Ἡ πνευματικὴ θύελλα τῆς Πανθρησκείας


Δὲν ὑπάρχει καλλίτερο παράδειγμα γιὰ νὰ ἀποδώσει τὴν πνευματικὴ κατάσταση τοῦ σημερινοῦ κόσμου ἀπὸ τὴν παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου. Ὁ κόσμος ἔφυγε ἀπὸ τὸ πατρικό του σπίτι, ποὺ εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, καὶ ζεῖ ἁμαρτωλὰ καὶ πλανεμένα μὲ θεὸ τὴ σάρκα καὶ τὸ χρῆμα. Ἐνάρετοι ἄνθρωποι χαρακτηρίζουν τὶς ἡμέρες ὡς «ἡμέρες Νῶε», διότι τότε, ὅπως καὶ σήμερα, σκεφτόντουσαν οἱ ἄνθρωποι μόνο τὰ γήινα καὶ τὰ σαρκικά.
Σήμερα ὁ κατακλυσμὸς τῆς ἁμαρτίας παρασέρνει πολὺ κόσμο. Ἡ ἁμαρτία, ἡ πλάνη καὶ ἡ κοσμικότητα πλημμυρίζουν τὰ πάντα: δουλειά, σπίτι, σχολεῖο, στρατό, ψυχαγωγία, ἐνημέρωση. Τρία εἶναι τὰ μεγάλα παράθυρα, ἀπὸ τὰ ὁποία εἰσέρχεται τὸ σκοτάδι, ὁ βοῦρκος καὶ ἡ ἁμαρτία: ἡ Τηλεόραση, τὸ Διαδίκτυο καὶ τὸ φορητὸ τηλέφωνο. Ἂς μὴ κοροϊδευόμαστε, παρὰ τὴν χρησιμότητά τους, ἡ πνευματικὴ ζημιὰ ποὺ κάνουν εἶναι ἀσύγκριτα μεγαλύτερη.
Ὅσο πᾶμε, τὰ πράγματα γίνονται καὶ πιὸ ἐπικίνδυνα. Οἱ μορφὲς τοῦ κακοῦ πληθαίνουν καὶ γίνονται πολλὲς φορὲς δυσδιάκριτες, διαφορετικὲς κάθε φορά. Ἄλλες εἶναι φανερές, ἄλλες πονηρὰ συγκαλυμμένες καὶ παραπλανητικές. Οἱ τελευταῖες εἶναι καὶ οἱ πιὸ ἐπικίνδυνες, διότι κάνουν τὸ μαῦρο ἄσπρο, τὸ ψέμα ἀλήθεια καὶ τὸ κακὸ καλό. Ὁ Χριστὸς μᾶς προειδοποίησε: «βλέπετε μὴ τὶς ὑμᾶς πλανήση».
Στὸν καιρό μας, πιὸ μεγάλο συγκαλυμμένο ψέμα ἀπὸ τὴν Πανθρησκεία δὲν ὑπάρχει. Τρώει ὕπουλα τὶς σάρκες τῆς μόνης ἀλήθειας, τοῦ ὀρθόδοξου χριστιανισμοῦ.
Πανθρησκεία δὲν εἶναι νὰ ἑνωθοῦν ὅλες οἱ θρησκεῖες σὲ μία. Αὐτὸ δὲν γίνεται εὔκολα ἀποδεκτό. Εἶναι κάτι πολὺ πιὸ πονηρό: Ὅλες θρησκεῖες σώζουν, ὅλες ἔχουν τὴν ἀλήθεια, καμία δὲν εἶναι ἡ ἀποκλειστικὴ ὁδὸς σωτηρίας. Σὲ ὅποια καὶ ἂν πιστεύεις, ἡ ὁδός της θὰ σὲ σώσει. Ἂν αὐτὸ ἦταν ἀλήθεια καὶ ὅλες οἱ θρησκεῖες σώζουν, ποιὸς ὁ λόγος νὰ σαρκωθεῖ ὁ Κύριός μας, νὰ προσλάβει τὸ φύραμά μας, νὰ σταυρωθεῖ ἑκουσίως καὶ μὲ τὸ αἷμα Του νά παράσχει στόν πετωκότα ἄνθρωπο δυνατότητα σωτηρίας; Ἡ Πανθρησκεία ἀκυρώνει τὸ Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ. Διαψεύδει τὸ Εὐαγγέλιο.
Καὶ δικαιολογοῦν τὴν προώθηση τῆς Πανθρησκείας, ἀκόμη καὶ χριστιανοί, βασιζόμενοι (ἐπιφανειακὰ καὶ ψεύτικα) στὸν λόγο τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος λέγει ὅτι στὸ τέλος τῆς Ἱστορίας μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς μέχρι τώρα ὑπάρχοντες Χριστιανούς, θὰ πιστέψουν καὶ ὅλα τὰ ἄλλα ἔθνη καὶ θὰ γίνει «μία ποίμνη, ἕνας ποιμένας», δηλ. ὁ Χριστός.
Ἡ Πανθρησκεία ὅμως δὲν λέγει ὅτι οἱ ἄνθρωποι πρέπει νὰ πιστέψουν στὸ Χριστό. Λέγει ὅτι ὁ καθένας θὰ πιστεύει ὅπου θέλει καὶ ὅλοι οἱ δρόμοι, δήλ. ὅλες οἱ θρησκεῖες καὶ ὅλοι οἱ θρησκευτικοὶ ἀρχηγοί, θὰ ὁδηγοῦν στὸν Παράδεισο πιασμένοι χέρι-χέρι. Συνέχεια

Ἀπάντηση στὸ πρόβλημα: «Γιατί εὐτυχοῦν οἱ ἀσεβεῖς;»

Ὁ 72ος ψαλμὸς διαιρεῖται σὲ δύο μέρη: α) Στοὺς στίχους 1-14 ὁ ψαλμωδὸς ἐξομολογεῖται πῶς σκανδαλίσθηκε παρακολουθώντας τὴν εὐδαιμονία τῶν ἁμαρτωλῶν. Διατυπώνει τοὺς προβληματισμούς του καὶ ὁμολογεῖ ὅτι λίγο ἔλειψε νὰ ἐλεεινολογήσει τὸν ἑαυτό του γιὰ τοὺς μόχθους καὶ τοὺς ἀγῶνες ποὺ κατέβαλε γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῆς κατὰ Θεὸν ἀρετῆς. β) Στοὺς στίχους 15-28 διηγεῖται πῶς εἰσῆλθε στὸ Ναὸ καὶ στὸ ἁγιαστήριο τοῦ Θεοῦ, πῶς ἐκεῖ μέσα φωτίστηκε καὶ πῶς εἶδε τὴ ραγδαία ἀνατροπὴ τῆς εὐτυχίας τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ τὴν πατρικὴ παρουσία καὶ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία προσφέρεται στοὺς εὐσεβεῖς.

Ὁ ψαλμωδὸς ἀρχίζει τὸν Ψαλμὸ ἀπότομα. Αἰσθάνεται σὰν νὰ βράζει μέσα του ἡ ἀπορία: Γιατί νὰ εὐτυχοῦν οἱ ἀσεβεῖς; Γιατί; Καὶ ἐνῶ βράζει μέσα του, πρὸς στιγμὴν δαμάζει τὰ συναισθήματά του καὶ ἀναφωνεῖ: Πόσο ἀγαθὸς εἶναι ὁ Θεὸς στοὺς Ἰσραηλίτες καὶ μάλιστα σ’ ὅσους ἀπ’ αὐτοὺς ἔχουν ἄκακη, εἰλικρινή, ἁπλὴ καὶ καθαρὴ καρδιά! (στίχ. 1). Εἶναι σὰν νὰ μᾶς λέει: Μὴν ταραχθεῖτε γιὰ ὅσα πρόκειται νὰ πῶ. Περιμένετε τὸ συμπέρασμα, ἢ ἂν θέλετε, νά τὸ συμπέρασμα: Ὅ,τι κι ἂν πεῖτε, ὁ Θεὸς εἶναι ἀγαθὸς γιὰ τοὺς ἀγαθούς.

Ὁ δίκαιος Ἰὼβ σὲ παρόμοιο προβληματισμὸ προβάλλει τὴν παγγνωσία τοῦ Θεοῦ (βλ. Ἰὼβ κδ΄ [24] 1). Ὁ προφήτης Ἱερεμίας προβάλλει τὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, λέγοντας· ὁμολογῶ καὶ διακηρύσσω ὅτι δίκαιος εἶσαι, Κύριε, γι’ αὐτὸ καὶ τολμῶ νὰ συζητήσω μαζί Σου (Ἱερ. ιβ΄ [12] 1). Ὁ δὲ προφήτης Ἀμβακοὺμ προβάλλει τὴν καθαρότητα τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ Κυρίου· Κύριε, λέγει, γνωρίζω ὅτι ὁ ὀφθαλμός Σου εἶναι πεντακάθαρος καὶ δὲν μπορεῖ οὔτε ἀνέχεται νὰ βλέπει πονηρὰ ἔργα, οὔτε δέχεται νὰ βλέπει τὶς κακουργίες ποὺ προξενοῦν οἱ κακοὶ καὶ πονηροὶ στοὺς εἰλικρινεῖς, τοὺς ἁπλοὺς καὶ ἀδύναμους (Ἀμβ. α΄ 13).

Ὥστε οἱ ἀγαθὲς περὶ Θεοῦ σκέψεις μᾶς ἀσφαλίζουν κατὰ τῶν πειρασμῶν, τοὺς ὁποίους μᾶς δημιουργεῖ ὁ ἐχθρὸς τῆς ψυχῆς μας λόγῳ τοῦ ποικίλου κακοῦ ποὺ ὑπάρχει στὸν κόσμο. Ἐφόσον ὁ Θεὸς εἶ­­ναι ἀγαθός, εἶναι πολὺ ­περισσότερο ἀ­­­γαθὸς στοὺς εὐθεῖς, τοὺς καθαροὺς καὶ θεοσεβεῖς καὶ ὄχι σὲ ὅσους «φαυλότατα ἁμαρτάνουσιν», σὲ ὅσους ἁμαρτάνουν ἀ­­­­σεβέστατα(*). Αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ τὸ λησμονοῦμε ποτέ, ὁτιδήποτε καὶ ἂν μᾶς συμβεῖ στὴ ζωή.

Ὁ ψαλμωδὸς ὅμως παρόλο ποὺ ἦταν θεοσεβής, ὁμολογεῖ: Σ’ ἐμένα ὅμως κλονίσθηκαν ἀπὸ τὴν ἀμφιβολία οἱ πεποιθήσεις καὶ οἱ ὑγιεῖς λογισμοί μου, οἱ ὁποῖοι σὰν ἄλλα πόδια ὑποστηρίζουν τὴν εὐσέβεια τῆς ψυχῆς μου· παρ’ ὀλίγο νὰ σεισθοῦν τὰ βήματά μου στὴν πορεία τῆς ζωῆς καὶ νὰ ξεγλιστρήσω ἀπὸ τὸν δρόμο τοῦ Κυρίου καὶ ἀπὸ τὴν πίστη μου στὴν ἀγαθὴ πρόνοιά Του (Ψαλ. οβ΄ [72] 2).

Κινδύνευσε, λοιπόν, καὶ ὁ ἴδιος νὰ λησμονήσει τὴν ἀλήθεια ποὺ ­διατύπωσε στὴν ἀρχὴ τοῦ Ψαλμοῦ καὶ νὰ ­κλονισθεῖ στὶς πεποιθήσεις του. Καὶ ὁ ­δίκαιος Ἰὼβ εἶχε κλονισθεῖ βλέποντας τὴν ­εὐημερία τῶν ἁμαρτωλῶν, γι’ αὐτὸ καὶ ­ἀναρωτιόταν: «Διατί ἀσεβεῖς ζῶσι; πεπαλαίωνται δὲ ἐν πλούτῳ;» (Ἰὼβ κα΄ [21] 7)· γιατί οἱ ἀσεβεῖς ζοῦν καὶ φθάνουν σὲ πολὺ βαθιὰ γηρατειὰ καὶ περνοῦν τὴ ζωή τους μέσα στὰ πλούτη; Γιατί οἱ ἀσεβεῖς μακροημερεύουν, φθάνουν τὰ 100 ἔτη, κατὰ τὸν Ἡσαΐα (Ἡσ. ξε΄ [65] 20), καὶ ἀπολαμβάνουν τὴ ζωὴ καὶ τὰ ἀγαθά τους; Ἀλλὰ καὶ ὁ προφήτης Ἱερεμίας, ἐνῶ ὁμολογεῖ καὶ διακηρύσσει ὅτι ὁ Κύριος εἶναι δίκαιος, τολμᾶ νὰ συζητήσει μαζί Του καὶ νὰ Τοῦ θέσει ἐρωτήματα σχετικὰ μὲ τὴ δικαιοσύνη Του, στὰ ὁποῖα ὁ ἴδιος ἀδυνατεῖ νὰ ἀπαντήσει: Κύριε, Τοῦ λέγει, γιατί οἱ ἀσεβεῖς ἐπιτυγχάνουν στὶς ἐπιχειρήσεις καὶ στὰ σχέδιά τους; Γιατί εὐδοκιμοῦν καὶ εὐτυχοῦν ὅλοι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι παραβαίνουν συνεχῶς καὶ συστηματικῶς τὸν ἅγιο νόμο Σου; (Ἱερ. ιβ΄ [12] 1).

Ὥστε ὑπάρχουν τρικυμίες ποὺ δοκιμάζουν καὶ τὶς πιὸ ἰσχυρὲς ἄγκυρες! Ὑπάρχουν καὶ δίκαιοι ἄνθρωποι ποὺ σκοντάφτουν ὅταν βλέπουν αὐτὴ τὴν κοινωνικὴ ἀνισότητα. Ὅπως δὲ ὁμολογεῖ ὁ ψαλμωδός, κυριεύονται μάλιστα ἀπὸ ζήλεια ἕνεκα τῶν ἀνόμων, ἐπειδὴ βλέπουν τὴν εὐημερία καὶ τὴν εὐεξία τῶν ἁμαρτωλῶν. Διότι, ὅπως παρατηρεῖ, δὲν ἔχουν ἀγωνία, βάσανα καὶ κακοπάθεια κατὰ τὸν θάνατό τους, δὲν στεροῦνται στὴ ζωή τους, καὶ οἱ τυχὸν θλίψεις τους δὲν διαρκοῦν πολύ (Ψαλ. οβ΄ [72] 3-4). Ζήλεια καὶ πικρία κατὰ τοῦ Θεοῦ κυριεύουν τὴν ψυχὴ τοῦ εὐσεβοῦς βλέποντας ὅλα αὐτά, ποὺ τὸν κάνουν νὰ ἀδρανεῖ· νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πολύπονο ἀρετὴ καὶ νὰ προτιμήσει τὴν ἄπονο κακία. Βλέπει σωματικὴ ὑγεία, ὑλικὴ εὐημερία· δὲν βλέπει νὰ ἔχουν οἱ ἀσεβεῖς παρατεταμένη ἀγωνία, στέρηση καὶ βασανιστικὸ θάνατο!

Εἶναι πονηροί, ὁ θάνατός τους ὅμως δὲν εἶναι πονηρός, ἀλλὰ ἤρεμος. «Τὰ χέρια τους δὲν δέθηκαν, οὔτε σφίχτηκαν τὰ πόδια τους σὲ δεσμά» (Β΄ Βασ. γ΄ 34).

Ὅπως δὲ παρατηρεῖ ὁ Ἰώβ, οἱ ἀσεβεῖς πεθαίνουν εὐτυχεῖς, χωρὶς νὰ τοὺς λείπει τίποτε, ἐνῶ οἱ δίκαιοι πικραμένοι καὶ θλιμμένοι, χωρὶς νὰ ἀπολαύσουν τίποτε καλὸ καὶ ἀγαθό (Ἰὼβ κα΄ [21] 23-25). ­Ἐξάλλου γιὰ τοὺς ἀσεβεῖς ἀρρώστιες, χρηματικὲς ζημιὲς κ.τ.ὅ. εἶναι ἀσήμαντα καὶ ἀνεπαίσθητα. Καὶ ἂν κάποτε τοὺς συμβοῦν, περνοῦν γρήγορα. «Δὲν ταῖς τρῶν ­γερές», κα­τὰ τὴν παροιμία.

Βεβαίως δὲν πρέπει νὰ κρίνουμε τοὺς ἀνθρώπους οὔτε ἀπὸ τὸ πῶς πεθαίνουν οὔτε ἀπὸ τὴ διάθεση μὲ τὴν ὁποία φεύγουν ἀπὸ τὴ ζωή. Ἐξάλλου εἶναι χαρακτη­ριστικὸ ὅτι ὁ ψαλμωδὸς καὶ γενικὰ οἱ δίκαιοι ἀποροῦν, θέλουν νὰ μάθουν γιὰ τὴν κατάσταση αὐτή, δὲν ἐγκαλοῦν ὅ­­­μως τὸν Θεό· δὲν Τὸν κατακρίνουν ὅτι ἀδικεῖ. Ὁ Δαβὶδ ὁμολογεῖ: Ἡ ­δικαιοσύνη Σου ὑψώνεται ἄσειστη καὶ ἀσάλευτη καὶ αἰώνια σὰν τὰ θεόκτιστα καὶ πανύψηλα ὄρη· τὰ σχέδια καὶ οἱ κρίσεις Σου, διὰ τῶν ὁποίων κυβερνᾶται ὁ κόσμος, εἶναι ἀνε­ξερεύνητα (Ψαλ. λε΄ [35] 7). Ὁ δὲ Ἰώβ, ἐνῶ ὑπέφερε τόσα πολλά, δὲν βλασφήμησε κατηγορώντας τὸν Θεὸ ὅτι ἐνήργησε μὲ ἀφροσύνη καὶ ἀπερισκεψία (Ἰὼβ α΄ 22). Καὶ ὁ Ἱερεμίας, γιὰ νὰ μὴ δώσει ἔστω καὶ ὑποψία σκανδαλισμοῦ σὲ κάποιον, ἀναφωνεῖ: «Δίκαιος εἶ (εἶσαι), Κύριε» (Ἱερ. ιβ΄ [12] 1). Δίκαια γίνονται ὅλα ἀπὸ Ἐσένα, Κύριε· δὲν γνωρίζουμε ὅμως πῶς ἐνεργεῖ ἡ ἀγαθότητά Σου. Καὶ βέβαια ποτὲ δὲν ἔ­­μαθαν οὔτε οἱ προφῆτες, ἀλλ’ οὔτε καὶ ἐμεῖς θὰ μάθουμε στὴν παροῦσα ζωὴ πλήρως τὰ σχέδια τῆς θείας πανσοφίας καὶ προνοίας.

(*) Μ. Ἀθανασίου, Ἑρμηνεία εἰς Ψαλ. ρβ΄, PG 27, 328Β.

Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”

Ακολουθώντας τον Νυμφίο – Πορεία προς το Πάθος

Ιδού ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός και μακάριος ο δούλος ον ευρήσει γρηγορούντα, ανάξιος δε πάλιν, ον ευρήσει ραθυμούντα. Βλέπε ουν ψυχή μου, μη τω ύπνω κατενεχθής, ίνα μη τω θανάτω παραδοθείς και της βασιλείας έξω κλεισθής. Αλλά ανάνηψον κράζουσα, Άγιος, Άγιος, Αγιος ει ο Θεός ημών. Δια της Θεοτόκου ελέησον ημάς”.
Από σήμερα εισερχόμαστε στην Αγία και Μεγάλη Εβδομάδα στην ιερότερη εορτολογική περίοδο του έτους. Ονομάστηκε δε έτσι, όπως τονίζει ο ιερός Χρυσόστομος, όχι για τη χρονική διάρκεια των ημερών της, αλλά εξαιτίας των μεγάλων σωτηριολογικών γεγονότων που έλαβαν χώρα κατ’ αυτήν για τη σωτηρία του πεσόντος ανθρώπου.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας καθιέρωσαν την Αγία και Μεγάλη Εβδομάδα των Παθών του Κυρίου και Θεού μας Ιησού Χριστού ως σπουδαιότατο σταθμό πλουσίου πνευματικού ανεφοδιασμού των ψυχών των πιστών. Τα Άγια και Σεπτά Πάθη του Χριστού μας ελάχιστες ψυχές ανθρώπων αφήνουν ασυγκίνητες. Μόνο οι πωρωμένες από την αμαρτία και το κακό ψυχές παραμένουν απαθείς τις άγιες αυτές ημέρες. Το μεγάλο πλήθος των ανθρώπων, οι οποίοι μάλλον θα μπορούσε κάποιος να τους χαρακτηρίσει αδιάφορους, αυτές τις άγιες ημέρες κατακλύζει τους ναούς με τη “Σύνοψη” στο χέρι για να σιγοψάλλει μαζί με τους ψάλτες τους ύμνους των ιερών ακολουθιών.
Πρέπει να επισημάνουμε σε αυτούς που δεν γνωρίζουν την εκκλησιαστική τάξη, πως η Εκκλησία μας έχει καθιερώσει τη Μ. Εβδομάδα να ψάλλεται ο Όρθρος της ημέρας το προηγούμενο βράδυ, π.χ. ο Όρθρος της Μ. Δευτέρας ψάλλεται το βράδυ της Κυριακής, ο Όρθρος της Μ. Τρίτης το βράδυ της Μ. Δευτέρας κ.ο.κ. Αυτό γίνεται για να μπορούν οι εργαζόμενοι πιστοί να παρακολουθούν τις ιερές ακολουθίες.
Αποφασίσαμε να δημοσιεύουμε κάθε μέρα της Μ. Εβδομάδος ένα άρθρο που σκοπό θα έχει να εισάγει τους ακροατές στο σωτηριολογικό νόημα των αγίων ημερών. Τη σειρά αυτή την ονομάσαμε “Πορεία προς το Θείο Πάθος”,επειδή και η δομή της Μεγάλης Εβδομάδος είναι ακριβώς η αναπαράσταση της τελευταίας εβδομάδος της επί γης παρουσίας του Χριστού μας και κάθε ημέρα “μνείαν ποιούμεθα”, όπως αναφέρει το ιερό συναξάρι, κάποιου από εκείνα τα σωτήρια γεγονότα. Τη Μεγάλη Δευτέρα τιμάμε μια μεγάλη προσωπικότητα της Π.Δ. τον Ιωσήφ τον Πάγκαλο, ο οποίος είναι ο ίδιος, με τα άδικα παθήματά του, τύπος του Χριστού και επίσης ενθυμούμαστε το γεγονός της “ξηρανθείσης συκής” από τον Κύριο. Τη Μεγάλη Τρίτη ενθυμούμαστε την παραβολή των Δέκα Παρθένων που έχει υψίστη σημασία για τη σωτηρία μας. Την Μ. Τετάρτη τιμάμε τη μετάνοια της αμαρτωλής γυναικός, η οποία άλειψε με μύρο από ευγνωμοσύνη τα πόδια του Κυρίου, λίγο πριν το Πάθος Του. Τη Μ. Πέμπτη εορτάζουμε τα σωτήρια γεγονότα που συνέβηκαν κατά τη διάρκεια του Μυστικού Δείπνου, τον ιερό Νιπτήρα, την παράδοση της Θείας Ευχαριστίας, την Αρχιερατική Προσευχή του Κυρίου και την Προδοσία του Ιούδα. Την Μ. Παρασκευή προσκυνούμε τα άγια και σωτήρια και φρικτά Πάθη του Κυρίου μας και το Μ. Σάββατο τιμάμε τη θεόσωμο Ταφή του Κυρίου μας και την εις Άδου Κάθοδόν Του.
Οι άγιοι Πατέρες στόλισαν τη Μ. Εβδομάδα με υμνολογικό περιεχόμενο υψίστης ποιητικής και μουσικής αξίας. Η υμνολογία της Μ. Εβδομάδος αποτελεί το απόγειο της παγκοσμίου ποιήσεως. Ποια ανθρώπινη καρδιά δεν μένει ασυγκίνητη στο άκουσμα του “Ιδού ο Νημφίος έρχεται”, η του “Σήμερον Κρεμάται επί ξύλου”, ή του “Εξέδυσάν με τα ιματιά μου” ή του “Η Ζωή εν τάφω”;
Σήμερα θα σχολιάσουμε το νόημα της Μεγάλης Δευτέρας. Όπως προαναφέραμε, την πρώτη ημέρα της Μεγάλης Εβδομάδος τιμάμε τον Ιωσήφ τον Πάγκαλο, το γιο του Ιακώβ, τον οποίο πούλησαν, εξαιτίας μεγάλου φθόνου, τα αδέλφια του ως δούλο στην Αίγυπτο. Η πολύπαθη ιστορία του μας είναι λίγο πολύ γνωστή. Η φιλήδονη γυναίκα του Πεντεφρή, αυλικού του Φαραώ, αφού δεν μπόρεσε να τον παρασύρει στην!αμαρτία της μοιχείας, τον συκοφάντησε και τον έριξαν στη φυλακή. Μετά την εξήγηση των περιέργων ονείρων του Φαραώ κατέστη αντιβασιλέας της μεγάλης χώρας της Αιγύπτου. Συνάντησε τους αδελφούς του, τους οποίους όχι μόνο δεν τα τιμώρησε, αλλά τους ευεργέτησε και τους εγκατέστησε στο πιο έφορο μέρος της Αιγύπτου, προκειμένου να ζήσουν ευτυχισμένοι. Τη Μεγάλη Δευτέρα προβάλλεται η υπέροχη μορφή του Παγκάλου Ιωσήφ, γιατί αυτός σύμφωνα με τους Πατέρες της Εκκλησίας μας, αποτελεί προτύπωση και εικόνα του Χριστού. Όπως ο Κύριος υπέφερε άδικα εξαιτίας της ανθρώπινης κακίας, το ίδιο και εκείνος υπέφερε εξαιτίας της κακίας των αδελφών του και έδειξε όπως και ο Χριστός απέραντη ανεξικακία. Επίσης την ημέρα αυτή κάνουμε ανάμνηση του διδακτικού γεγονότος της ξηρανθείσης συκής από τον Κύριο πο συνέβηκε σύμφωνα με τα ιερά Ευαγγέλια την επομένη ημέρα της θριαμβευτικής Του εισόδου στην Ιερουσαλήμ. Μη βρίσκοντας καρπό στο δένδρο το καταράστηκε και αυτό αμέσως ξεράθηκε, θέλοντας να μας διδάξει με τον τρόπο αυτό, πως και εμείς αν δεν παράγουμε πνευματικούς καρπούς, μας περιμένει ο αιώνιος θάνατος! Επίσης η άκαρπος συκή συμβολίζει και την ιουδαϊκή Συναγωγή, και γενικότερα την ιουδαϊκή θρησκεία, η οποία δεν είχε πλέον να παρουσιάσει καμιά πνευματική υπηρεσία στο λαό, μάλλον αρνητικές υπηρεσίες προσέφερε και γι’ αυτό στηλιτεύτηκε έντονα από τον Κύριο. Οι άγιοι Πατέρες όρισαν να κάνουμε μνεία την Μ. Δευτέρα αφ’ ενός μεν του δικαίου Ιωσήφ και αφ’ ετέρου του γεγονότος της ξηρανθείσης συκής για να μιμηθούμε και εμείς τον Πάγκαλο Ιωσήφ στην αρετή και να αποφύγουμε την άκαρπη συκή και να στολισθούμε με αρετές και πνευματικούς καρπούς, προκειμένου να ακολουθήσουμε τον Κύριο στο σωτήριο Πάθος Του.
Υπέροχη είναι πραγματικά η υμνολογία της Μ. Δευτέρας, η οποία έχει ως στόχο να εισαγάγει τους πιστούς στο κατανυκτικό και πένθιμο κλίμα της εβδομάδος των Παθών του Κυρίου. Η ακολουθία του Όρθρου αρχίζει με το υπέροχο και πασίγνωστο τροπάριο “Ιδού ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός…”. Ακολουθούν τα καθίσματα “Τα πάθη τα σεπτά…” , “Αόρατε κριτά…” και “Των παθών του Κυρίου τας απαρχάς…” εισαγωγικά του Θείου Πάθους. Μετά την ανάγνωση του ιερού Ευαγγελίου ψάλλεται ο περίφημος κανόνας “Τω την άβατον κυμαινομένην θάλασσαν…” ποίημα του αγίου Κοσμά του Μελωδού. Παρεμβάλλεται το γνωστό κοντάκιο “Ο Ιακώβ ωδύρετο του Ιωσήφ την στέρησιν…”. Ακολουθεί το κατανυκτικότατο εξαποστειλάριο “Τον νυμφώνα σου βλέπω Σωτήρ μου κεκοσμημένον…”. Στους Αίνους ψάλλονται τα περίφημα τροπάρια, επίσης ποιήματα του αγίου Κοσμά, “Ερχόμενος ο Κύριος προς το εκούσιον πάθος…”, “Φθάσαντες, πιστοί, το σωτήριον πάθος Χριστού του Θεού…”. Στα υπέροχα τροπάρια των αποστίχων, ποιήματα και αυτά του αγίου Κοσμά, γίνεται μνεία του επεισοδίου με τους υιούς Ζεβεδαίου, οι οποίοι ζητούσαν πρωτοκαθεδρία στη βασιλεία του Χριστού. “Κύριε προς το μυστήριον το απόρρητον της σης οικονομίας…”, “Κύριε, τα τελεώτατα φρονείν τους οικείους παιδεύων μαθητάς, μη ομοιούσθε τοις έθνεσιν έλεγες…” και το δοξαστικό “Δευτέραν Εύαν την Αιγυπτίαν ευρών ο δράκων δια ρημάτων, έσπευδε κολακίαις υποσκελίσαι τον Ιωσήφ…”, αναφέρεται στο γεγονός του πάθους του Παγκάλου Ιωσήφ.
Είναι ανάγκη αγαπητοί φίλοι και φίλες αυτές τις ημέρες να διορθώσουμε την πορεία της ζωής μας, να στραφούμε στο δρόμο του Χριστού και να ακολουθήσουμε τα βήματά Του προς το Πάθος. Στην αντίθετη περίπτωση θα παραμείνουμε για μια ακόμα φορά αμέτοχοι των δωρεών που απορρέουν από τα εκούσια Παθήματα και τη Σταυρική Θυσία του Λυτρωτή μας Ιησού Χριστού. Ο ιερός υμνογράφος της Μ. Δευτέρας μας καλεί επιτακτικά “Δεύτε ουν και ημείς κεκαθαρμέναις διανίαις συμπορευθώμεν αυτώ και συσταυρωθώμεν και νεκρωθώμεν δι’ αυτόν ταις του βίου ηδοναίς, ίνα και συζήσωμεν αυτώ”. Και “Τη αυτού ευσπλαχνία συνεγείρη και ημάς νεκρωθέντας τη αμαρτία”.
ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ
Θεολόγου – Καθηγητού

Κυριακή των Βαΐων


«Πρό ἕξ ἡμερῶν τοῦ Πάσχα» ὁ Ἰησοῦς ἀποθεώνεται στά Ἰεροσόλυμα. Εἰσέρχεται ὡς Βασιλεύς ἔστω καί «ἐπί πῶλον ὄνου». Μετά ταῦτα ὅμως, σέ λίγες ἡμέρες, ἀμέσως, ἀκολουθοῦν ἡ σύλληψις, τά φρικτά πάθη, ὁ σταυρός. Ὅμως καί αὐτή τήν ὥρα τῆς θριαμβευτικῆς εἰσόδου τοῦ Ἰησοῦ στά Ἰεροσόλυμα εἶναι παρών ὁ Σταυρός, τό μαρτύριο, ἡ ἀγωνία τῆς Γεθσημανῆ. Καί θά μποροῦσε κανείς νά πεῖ ὅτι ἡ ἔνδοξος εἴσοδος τοῦ Ἰησοῦ στήν Ἁγία Πόλη, εἶναι ἡ εἴσοδος τοῦ μαρτυρίου στήν ἐπίγεια ζωή τοῦ Κυρίου καί κατ’ ἐπέκταση καί στήν ζωή τοῦ κόσμου, στή ζωή ὅλων μας.
Μαρτύριο, λοιπόν, διαμηνύει, καί μαρτύριο κηρύττει ἡ Κυριακή τῶν Βαΐων κάθε χρόνο. Μαρτύριο ὅμως χριστιανικό πού ὑπόσχεται αἰώνια ζωή καί Ἀνάσταση.
Στήν Βαϊφόρο εἰκόνα πού προσκυνοῦμε σήμερα, βλέπουμε τόν Χριστό νά εἰκονίζεται ἐπάνω στόν «υἱόν ὑποζυγίου» καί νά πορεύεται ἐπάνω στά Βάϊα τῶν κλάδων καί στά λουλούδια. Κάτω ὅμως ἀπό τίς δάφνες αὐτές καί τά ἄνθη καί τούς ἐνθουσιώδεις ἀλαλαγμούς τοῦ πλήθους ὑπάρχει ἕνα πικρό ποτήρι, ἄγνωστο στόν ἀνώνυμο ὄχλο. Εἶναι τό ποτήρι τῆς χαρμολύπης. Εἶναι συγχρόνως ἡ μαρτυρία τῆς καταιγίδος καί τῆς ἀνοίξεως, τῆς γλυκύτητος καί τοῦ πόνου.
Ἡ σημερινή δόξα καί ἀποθέωση τοῦ Ἰησοῦ ἀπό τόν ὄχλο ἦταν φευγαλέα καί πρόσκαιρη, γιατί τήν ἀκολούθησε ἡ καταδίκη καί ὁ θάνατος, πάλι ἀπό τόν ἴδιο ὄχλο. Καί μάλιστα θάνατος «ἐπί σταυροῦ». Γι’ αὐτό καί ὁ Κύριος δέν δίνει σημασία στά Ὡσαννά, ἀλλά συνεχίζει τήν πορεία του εἰς Ἰερουσαλήμ. Γιατί ὁ Χριστός πίσω ἀπό αὐτά βλέπει τήν ἀλήθεια, βλέπει τόν Σταυρό καί τήν Ἀνάσταση ὡς πραγματικότητα γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους πού ἀγωνίζεται νά ζήσει ἀληθινά καί νά ἀνταποκριθεῖ στήν κλήση του.
Γι’ αὐτό σήμερα, ὅταν προσκυνοῦμε τόν δοξασμένο Ἰησοῦ, δοξασμένο ἔστω καί κατά τήν κρίσι «τοῦ κόσμου τούτου», ψάλλουμε τό περίφημο τροπάριο τῆς σοφίας, τοῦ βιώματος καί τῆς θεοπνεύστου συλλήψεως τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας: «Σήμερον ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἡμᾶς συνήγαγε, καί πάντες αἵροντες τόν Σταυρόν Σου, Κύριε, λέγομεν: Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου».
Καί ἀμέσως ἡ καρδιά καί τό βλέμμα μας βυθίζεται πέρα καί πίσω ἀπό τό σκοτάδι τοῦ Γολγοθᾶ, στό φῶς καί τήν δόξα τῆς Ἀναστάσεως.
 π. Α.Χ.
αποστολική διακονία

ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ BAlΩN Ευλογημένος ο Ερχόμενος

…Ο Ρωμαίος ύπατος ήτανε καθισμένος απάνω σε θρόνο και σε χρυσό αμάξι, μα ο Χριστός ήτανε καβαλικεμένος απάνω σ’ ένα πουλάρι, σ’ ένα γαϊδουρόπουλο, πούνε το πιο ταπεινό και καταφρονεμένο ανάμεσα στα ζώα.
Κι’ ο ίδιος ήτανε ταπεινός, πράος, ήσυχος, φτωχοντυμένος, κατά την  προφητεία που έλεγε: «Είπατε τη θυγατρί Σιών· Ιδού ο βασιλεύς σου έρχεταί σοι πράος και επιβεβηκώς επί όνον και πώλον, υιόν υποζυ­γίου». Το χέρι του δεν βαστούσε σκήπτρο, αλλά βλογούσε τον κόσμο. Από πόλεμο ερ­χότανε και κείνος, μα έναν πόλεμο πολύ δυσκολοκέρδιστον, πόλεμο καταπάνω στην κα­κία και στην ψευτιά και στην υποκρισία και στη φιλαργυρία. Και δεν πήγαινε να ξεκου­ραστεί απ’ αυτόν τον πόλεμο, αλλά πήγαινε ν’ αρχίσει άλλον, πιο σκληρόν, και να στεφανωθεί μ’ αγκαθένιο στεφάνι και να δαρθεί και να περιπαιχθεί και στο τέλος να καρφωθεί απάνω σ’ ένα ξύλο σαν κακούρ­γος.
Δεν ήτανε τριγυρισμένος από αγριεμέ­νους υποταχτικούς, αλλά από άκακους ψα­ράδες, καταφρονεμένους σαν και κείνον. Κι ούτε έσερνε από πίσω του σκλάβους τυραννισμένους, αλλά ανθρώπους που τους ελευ­θέρωσε από τη σκλαβιά του διαβόλου και πεθαμένους που αναστηθήκανε από τη φωνή του. Σάλπιγγες και τούμπανα δεν φωνάζανε για να τον δοξάσουνε, αλλά παιδιά αθώα που συμβολίζανε την απλότητα που έχουνε οι χριστιανοί και που φωνάζανε «Ευλογη­μένος ο ερχόμενος» και κρατούσανε αντί για σημαίες και για μπαϊράκια κλαδιά πράσινα των δέντρων. Κλαδιά χλωρά και ρούχα στρώνανε χάμω για να πατήσει το γαϊ­δούρι και να περάσει. Κι αυτό το βλογημένο πήγαινε με σκυμμένο το κεφάλι, ταπεινό, ανήξερο, σηκώνοντας τον Χριστό που καθότανε πρωτύτερα απάνω στα τρομερά εξαφτέρουγα σεραφείμ που είναι από φωτιά. Δεν αξιώθηκε να τον σηκώσει κανένα χρυσό αμάξι, μητε άλογο άκριβοσελωμένο, μητε καμμιά κούνια που να τη βαστάνε αντρειω­μένοι βαστάζοι, αλλά τον σήκωνε το γαϊ­δούρι. Ποιο μάτι δεν δακρύζει άμα συλλο­γιστεί αυτό το μυστήριο!
Ο Χριστός ανα­ποδογύρισε όσα είχε για σωστά και για α­ληθινά ο αμαρτωλός ο άνθρωπος. Ποιος όμως είναι σε θέση να νοιώσει την ελευθερία που μας έφερε και να ακολουθήσει το που­λάρι με το σκοινένιο καπίστρι κι όχι τ’ αφρισμένα τάλογα που χλιμιντράνε καμαρω­τά και να μη μπει στη Ρώμη με τα πολλά τα είδωλα, παρά να μπει μαζί με τον βασι­λιά της ειρήνης στην Απάνω Ιερουσαλήμ;
Πολλοί, που είναι σοβαροί άνθρωποι, θα πούνε πως δεν τα καταλαβαίνουνε αυτά και πως τα παιδιά παιδιακίζουνε κ’ οι άντρες αντρειεύουνται. Τα ίδια λέγανε κ’ οι αρχιε­ρείς κ’ οι σπουδασμένοι. «Ιδόντες δε οι αρχιερείς και γραμματείς τα θαύματα α εποίησε και τους παίδας κράζοντας εν τω ιερώ και λέγοντας: Ωσαννά τω υιω Δαυίδ, ηγανάκτησαν και είπον αυτώ: Ακούεις τι ούτοι λέγουσιν; Ο δε Ιησούς λέγει αυτοίς: Ναι· ουδεποτε ανέγνωτε ότι «εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων κατηρτίσω αίνον;» Και καταλιπών αυτούς εξήλθεν έξω της πό­λεως». Οι αρχιερείς κ’ οι γραμματείς διαβάσανε τον ψαλμό του Δαυίδ που έλεγε πως θα προϋπαντήσουνε τον Χριστό τα νήπια και δεν πιστέψανε ωστόσο σ’ αυτόν που υμνολογούσανε. Αμή εμείς που διαβάσαμε στο σημερινό Ευαγγέλιο και τον ψαλμό κι αυτά που είπε ο Χριστός στους Εβραίους, δεν θα κριθούμε πιο αυστηρά αν δεν τον πιστέψου­με; Η ματαιότητα κ’ η περηφάνεια μάς κάνουνε να μην καταδεχόμαστε να παμε μαζί με τη φτωχή συνοδεία του, ντρεπόμα­στε να ακολουθήσουμε ένα αρχηγό που πάει καβαλικεμένος απάνω σ’ ένα γαϊδούρι. Τα ταπεινά, τα φτωχικά, δεν τα θέλουμε. Μα μπορεί να γίνει χριστιανός όποιος δεν α­γαπά αυτά που αγάπησε ο Χριστός;
Χθες, Σάββατο, ανάστησε έναν πεθαμένο άνθρωπο, τον Λάζαρο. Ποιος ήτανε αυτός ο Λάζαρος; Κανένας επίσημος άνθρωπος, κανένας τρα­νός; Ο Λάζαρος ήτανε φτωχός, χωριάτης, κι όπως λέγει το Ευαγγέλιο, ήτανε φίλος του Χριστού, που είχε φίλους όλους τους ανθρώπους. Έναν φίλο σημειώνει το Ευαγ­γέλιο πως είχε ο Χριστός στον κόσμο, κι αυτός ήτανε φτωχός κι αγράμματος. Μα ποιος από μας αγαπά αυτή την πλούσια φτώχια του Χριστού; Απ’ όπου λείπει ο Χριστός, εκεί είναι η φτώχια η αληθινή, όπως απ’ όπου λείπει ο Χριστός λείπει κ’ η ζωή η αληθινή και βασιλεύει ο θάνατος. Αυτό θα το καταλάβεις καλώτατα αν γυρί­σεις και δεις γύρω σου κι ακουμπήσεις το κεφάλι σου και συλλογιστείς. Πού είναι εκείνοι οι Ρωμαίοι κ’ οι παντοδύναμοι αφέν­τες που κάνανε τους θριάμβους οπού ιστορήσαμε πρωτύτερα; Τι γινήκανε κι αυτοί κι οι μυριάδες που τους προσκυνούσανε και που γονατίζανε μπροστά τους σαν τα καλά­μια που τα γέρνει ο βοριάς; Ποιος τους φέρ­νει στον νου του εξόν κάποιοι που γράφουνε τα ιστορικά εκείνου του καιρού; Κορμιά, ψυχές, θρονιά, διαμαντόπετρες, άλογα, περηφάνειες, φοβέρες, φωνές,   όλα  πέσανε σ’ έναν λάκκο και χαθήκανε και σβύσανε σαν να μη γινήκανε ποτές. Και τι απόμεινε από όλα τούτα στις καρδιές των ανθρώπων; Τί­ποτα κι ακόμα πιο λίγο από τίποτα…
ολοκληρο εδω

Στα χρόνια των Διωγμών,ως Αγία Τράπεζα χρησιμοποιήθηκε ακόμη και το στήθος των Μαρτύρων

Το Ιερό Αντιμήνσιο: αντικαθιστά την Αγία Τράπεζα και χωρίς αυτό Θεία Λειτουργία δεν τελείται. 

Πάνω στο Αντιμήνσιο με το διπλωμένο και συρραμμένο ειλητό, τοποθετείται το Ιερό Ευαγγέλιο, αντί του Σωτήρος Χριστού.

Στα χρόνια των Διωγμών, ως Αγία Τράπεζα χρησιμοποιήθηκε ακόμη και το στήθος των Μαρτύρων!
Ο Άγιος Μάρτυς Λουκιανός επρόκειτο να πεθάνη μαρτυρικά για την πίστι του Χριστού. Ήταν ήδη φυλακισμένος. Ναός στη φυλακή δεν υπήρχε, αλλά και ο Μάρτυς δεν μπορούσε να μετακινηθή, όχι μόνο γιατί ήταν δεμένος με βαρειές αλυσίδες, αλλά και γιατί την προηγουμένη ημέρα είχε βασανισθή σκληρά, για να υπογράψη και να δηλώση ότι προσκυνά τα είδωλα και αρνείται τον Χριστό.
Όπως ήταν, λοιπόν, καταπληγωμένος, ξαπλωμένος κάτω, δεμένος με τις αλυσίδες και επειδή ήταν ιερεύς, ετέλεσε ο ίδιος πάνω στο στήθος του, μέσα σε φρικτούς και δυνατούς πόνους, την φρικτωτάτη Θυσία της Θείας Λειτουργίας, χρησιμοποιώντας τον άρτο και τον οίνο, που του έφεραν κρυφά για τα Τίμια Δώρα εκεί, στη φυλακή.
Στη φυλακή όμως δεν ήταν μόνος. Υπήρχαν κι άλλοι χριστιανοί, υποψήφιοι Μάρτυρες κι αυτοί, μελλοθάνατοι για το Χριστό. Όλοι μαζί έκαναν έναν κύκλο γύρο από τον Άγιο Λουκιανό σε σχήμα Ναού, Αγγέλων και Αγίων και κάλυπταν έτσι από πάνω τον Μάρτυρα, για να μην πάρουν είδηση οι ειδωλολάτρες δεσμοφύλακες και οι δήμιοι «τα τελούμενα» της Θείας Λειτουργίας. Φύλαξαν δηλαδή το μεγάλο Μυστήριο από τα βέβηλα μάτια των ειδωλολατρών. 

 
Σκεφθήτε, τι σεβασμός! Να χαμε μάτια, να μπορούσαμε να το δούμε! να μπορούσαμε να το νοιώσουμε!

untitled2
Ο Άγιος Θεοδώρητος μας πληροφορεί τα εξής για τον Άγιο ερημίτη Μάρι:
Όταν ύστερα από τριανταοκτώ ολόκληρα χρόνια εγκλείστου βίου και σκληρών ασκήσεων, θέλησε να λειτουργηθή και να κοινωνήση των Αχράντων Μυστηρίων (δεν είχε λειτουργηθή τριανταοκτώ ολόκληρα χρόνια δεν είχε κοινωνήσει εκουσίως αυτά τα χρόνια) αυτή του την επιθυμία την είπε στον Άγιο Θεοδώρητο, που τον επισκέφθηκε. Διότι, όταν άνοιξε την πόρτα της εγκλείστρας του, για να δεχθή επισκέπτες, δέχθηκε πρώτο τον Άγιο Θεοδώρητο μαζί με δύο διακόνους υποτακτικούς του.
Σ αὐτόν λοιπόν είπε:
«Θέλω να τελεσθή η Θεία Λειτουργία και να κοινωνήσω των Αχράντων Μυστηρίων. Αύριο με καλεί ο Κύριος!»
Τότε ο Άγιος Θεοδώρητος αμέσως και πρόθυμα ετέλεσε την κοσμοσωτήριο Θεία Λειτουργία χρησιμοποιώντας για Αγία Τράπεζα τα χέρια, τις απλωμένες παλάμες των δύο διακόνων! Φρικτός Γολγοθάς και νοητό Θυσιαστήριο τα χέρια και οι παλάμες των δύο διακόνων…
Αυτές βέβαια είναι εξαιρέσεις, που γίνονται σπανιότατα, αλλά απαραίτητες, όταν οι περιστάσεις το απαιτούν. 
Αγία Τράπεζα λοιπόν και Αντιμήνσιο έγιναν τα στήθη των Μαρτύρων και οι παλάμες των ιεροδιακόνων.

Πρωτ. Στεφάνου Κ. Αναγνωστόπουλου
Από το βιβλίο: «ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ»

Η έγερσις του εν τάφω τετραημέρου, αγίου και δικαίου φίλου του Χριστού Λαζάρου


Η ΕΓΕΡΣΙΣ ΤΟΥ ΕΝ ΤΑΦΩ ΤΕΤΡΑΗΜΕΡΟΥ, ΑΓΙΟΥ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΥ ΦΙΛΟΥ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ

«Ο Λάζαρος ήταν Εβραίος κατά το γένος, Φαρισαίος κατά την αίρεση, και υιός, όπως έχει βρεθεί, του Φαρισαίου Σίμωνα, καταγώμενος από την κώμη της Βηθανίας. Ενώθηκε με δεσμά φιλίας με τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, ο Οποίος ήλθε στον κόσμο για τη σωτηρία μας. Επειδή λοιπόν ο Χριστός συνεχώς διαλεγόταν με τον Σίμωνα, διότι και αυτός πίστευε πολύ στην ανάσταση από τους νεκρούς, και πήγαινε στο σπίτι του, κατά φυσικό τρόπο ο Λάζαρος, όπως και οι δύο του αδελφές, η Μάρθα και η Μαρία, αγάπησαν γνήσια τον Κύριο. Καθώς πλησίαζε το σωτήριο Πάθος, επειδή έπρεπε να θεωρηθεί αξιόπιστο το μυστήριο της Αναστάσεως του Κυρίου, ο μεν Ιησούς έμενε πέραν του Ιορδάνου, αφού προηγουμένως είχε αναστήσει από τους νεκρούς την κόρη του Ιαείρου και τον υιό της Χήρας. Ο δε φίλος του Λάζαρος αρρώστησε βαριά και πέθανε.

Ο Ιησούς λοιπόν, ενώ δεν ήταν στη Βηθανία, λέγει στους μαθητές: Ο Λάζαρος κοιμήθηκε, και μετά από λίγο πάλι: Ο Λάζαρος, λέγει, πέθανε. Έρχεται λοιπόν στη Βηθανία, αφήνοντας τον Ιορδάνη, καθώς Του έστειλαν μήνυμα οι αδελφές του Λαζάρου. Απέχει δε η Βηθανία περίπου δεκαπέντε στάδια από τα Ιεροσόλυμα. Τον προϋπάντησαν οι αδελφές του Λαζάρου που του είπαν: Κύριε, αν ήσουν εδώ, δεν θα πέθαινε ο αδελφός μας. Αλλά και τώρα, αν θελήσεις, θα τον αναστήσεις, γιατί μπορείς. Ερωτά τον όχλο ο Ιησούς. Πού τον βάλατε; Και αμέσως όλοι πήγαν προς το μνήμα. Κι αφού σήκωσαν τον λίθο, η Μάρθα λέγει: Κύριε, μυρίζει πια, γιατί είναι τέσσερις ημέρες μέσα. Ο Ιησούς προσευχήθηκε και έκλαψε για τον Λάζαρο, οπότε με μεγάλη φωνή κραύγασε: Λάζαρε, έλα έξω. Κι αμέσως ο πεθαμένος βγήκε, κι αφού λύθηκε αναχώρησε για το σπίτι του. Αυτό το τεράστιο παράδοξο ξεσήκωσε τον φθόνο του Εβραϊκού λαού, που εξοργίστηκε κατά του Χριστού. Ο δε Ιησούς πάλι έφυγε γρήγορα. Οι δε αρχιερείς σκέφτηκαν και τον Λάζαρο να σκοτώσουν, διότι πολλοί βλέποντάς τον πίστευαν στον Χριστό. Ο Λάζαρος τότε που κατάλαβε τις σκέψεις τους διαφεύγει προς τη νήσο Κύπρο, όπου και έμενε, μέχρις ότου αργότερα αναδείχτηκε αρχιερέας της πόλης του Κυτίου από τους Αποστόλους. Κι αφού έζησε καλώς και θεοφιλώς, τριάντα χρόνια μετά από την ανάστασή του πέθανε και πάλι. Ετάφη εκεί και έκανε πολλά θαύματα. Συνέχεια

’Ώσπερ πελεκάν …

Μέσα στους άφθαστους υμνολογικούς θρήνους της Εκκλησίας μας, οι οποίοι συγκινούν κάθε καρδιά, ξεχωρίζει το αλληγορικόν εγκώμιον του Επιταφίου, το όποιον ψάλλει:
 
«’Ώσπερ πελεκάν την πλευράν Σου τετρωμένος, Λόγε, σούς θανόντας παίδας εζώωσας, επιστάξας ζωτικούς αυτοίς κρουνούς».
Ο πελεκάνος είναι από τα πλέον φιλόστοργα πτηνά. Κτίζει την φωλιά του σε υψηλούς βράχους και εκεί γεννά και εκκολάπτει τους νεοσσούς του. Τρέχει παντού για να εξοικονόμηση την τροφήν των.
Αλλά ακριβώς την ώραν που απουσιάζει ο πελεκάν, πλησιάζουν οι διάφοροι όφεις οι οποίοι έχουν αφυπνισθή από την χειμερινήν νάρκην και σύρονται πειναλέοι μέχρι τις φωλεές των πελεκάνων και ροφούν το αίμα των μικρών…
Επιστρέφων ο πελεκάν ευρίσκει αυτά εις απελπιστικήν κατάστασιν και σχεδόν ετοιμοθάνατα. Δι’ αυτό, λέγεται, ότι με το ράμφος του σχίζει το στέρνον του και κύπτων επάνω από τα μικρά του αφήνει να στάξη το ζεστό του αίμα μέσα στα μισάνοικτα στόματα των μικρών του, τα όποια τότε ανασταίνονται.
Το αίμα του πελεκάνου ως ΑΡΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΔΟΤΟΝ ΦΑΡΜΑΚΟΝ επιδρά και εξουδετερώνει το φαρμάκι των φιδιών…
Αυτή την συμβολικήν συγκινητικήν Εικόνα κάνει ύμνον η Εκκλησία μας για να αισθητοποιήση την Θυσίαν του Κυρίου μας!!
– Ποία είναι τα φαρμακωμένα πουλιά;
– Εμείς ολοι οι Χριστιανοί!
– Γιατί ποιος μπορεί να καυχηθή πως το φοβερώτερον από τα δηλητήρια, η αμαρτία, δεν έφαρμάκωσε την ψυχήν του;
Ω! αυτός ο Εωσφόρος, ο αρχαίος αυτός όφις. Ο μέγας αυτός πλάνος έχει κτυπήσει όλη την ανθρωπότητα. Αυτός είναι ό κατασκευαστής τοϋ ολεθρίου αυτού δηλητηρίου πού λέγεται αμαρτία και το οποίον προσφέρει ο χαιρέκακος για την ψυχοκτονία μας. Και έτσι χιλιάδες χρόνια τώρα απέθνησκον οι άνθρωποι εν μέσω φρικτότατων ψυχικών πόνων.
Αλλά δοξασμένος ο υπερύμνητος Θεός. Μας έστειλε εξ ουρανού τον Υιόν Του!! Ιδού, ο εξ Ουρανού Πελεκάν!! Μας εύρηκε εις αθλιεστάτην από πάσης πλευράς κατάστασιν, ανικάνους διά κάθε εύγενικήν και ηρωικήν πράξιν, νενεκρωμένους από κακά έργα και αληθινά φαρμακωμένα πουλιά του Πελεκάνου. Αλλά από την στιγμήν πού ο ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΕΥΣ άφηκε από αγάπην προς τον άνθρωπον να τρέξη το Πανάγιον και Ζωήρρυτον Αίμα Του, ζωογονείται κάθε άνθρωπος και έχει στην ψυχή του το αντιφάρμακον της νεκρώσεως πού δημιουργεί η αμαρτία.
– ΑΥΤΟ ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ είναι το σωτήριον δι’ ημάς φάρμακον.
– Χαρακτηριστικώς ο Αετός της Πάτμου, Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος μας λέγει: «Το αίμα Ιησού Χριστού, του Υιού του Θεού, καθαρίζει ημάς από των κακών έργων και από πάσης αμαρτίας» (Α’ Ιω. 1, 7). Αυτή είναι η μεγαλύτερα διδασκαλία της Εκκλησίας μας! Αυτή είναι η Δωρεά της πίστεώς μας!!

Κυριακή Ε΄ Νηστειών: Ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα..

 

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, παραλαμβάνει ὁ Ἰησοῦς τοὺς δώδεκα μαθητὰς αὐτοῦ ἤρξατο αὐτοῖς λέγειν τὰ μέλλοντα αὐτῷ συμβαίνειν, 33 ὅτι Ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδοθήσεται τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ γραμματεῦσι, καὶ κατακρινοῦσιν αὐτὸν θανάτῳ καὶ παραδώσουσιν αὐτὸν τοῖς ἔθνεσι, 34 καὶ ἐμπαίξουσιν αὐτῷ καὶ μαστιγώσουσιν αὐτὸν καὶ ἐμπτύσουσιν αὐτῷ καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτὸν, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται. 35 Καὶ προσπορεύονται αὐτῷ Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης υἱοὶ Ζεβεδαίου λέγοντες· Διδάσκαλε, θέλομεν ἵνα ὃ ἐὰν αἰτήσωμεν ποιήσῃς ἡμῖν. 36 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Τί θέλετε ποιῆσαί με ὑμῖν; 37 οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· Δὸς ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου. 38 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε. δύνασθε πιεῖν τὸ ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθῆναι; 39 οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· Δυνάμεθα. ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Τὸ μὲν ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω πίεσθε, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε· 40 τὸ δὲ καθίσαι ἐκ δεξιῶν μου καὶ ἐξ εὐωνύμων οὐκ ἔστιν ἐμὸν δοῦναι, ἀλλ’ οἷς ἡτοίμασται. 41 καὶ ἀκούσαντες οἱ δέκα ἤρξαντο ἀγανακτεῖν περὶ Ἰακώβου καὶ Ἰωάννου. 42 ὁ δὲ Ἰησοῦς προσκαλεσάμενος αὐτοὺς λέγει αὐτοῖς· Οἴδατε ὅτι οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι αὐτῶν κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν. 43 οὐχ οὕτω δὲ ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ’ ὃς ἐὰν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος, 44 καὶ ὃς ἐὰν θέλῃ ὑμῶν γενέσθαι πρῶτος, ἔσται πάντων δοῦλος· 45 καὶ γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν.

«Ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα και ο Υιός του ανθρώπου παραδοθήσεται τοις Αρχιερεύσι και Γραμματεύσι, και κατακρινούσιν αυτόν θανάτω…».
Αδελφοί μου,
Πλησιάζει ο χρόνος που ο Υιός και Λόγος του Θεού θα παραδοθεί από τον προδότη και δόλιο Ιούδα στους Αρχιερείς και Γραμματείς του Ιουδαϊκού λαού.
Πλησιάζει ο χρόνος πού ο αναμάρτητος Ιησούς Χριστός θα δικαστή υπό ανόμων κριτών ως κακούργος και θα καταδικαστεί σε φοβερό και επονείδιστο θάνατο – τον δια σταυρού θάνατο.
Πλησιάζει ο χρόνος που «ο δρακί έχων την πάσαν κτίσιν», θα απλώσει τα άγια χέρια Του επάνω στον τετραμερή σταυρό Του, για να ενώσει τα διεστώτα, για να ενώσει γή και ουρανό, άνθρωπο και Θεό.
Πλησιάζει ο καιρός, που εκουσίως ο αγιότατος Υιός της Παρθένου, ο Νυμφίος της Εκκλησίας, «ο κάλει ωραίος παρά πάντα βροτούς» επάνω στον αιματόβρεκτο Σταυρό Του, θα πεί «το τετέλεσται» «και κλίνας την κεφαλήν» θα παραδόσει το πνεύμα στον Πατέρα και Θεό Του και Θεό ημών.
Ο Θεάνθρωπος Ιησούς ανεβαίνει συνοδευόμενος από τους μαθητές του στην αγία πόλη, στην πόλη των Βασιλέων και των Προφητών, στην Ιερουσαλήμ, και προλέγει σ’ αυτούς τα παθήματά Του και τον εκούσιο και φρικτό θάνατό Του, «ήρξατο αυτοίς λέγειν τα μέλλοντα αυτώ συμβαίνειν».
Οι μαθητές Του όμως, σκέπτονται και επιθυμούν τα του κόσμου τούτου, οραματίζονται τιμές, δόξες και μεγαλεία νομίζοντες ότι, ο Κύριος των κυριευόντων και Βασιλεύς των βασιλευόντων, γενόμενος υπό γυναικός ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, ήλθε στην γη για να ιδρύσει κοσμική βασιλεία.
Οι συνοδοιπόροι δεν κατενόησαν τους λόγους του διδασκάλου τους , που έλεγε ότι «η βασιλεία η εμοί ούκ έστι εκ του κόσμου τούτου», αλλά κινούμενοι από φιλόδοξη επιθυμία κοσμικών αξιωμάτων, πίστεψαν ότι έφθασε ο καιρός να δοξαστούν εδώ στην γή.
Μάλιστα, μεταξύ των μαθητών Του, δύο, οι αυτάδελφοι, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, τολμούν να ζητήσουν και πρωτοκαθεδρίες «δός ημίν, ίνα είς εκ δεξιών σου και είς εξ ευωνύμων σου καθήσωμεν εν τη δόξη σου» συνεπικουρούμενοι υπό της μητρός τους Ελισάβετ.
Οι δύο αυτοί αδελφοί, Ιάκωβος και Ιωάννης, δεν έρχονται να παρηγορήσουν τον Κύριο και διδάσκαλό τους, να τον ενισχύσουν στον αγώνα Του, και δεν πονούν όταν προλέγει τα προσεχή παθήματά του, αλλά έρχονται να του ζητήσουν πρωτοκαθεδρίες.
Ο Γλυκύς και Πράος Διδάσκαλος τους λέγει: «ούκ οίδατε τι αιτείσθε», δεν γνωρίζετε τι ζητείτε. Ζητείτε δόξες και μεγαλεία αυτού του κόσμου που εγώ ήρθα να καταργήσω.
Ο Υιός και Λόγος του Θεού με την αιώνιο και ανεπανάληπτο αυτή διδασκαλία του ιδρύει ένα άλλο βασίλειο, το βασίλειο της αρετής και της αυτοθυσίας, το βασίλειο της ταπείνωσης και της αγάπης προς τον πεπτωκότα άνθρωπο.
Πολλοί άνθρωποι κινούμενοι από κοσμικά ελατήρια κενοδοξίας ζητούν δόξες πλούτη και μεγαλεία. Ζητούν και επιδιώκουν αξιώματα και πρωτοκαθεδρίες. Όλα αυτά όμως είναι ξένα και αλλότρια και δεν ανταποκρίνονται στην αγάπη του Θεού Πατρός.
Οι δόξες και τα μεγαλεία του κόσμου τούτου είναι μάταια, πάντα ταύτα έρχονται και παρέρχονται. «Ιδού τα πάντα ματαιότης ματαιοτήτων», μας λέγει ο σοφός Εκκλησιαστής, και πραγματικά τα πάντα καταλήγουν στον τάφο, που έξωθεν μεν φαίνεται ωραίος, έσωθεν είναι γεμάτος από οστά γυμνά και ακαθαρσίας.
«Δεινός ο της δόξης έρως» αναφωνεί ο Ιερός Χρυσόστομος.
Αυτή την δόξα, αυτό τον έρωτα του κόσμου τούτου αρνήθηκε εκ παίδων και ο σήμερα εορταζόμενος ο όσιος και Θεοφόρος Πατήρ ημών Σάββας, ο της Καλύμνου θερμός προστάτης, φρουρός και οικιστής.
Οι λόγοι του Σωτήρα Χριστού προς τους μαθητές Του Ιάκωβο και Ιωάννη, «ουκ οίδατε τι αιτείσθε», ήταν πάντοτε φλογεροί και πάντοτε νωποί στην ταπεινή καρδιά του μοναχού Σάββα.
Πράος και ταπεινός, σώφρων και αγάπης έμπλεος δεν ζήτησε θέσεις και πρωτοκαθεδρίες, αξιώματα και υστεροφημίες αλλά, αφού εγκατέλειψε άπαντα τα του βίου τερπνά και πρόσκαιρα, στους ισχνούς ώμους του σήκωσε τον δικό του σταυρό και ζήτησε να βρεί, «ως η διψώσα έλαφος παρά τας διεξόδους των υδάτων», τον φραγγελωμένο, σταυρωμένο και αναστημένο Χριστό.
Αδελφοί μου,

Ας μην επιδιώκουμε αδελφοί μου, λοιπόν, την δόξα του κόσμου τούτου, πού ως καπνός διαλύεται και χάνεται, αλλά αφού καθαρίσουμε την ψυχή μας από τις αμαρτίες, ας επιζητούμε την αληθινή δόξα, την δόξα του Θεού Πατρός, «παρά του Οποίου πάσα δόσις αγαθή και πάν δώρημα τέλειον». Αμήν.

Η Θεολογία του Τέμπλου

Τί εἶναι τέμπλο – ὁρισμός
 

 

Τὸ τέμπλο ἢ ἀλλιῶς φράγμα τοῦ πρεσβυτερίου ἢ μέγα εἰκονοστάσι ἢ ἁπλά εἰκονοστάσιο εἶναι ἕνα βυζαντινῆς καταγωγῆς ἀρχιτεκτονικὸ μοτίβο, τὸ ὁποῖο εἶναι χαρακτηριστικὸ τῶν Ἀνατολικῶν Ἐκκλησιῶν. Πρόκειται γιὰ τὸν τοῖχο ὁ ὁποῖος διαχωρίζει τὸ Ἅγιο Βῆμα ἀπὸ τὸν κυρίως ναὸ καὶ ἐπ’ αὐτοῦ βρίσκονται σήμερα οἱ Δεσποτικὲς καὶ ἄλλες ἱερὲς εἰκόνες.

 

 Ἔτσι ὀνομάζεται στοὺς ὀρθοδόξους ἱεροὺς ναοὺς μία ξύλινη ἢ μαρμάρινη κατασκευή, ἡ ὁποία χωρίζει τὸν κυρίως ναὸ ἀπὸ τὸ Ἱερὸ Βῆμα. Τὸ Ἱερὸ Βῆμα, χῶρος «ἄβατος» καὶ πολὺ ἱερός, φράσσεται καὶ προστατεύεται ἀρχικὰ μὲ τὴν κατασκευὴ αὐτή, ἕνα χαμηλὸ δηλαδὴ κιγκλίδωμα, τὸ ὁποῖο προοδευτικὰ ὑψώνεται καὶ εἶναι γνωστὸ ὡς φράγμα Πρεσβυτερίου, Τέμπλο ἢ καὶ Εἰκονοστάσι (ἀργότερα)… Ἡ κατασκευὴ αὐτὴ δύναται νὰ παραλληλισθεῖ μὲ ἀνάλογα κιγκλιδώματα σὲ ταφικὰ μνημεῖα -καὶ ἰδιαίτερα στοὺς τάφους μαρτύρων- τὰ ὁποῖα εἶχαν ὡς κύριο σκοπὸ ἀφενὸς τὴ διαφύλαξη τῆς ἱερότητος τοῦ χώρου τῶν Μαρτυρίων-Ναῶν, καὶ ἀφετέρου τὴν τοποθέτηση προσκυνηματικῶν ἱερῶν Εἰκόνων (πρβλ. καὶ τὸν ὅρο «Εἰκονοστάσιον», ὁ ὁποῖος βέβαια ἐπικρατεῖ ἀργότερα, 11ος αἰ.).

Συνέχεια