. Ενώθηκε με δεσμά φιλίας με τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, ο Οποίος ήλθε στον κόσμο για τη σωτηρία μας. Επειδή λοιπόν ο Χριστός συνεχώς διαλεγόταν με τον Σίμωνα, διότι και αυτός πίστευε πολύ στην ανάσταση από τους νεκρούς, και πήγαινε στο σπίτι του, κατά φυσικό τρόπο ο Λάζαρος, όπως και οι δύο του αδελφές, η Μάρθα και η Μαρία, αγάπησαν γνήσια τον Κύριο. Καθώς πλησίαζε το σωτήριο Πάθος, επειδή έπρεπε να θεωρηθεί αξιόπιστο το μυστήριο της Αναστάσεως του Κυρίου, ο μεν Ιησούς έμενε πέραν του Ιορδάνου, αφού προηγουμένως είχε αναστήσει από τους νεκρούς την κόρη του Ιαείρου και τον υιό της Χήρας. Ο δε φίλος του Λάζαρος αρρώστησε βαριά και πέθανε.
Ο Ιησούς λοιπόν, ενώ δεν ήταν στη Βηθανία, λέγει στους μαθητές: Ο Λάζαρος κοιμήθηκε, και μετά από λίγο πάλι: Ο Λάζαρος, λέγει, πέθανε. Έρχεται λοιπόν στη Βηθανία, αφήνοντας τον Ιορδάνη, καθώς Του έστειλαν μήνυμα οι αδελφές του Λαζάρου. Απέχει δε η Βηθανία περίπου δεκαπέντε στάδια από τα Ιεροσόλυμα. Τον προϋπάντησαν οι αδελφές του Λαζάρου που του είπαν: Κύριε, αν ήσουν εδώ, δεν θα πέθαινε ο αδελφός μας. Αλλά και τώρα, αν θελήσεις, θα τον αναστήσεις, γιατί μπορείς. Ερωτά τον όχλο ο Ιησούς. Πού τον βάλατε; Και αμέσως όλοι πήγαν προς το μνήμα. Κι αφού σήκωσαν τον λίθο, η Μάρθα λέγει: Κύριε, μυρίζει πια, γιατί είναι τέσσερις ημέρες μέσα. Ο Ιησούς προσευχήθηκε και έκλαψε για τον Λάζαρο, οπότε με μεγάλη φωνή κραύγασε: Λάζαρε, έλα έξω. Κι αμέσως ο πεθαμένος βγήκε, κι αφού λύθηκε αναχώρησε για το σπίτι του. Αυτό το τεράστιο παράδοξο ξεσήκωσε τον φθόνο του Εβραϊκού λαού, που εξοργίστηκε κατά του Χριστού. Ο δε Ιησούς πάλι έφυγε γρήγορα. Οι δε αρχιερείς σκέφτηκαν και τον Λάζαρο να σκοτώσουν, διότι πολλοί βλέποντάς τον πίστευαν στον Χριστό. Ο Λάζαρος τότε που κατάλαβε τις σκέψεις τους διαφεύγει προς τη νήσο Κύπρο, όπου και έμενε, μέχρις ότου αργότερα αναδείχτηκε αρχιερέας της πόλης του Κυτίου από τους Αποστόλους. Κι αφού έζησε καλώς και θεοφιλώς, τριάντα χρόνια μετά από την ανάστασή του πέθανε και πάλι. Ετάφη εκεί και έκανε πολλά θαύματα. Συνέχεια
’Ώσπερ πελεκάν …

Κυριακή Ε΄ Νηστειών: Ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα..
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, παραλαμβάνει ὁ Ἰησοῦς τοὺς δώδεκα μαθητὰς αὐτοῦ ἤρξατο αὐτοῖς λέγειν τὰ μέλλοντα αὐτῷ συμβαίνειν, 33 ὅτι Ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδοθήσεται τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ γραμματεῦσι, καὶ κατακρινοῦσιν αὐτὸν θανάτῳ καὶ παραδώσουσιν αὐτὸν τοῖς ἔθνεσι, 34 καὶ ἐμπαίξουσιν αὐτῷ καὶ μαστιγώσουσιν αὐτὸν καὶ ἐμπτύσουσιν αὐτῷ καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτὸν, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται. 35 Καὶ προσπορεύονται αὐτῷ Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης υἱοὶ Ζεβεδαίου λέγοντες· Διδάσκαλε, θέλομεν ἵνα ὃ ἐὰν αἰτήσωμεν ποιήσῃς ἡμῖν. 36 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Τί θέλετε ποιῆσαί με ὑμῖν; 37 οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· Δὸς ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου. 38 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε. δύνασθε πιεῖν τὸ ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθῆναι; 39 οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· Δυνάμεθα. ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Τὸ μὲν ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω πίεσθε, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε· 40 τὸ δὲ καθίσαι ἐκ δεξιῶν μου καὶ ἐξ εὐωνύμων οὐκ ἔστιν ἐμὸν δοῦναι, ἀλλ’ οἷς ἡτοίμασται. 41 καὶ ἀκούσαντες οἱ δέκα ἤρξαντο ἀγανακτεῖν περὶ Ἰακώβου καὶ Ἰωάννου. 42 ὁ δὲ Ἰησοῦς προσκαλεσάμενος αὐτοὺς λέγει αὐτοῖς· Οἴδατε ὅτι οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι αὐτῶν κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν. 43 οὐχ οὕτω δὲ ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ’ ὃς ἐὰν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος, 44 καὶ ὃς ἐὰν θέλῃ ὑμῶν γενέσθαι πρῶτος, ἔσται πάντων δοῦλος· 45 καὶ γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν.
Ας μην επιδιώκουμε αδελφοί μου, λοιπόν, την δόξα του κόσμου τούτου, πού ως καπνός διαλύεται και χάνεται, αλλά αφού καθαρίσουμε την ψυχή μας από τις αμαρτίες, ας επιζητούμε την αληθινή δόξα, την δόξα του Θεού Πατρός, «παρά του Οποίου πάσα δόσις αγαθή και πάν δώρημα τέλειον». Αμήν.
Η Θεολογία του Τέμπλου
