Day: 23/06/2015
Τιμή στις γιορτές

Μια γερόντισσα Καππαδόκισσα από το Τασλίκ που έζησε στην Θηριόπετρα Αριδαίας, η Αθηνά Γεωργίου Γαλανόπουλου, διηγήθηκε το εξής όπως το άκουσε από την γιαγιά της:
«Οι νοικοκυρές του χωριού όταν γινόταν Λειτουργιά πήγαιναν τα πρόσφορα στην Εκκλησία την ώρα που ο παπάς «έπαιρνε καιρό» (προετοιμαζόταν για να φορέση την ιερατική του στολή) και μετά γύριζαν σπίτι για να προετοιμάσουν τα παιδιά τους να πάνε όλοι μαζί για την Θεία Λειτουργία».
Κάποια χρονιά, ήταν παραμονή Φώτων κατά την οποία γίνεται η Θεία Λειτουργία του Μ. Βασιλείου, η γιαγιά μου ξύπνησε μεν, αλλά παρέμεινε στο κρεββάτι της και καθυστερούσε να πάει στην Εκκλησία.
Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα του κελαριού και μπήκε μέσα ο Άγιος Βασίλειος, ψηλός, φορώντας άσπρα άμφια, και της είπε: «Τέτοια μέρα βρήκες;» και της έδωσε ένα χαστούκι.
Τα αποτυπώματα των δάκτυλων παρέμειναν στο μάγουλο της σ” όλη την ζωή της.
«Από τότε η γιαγιά μου αυτήν την ημέρα την τιμούσε ιδιαιτέρα και συμβούλευε και τις άλλες να μην καθυστερούν να πηγαίνουν στην Εκκλησία».
Στους πειρασμούς ωριμάζει ο άνθρωπος
Στους πειρασμούς ωριμάζει ο άνθρωπος…
και γίνεται πνευματικός· ενώ χωρίς πειρασμούς είναι άσοφος, άμορφος, άχρηστος, κούτσουρο!
Γέροντας Εφραίμ της Αριζόνας
Πηγή: elderephraimarizona.blogspot.ca
http://www.diakonima.gr
«Ο Εκλεκτός του Θεού» – Το όραμα ενός φυλακισμένου
*Ένας κατάδικος – αληθινός Χριστιανός- «εκλεκτός του Θεού» που υπέφερε μαρτύρια και βάσανα στη γη, για να κερδίσει την Αιώνια ζωή, κοντά στον Κύριο. Αξίζει οπωσδήποτε να το διαβάσετε.
-Εγώ, παππούλη, είπε ο κατάδικος δεν θα άνοιγα τον εαυτό μου σε σένα αν εσύ δεν άγγιζες με τα κηρύγματά σου την καρδιά μου. Αυτά πολύ μας συγκινούν. Έχουν δίκιο οι φυλακισμένοι που σας αγαπάνε τόσο πολύ.
Ετοιμάζουν και ένα δώρο για εσάς, μια εικόνα. Οι φυλακισμένοι θα σας ακολουθήσουν όπου κι αν πάτε. Σας αγάπησα και εγώ παππούλη. Θα ήθελα να σας παρακαλέσω κάτι: να με εξομολογήσετε και να μου δώσετε την Θεία Κοινωνία. Ποτέ στην ζωή μου δεν έχω μεταλάβει των Αχράντων Μυστηρίων.
-Μήπως παιδί μου θέλεις να σε χρίσω και με το Άγιο Μύρο;
-Ναι, θα σας χρωστώ ευγνωμοσύνη γι’αυτό.
Εδώ μέσα στον ίδιο θάλαμο τον έχρισα με το Άγιο Μύρο, την δεύτερη μέρα τον εξομολόγησα και τον κοινώνησα των Αχράντων Μυστηρίων…
Σε ένα χρόνο, μετά την επίσκεψη μου στα κάτεργα του Νέρτσινσκ, στην περιοχή του Αγλάτσενσκ, τον βρήκα άρρωστο. Μίλησα μαζί του δύο ώρες. Ήταν πάρα πολύ ευχαριστημένος με την επίσκεψή μου. Σε έξι μήνες επισκέφθηκα και πάλι αυτή την φυλακή. Την τρίτη μέρα οι φυλακισμένοι με κάλεσαν να πάω στον μακάριο αυτό κατάδικο, ο οποίος πλησίαζε στο τέλος της ζωής του. Όταν μπήκα μέσα εκείνος από την χαρά του που με είδε σηκώθηκε λίγο και, κάνοντας το σταυρό του, μου είπε:
-Εγώ παππούλη, σε μια ώρα θα αφήσω τη γη.
Μετά από πέντε λεπτά ξάπλωσε στο κρεβάτι του, επειδή δεν μπορούσε πια να κάθεται. Κάτι ψιθύρισε. Μετά έστρεψε το βλέμμα του πάνω και είπε:
-Άνοιξαν οι ουρανοί, η Παναγία κατεβαίνει σε μένα και μαζί της ένα πλήθος αγίων. Εσύ παππούλη τους βλέπεις; ρώτησε
-Όχι, παιδί μου, του απάντησα.
-Να και ο Χριστός, ο Βασιλεύς της Δόξης, φάνηκε πάνω στα σύννεφα και κατεβαίνει σε μας.
Μ’ αυτά τα λόγια του όλα τα μέλη του σώματός του κινήθηκαν σπασμωδικά. Το βλέμμα του ήταν στραμμένο στα δεξιά. Εγώ άρχισα να τρέμω από τον φόβο.
-Κύριε, φώναξε, θα ήθελα κι άλλο να υποφέρω εδώ στη γη για χάρη των άλλων, αλλά ας γίνει όπως θέλεις Εσύ.
Σε ένα λεπτό άφησε την τελευταία του πνοή. Ω, τι θρήνο έκαναν γι’ αυτόν οι κρατούμενοι! Δεν μπορώ να τον ξεχάσω. Όπως μου έλεγε στην εξομολόγηση, τρεις φορές είδε το όραμα. Να του χαρίσει ο Κύριος και μετά τον θάνατό του την χάρη, την οποία είχε ήδη ζώντας στη γη, για να μπορέσει να βοηθάει και εμάς τους αμαρτωλούς να σηκώνουμε τον σταυρό μας.
Κατά την διάρκεια της ποιμαντικής μου διακονίας στις φυλακές σπάνια συνάντησα τέτοιους χριστιανούς. Όμως αυτοί υπάρχουν. Τέτοιοι τύποι είναι πραγματικά εκλεκτοί του Θεού! Γι’ αυτούς η ζωή τους είναι μόνο ο Χριστός. Όσο και να υποφέρουν βάσανα, μαρτύρια και κάθε είδους καταπιέσεις. σ’ όλα αυτά δεν βλέπουν τίποτα άλλο εκτός από παρηγοριά, χαρά και κάποιο πνευματικό γλυκασμό.
*του Αρχιμανδρίτου Σπυρίδωνος, από το βιβλίο: «Απ’ όσα είδα και έζησα» (Εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη).
«Κύριε , το στόλισμα μιας πόρνης, είναι περισσότερο από το στόλισμα της ψυχής μου.» Εκτύπωση

euxh.gr
Κατά τη διάρκεια των εργασιών της Τετάρτης Οικουμενικής Συνόδου στη Χαλκηδόνα ορισμένη επίσκοποι της συνόδου ζήτησαν να ακούσουν κάποιον εποικοδομητικό λόγο από τον Επίσκοπο Αντιοχεία Νόνο, που είχε μετακληθεία από ένα μοναστήρι της Ταβεννησίας για να γίνει επίσκοπος Αντιοχείας. Ο Νόνος, ανταποκρινόμενος στο αίτημα των συνεπισκόπων του , άρχισε να τους μιλάει. Καθώς οι επίσκοποι άκουγαν τα σοφά λόγια του Νόνου, περασε έφιππη η διασημότερη εταίρακαι χορεύτρια της Αντιοχείας, που ίππευε με τόση χάρη και με τόση πολυτέλεια, ώστε δεν έβλεπε κανείς παρά χρυσάφι, μαργαριτάρια και πολύτιμους λίθους. Ακόμη κι αυτών των ποδιών της η γυμνότητα , ήταν καλυμμένη με χρυσάφι και μαργαρητάρια και τη συνόδευε μεγαλοπρεπή ακολουθία από νέους και νέες ντυμένους με βαρύτιμα ενδύματα και χρυσά περιδέραια γύρω στο λαιμό τους. Μερικοί απ’αυτούς προηγούνται και μερικοί ακολουθούσαν αλλά την ομορφιά και τη θελτικότητα εκείνης δεν μπορούσε να την φθάσει ένας ολόκληρος κόσμος. Περνώντας μπροστά από τη σύναξη των επικόπων γιόμισε τον αέρα με την ευωδία ενός υπέροχου αρώματος. Όταν οι επίσκοποι την είδαν να περνάει με ακάλυπτο το πρόσωπο, τους ώμους και τα μέλη του σώματος της , με μια πομπή τόσο μεγαλοπρεπή και χωρίς ούτε ένα πέπλο στο κεφάλι αναστέναξαν και σιωπηρά έστρεψαν το κεφάλι από την άλλη μεριά για να αποφύγουν βαριά αμαρτία.
Αλλά ο μακάριος Νόνος την κουτούσε επίμονα και αδιάκοπα και αφού είχε περάσει, ακόμα εξακολουθούσε να την ακολουθεί το βλέμμα του. Ύστερα, γυρνώντας κοίταξε τους άλλους επισκόπους που κάθονταν γύρω του και τους είπε, «δεν σας συγκίνησε η τόσο σπάνια ομορφιά της;». Εκείνοι δεν έδωσαν καμμιά απάντηση. Τότε αυτός κατέβασε το κεφάλι του, άφησε το ιερό βιβλίο που κρατούσε και ενώ δάκρυα κυλούσαν στο στήθος του, αναστενάζοντας βαριά, ξανάπε στους επισκόπους: «Δεν σας συγκίνησε η σπάνια ομορφιά της;». Αλλά εκείνοι και πάλι δεν απάντησαν. Τότε εκείνος είπε «Στ’αλήθεια συγκινήθηκα πολύ από την ομορφιά αυτής της γυναίκας , που ο Θεός θα την καλέσει μπροστά στον τρομερό θρόνο Του, για κρίση δική μας και της επισκοπικής μας ευθύνης». Και συνέχισε «Πόσες ώρες νομίζετε πως ξόδεξε αυτή η γυναίκα στα διαμερίσματα της, φροντίζοντας και στολίζοντας μόνη το σώμα της και τη μορφή της, έτσι που να μην υπάρχει το παραμκρό στίγμα και η παραμικρή ατέλεια στην ομορφιά του σώματος της και την εμφάνιση της, για να ευχαριστήσει τα μάτια των ανδρών και να μην απογοητεύσει τους αξιοθρήνητους εραστές της, που είναι σήμερα και αύριο δεν θα είναι; Κι εμείς που έχουμε έναν παντοδύναμο Πατέρα κι έναν αθάνατο εραστρή , με υποσχέσεις αιωνίων θυσαυρών και ευεργεσίες ανεκτίμητες που οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επι καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσι Αυτόν (Α. Κορ. 2,9) αλλά τι να λέω; Με τέτοιες υποσχέσεις για τη θέα του Νυμφίου αυτή την υπέροχη και θεσπέσια μορφή, που δεν τολομούν να κοιτάξουν τα Χερουβειμ, εμείς για χάρη αυτού του θείου εραστή ούτε στολίζουμε τις άθλιες ψυχές μας ούτε τις φροντίζουμε και ουτε καν ξεπλένουμε απ’αυτές τον ρύπο αλλά τις αφήνουμε στη βρωμιά».
Αφού είπε αυτά τα λόγια ο Νόνος έφυγε, πήγε στο κελί, στο οποίο έμενε με το διάκονο του και μαζί μ΄αυτόν έπεσε κάτω, με το πρόσωπο πάνω στη γή και κτυπώντας το στήθος άρχισε να κλαίει λέγοντας «Κύριε , Ιήσου Χριστέ ελέησον με τον αμαρτωλό και ανάξιο γιατί και μόνο μιας ημέρας το στόλισμα μιας πόρνης, είναι περισσότερο από το στόλισμα της ψυχής μου. Με τι όψη να σε κοιτάξω; Πώς να παρουσιαστώ μπροστά σου; Δεν μπορώ να κρύψω την καρδιά μου από σένα, εσύ ξέρεις τα μυστικά της. Αλίμονο, τον ανάξιο και αμαρτωλό, που στέκομαι στο θυσιαστήριο σου και δεν σου προσφέρω την καθαρή καρδιά που έχεις ζητήσει. Αυτή, έχει υποσχεθεί να ευχαριστήσει τους άνδρες και έχει κρατήσει την υπόσχεση της, εγώ έχω υποσχεθεί να ευχαριστήσω εσένα και μένα στη ραθυμία. Είμαι γυμνός στον ουρανό και στη γη, γιατί δεν έχω τηρήσει τις εντολές σου. Η ελπίδα μου δεν είναι σε κανένα καλό που έκανα αλλά στον οίκτο σου απ΄τον οποίο περιμένω τη σωτηρία μου».
Με τέτοιο πάθος ο μακάριος Νόνος λάτρευε τον γλυκύκατο του Κύριο. Με τέτοιο πάθος λάτρεψαν όλοι οι άγιοι τον Κύριο τους. Τέτοιο σφοδρό πάθος εκφράζει κι ο Παπαδιαμάντης με την περίφημη αποστροφή του στον Λαμπριάτικο Ψάλτη «το επ’εμοι, ενόσω ζω και αναπνέω και σωφρωνώ, δεν θα παύσω πάντοτε…να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστό μου».
Από το Βιβλίο του π.Φιλόθεου Φάρου
«Πρίν και μετά το Πάσχα» σελ 94-96
Ο Θεός θα δικαιώσει τον δίκαιο και θα τιμωρήσει τους κατηγόρους του
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΨΑΛΤΗΡΙΟΥ
Ο ΘΕΟΣ ΘΑ ΔΙΚΑΙΩΣΕΙ ΤΟΝ ΔΙΚΑΙΟ
ΚΑΙ ΘΑ ΤΙΜΩΡΗΣΕΙ ΤΟΥΣ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΣ ΤΟΥ
- Στήν σειρά τῆς ἑρμηνείας τοῦ ἱεροῦ Ψαλτηρίου, σήμερα, ἀδελφοί χριστιανοί, θά σᾶς ἑρμηνεύσω τόν 5ο ψαλμό.
Ὁ ψαλμός αὐτός εἶναι θρηνώδης. Ὁ ψαλμωδός θρηνεῖ στήν προσευχή του πρός τόν Θεό γιά τήν πολεμική πού τοῦ ἐξασκοῦν κακοί ἄνθρωποι καί Τοῦ λέγει: «Σύνες τῆς κραυγῆς μου» (στίχ. 2), «πρόσεχε τόν στεναγμό μου», ὅπως τό λέει τό Ἑβραϊκό κείμενο. Ποιοί εἶναι αὐτοί οἱ κακοί ἄνθρωποι πού στρέφονταν ἐναντίον τοῦ ποιητοῦ τοῦ ψαλμοῦ μας δέν γνωρίζουμε, οὔτε πάλι φαίνεται ἀπό τόν ψαλμό τί ἀκριβῶς τοῦ ἔλεγαν. Πάντως ὁ ψαλμωδός ἐπιτίθεται μέ βαρειές ἐκφράσεις ἐναντίον τους καί μάλιστα στρέφεται ἰδιαίτερα ἐναντίον κάποιου τόν ὁποῖο ὀνομάζει «ἄνδρα αἱμάτων καί δόλιον» (στίχ. 7).
- Οἱ ἐχθροί τοῦ ποιητοῦ μας, κακοί ὄντες, ἔλεγαν πολλά συκοφαντικά ἐναντίον του. Ἔλεγαν λόγια πού τοῦ ἔκαναν ζημιά, γιατί ὁ λάρυγγάς τους ἦταν ἕτοιμος σάν τάφος νά τόν καταφάγει καί νά τόν θάψει. Ὅλο καί ἔλεγαν καί μηχανεύονταν δόλια πράγματα ἐναντίον του (στίχ. 10). «Ταῖς γλώσσαις αὐτῶν ἐδολιοῦσαν» (στίχ. 10).
- Στόν πόνο του ὁ ποιητής μας γιά τήν ἐναντίον του πολεμική καί γιά νά σωθεῖ ἀπό τά ὅσα λέγουν καί μηχανεύονται κατ᾽ αὐτοῦ οἱ ἐχθροί του καταφεύγει στόν Ναό γιά νά προσφέρει θυσία στόν Θεό. Εἶναι δέ πολύ πιστός ὁ ποιητής μας, γι᾽ αὐτό καί εἰσέρχεται μέ πολλή εὐλάβεια καί φόβο στόν Ναό. Εἰσερχόμενος λέγει στόν Θεό: «Ἐγώ δέ ἐν τῷ πλήθει τοῦ ἐλέους σου εἰσελεύσομαι εἰς τόν οἶκον σου προσκυνήσω πρός ναόν ἅγιόν σου ἐν φόβῳ σου» (στίχ. 8). Τήν ὥρα πού ὁ ψαλμωδός προσφέρει τήν θυσία του εἶναι πρωί: «Τό πρωί παραστήσομαί σοι καί ἐπόψομαι», λέγει (στίχ. 4). Ὅσοι πρόσφεραν τότε θυσία παρατηροῦσαν εἴτε τόν ἱερέα εἴτε τό θύμα, εἴτε κοίταζαν γύρω-γύρω, μήπως δοῦν κανένα εὐνοϊκό σημεῖο ἀπό τόν Θεό, πού θά ἀνήγγελε κάποια βοήθεια. Γι᾽ αὐτό καί ὁ ποιητής μας λέγει «ἐπόψομαι». Να δῶ, δηλαδή, κάποιο σημεῖο.
- Ὁ ποιητής, πού συνθέτει τόν παρόντα ψαλμό καί προσφέρει πρωινή θυσία στόν Θεό γιά βοήθειά του, πιστεύει ὅτι ὁ Θεός θά τόν βοηθήσει. Θά τόν βοηθήσει γιατί ὁ Θεός δέν ἔχει καμμιά σχέση μέ τούς ἁμαρτωλούς, ὅπως εἶναι οἱ ἐχθροί του. Οὔτε δέχεται ὁ Θεός νά Τόν ὑπηρετοῦν οἱ πονηρευόμενοι καί δέν δέχεται πάλι ὁ Θεός νά εἶναι πλησίον Του οἱ παράνομοι. «Οὐχί Θεός θέλων ἀνομίαν σύ εἶ, οὐδέ παροικήσει σοι πονηρευόμενος, οὐδέ διαμενοῦσι παράνομοι κατέναντι τῶν ὀφθαλμῶν σου» (στίχ. 6), λέγει. Ὄχι μόνον ὁ Θεός δέν ἔχει καμμιά σχέση μέ τούς ἁμαρτωλούς, ἀλλά ἀντίθετα τούς ἀποστρέφεται καί τούς καταστρέφει (στίχ. 6). Ἑπομένως θά καταστρέψει «τούς λαλοῦντας τό ψεῦδος» (στίχ. 7), αὐτούς πού ἔλεγαν τά συκοφαντικά ἐναντίον τοῦ ποιητοῦ. Καί ἐκεῖνον τόν «ἄνδρα τῶν αἱμάτων καί δόλιον», πού ἤθελε νά κάνει μεγαλύτερο κακό στόν ψαλμωδό μας, τόν «βδελύσσεται ὁ Κύριος» (στίχ. 7).
- Στήν προσευχή του ὁ ποιητής, ὅταν προσφέρει τήν θυσία στόν Θεό, εὔχεται τήν καταδίκη τῶν ἐχθρῶν του ἀπό τόν Θεό καί τήν ἀποτυχία τῶν κακῶν τους σχεδίων (στίχ. 11). «Ἀποπεσάτωσαν», λέγει (στίχ. 11). Νά ἀποτύχουν, δηλαδή, τά σχέδιά τους. Ἀκόμη περισσότερο παρακαλεῖ νά διώξει ὁ Θεός μερικούς ἀπό τούς ἐχθρούς του, «ἔξωσον» αὐτούς, λέγει στήν προσευχή του (στίχ. 11). Νά τούς διώξει ἀπό ποῦ; Ἀπό τό ἅγιο Θυσιαστήριο μᾶλλον. Ἄρα ἦταν καί ἱερεῖς πολέμιοι τοῦ εὐσεβοῦς ποιητοῦ μας. Τώρα ἑρμηνεύουμε καλύτερα αὐτό πού εἶπε προηγουμένως ὁ ποιητής μας ὅτι δέν δέχεται ὁ Θεός νά Τόν ὑπηρετοῦν οἱ πονηρευόμενοι («οὐδέ παροικήσει σοι πονηρευόμενος», στίχ. 5), οὔτε πάλι δέχεται ὁ Θεός νά εἶναι πλησίον Του οἱ παράνομοι («οὐδέ διαμενοῦσι παράνομοι κατέναντι τῶν ὀφθαλμῶν σου», στίχ. 6). Καί οἱ ἱερεῖς εἶναι αὐτοί πού ὑπηρετοῦν τόν Θεό καί εἶναι πλησίον Του, ὡς ἐγγίζοντες τά ἅγια. Καί σκανδαλισμένος λοιπόν καί πληγωμένος ὁ ποιητής μας ἀπό τήν κακή συμπεριφορά καί τῶν ἱερέων ἀκόμη ἐναντίον του λέγει περί αὐτῶν στήν προσευχή του: «Ἔξωσον αὐτούς»!… Διῶξε τους, ὦ Θεέ, ἀπό τό ἅγιο θυσιαστήριό Σου!…
- Ἐνῶ ὅμως οἱ ἀσεβεῖς συκοφάντες καί πολέμιοι τοῦ ποιητοῦ μας θά καταστραφοῦν γιά τήν ἁμαρτωλότητά τους (στίχ. 11), ἀντίθετα, οἱ δίκαιοι, ὅσοι ἐλπίζουν στόν Θεό, ὅπως ἐλπίζει ὁ ψαλμωδός μας, θά αἰσθανθοῦν χαρά καί αἰώνια ἀγαλλίαση, γιατί ὁ Θεός θά «κατασκηνώσει ἐν αὐτοῖς» (στίχ. 12). Ὁ Θεός τόν δίκαιο ἄνθρωπο θά τόν στεφανώσει μέ τήν Χάρη Του, πού θά τοῦ εἶναι σάν ὅπλο ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν του. «Σύ εὐλογήσεις δίκαιον, Κύριε, ὡς ὅπλον εὐδοκίας (δηλαδή τῆς Χάρης Σου, τῆς εὐαρέσκειάς Σου) ἐστεφάνωσας αὐτούς» (στίχ. 13).
Μητροπολίτου Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμία
Αμαλία Αντωνίου (ένα λουλούδι της Βορείου Ηπείρου)
Βρισκόμαστε στα 1943. Δεκέμβριος μήνας, με βαρύ χειμώνα εκείνη την χρονιά και πολλές βροχές. Μέσα στη μαυρίλα της εποχής, αλλά και της γερμανοϊταλικής κατοχής, οι Βουνιώτες ζούσαν με την προσδοκία της ελευθερίας.
Ένα πρωινό όμως το χωριό αναταράχθηκε από πυροβολισμούς. Σε λίγο ο τελάλης ανακοίνωνε πως όλοι οι κάτοικοι έπρεπε να συγκεντρωθούν στην πλατεία του χωριού, όπως και έγινε. Εκεί εμφανίστηκε ο Σερό Αγκάι (Shero Agaj), Διοικητής Αυλώνας της Αλβανικής Χωροφυλακής, που είχε ιδρύσει ο περιβόητος Κοσοβάρος φασίστας και εγκληματίας πολέμου Τζαφέρ Ντέβα [3], και ζήτησε από τους κατοίκους την παράδοση των όπλων που είχαν κρυμμένα αλλιώς θα τους τουφέκιζε όλους. Οι κάτοικοι δεν πτοήθηκαν και ο Αγκάι με τον υπαρχηγό του Αχμέτ Λούλι, άρχισαν να βασανίζουν ποικιλοτρόπως τον δάσκαλο του χωριού Γιάννη Κόκκα, ο οποίος υπέμεινε τα βασανιστήρια με σφραγισμένα τα χείλη.
Τελικώς μετά από συνεννόηση με τους Γερμανούς, έδωσε στους κατοίκους προθεσμία εικοσιτεσσάρων ωρών και τους διέταξε να φιλοξενήσουν τους άντρες του.
Οι Βουνιώτες είχαν στη μνήμη τους μια προφητεία του Αγίου Κοσμά, ο οποίος τους είχε πει πως όταν περάσουν βάρβαροι από το χωριό να τους δώσουν ότι θέλουν εκτός από τα όπλα.
Το πρωί της επομένης ο στρατός άρχισε να ερευνά τα πάντα εντός και εκτός χωριού.
Μια ομάδα χωροφυλάκων έφθασε στην περιφέρεια Μαυριόνι, χειμαδιό [4] των τσοπαναραίων, όπου συνάντησε την δεκαεπτάχρονη Αμαλία Αντωνίου, που έβοσκε το κοπάδι του πατέρα της.
Οι χωροφύλακες κινήθηκαν εναντίον της με ανήθικους σκοπούς, αλλά η Αμαλία κατάφερε και έτρεξε στο μαντρί. Τα «παληκάρια» του Σέρο Αγκάι την κυνήγησαν, αλλά σαν πλησίασαν μια ντουφεκιά τράνταξε το Μαυριόνι και η φωνή της Αμαλίας ακούστηκε: «Όποιος πλησιάσει θα πεθάνει!».
Οι χωροφύλακες επιτέθηκαν όλοι μαζί και ακολούθησε μάχη. Τρεις Αλβανοί έπεσαν νεκροί από τις ντουφεκιές της Αμαλίας, πριν την βρει κι εκείνη μια σφαίρα στο μέτωπο…
Έτσι έπεσε η Αμαλία Αντωνίου, σώζοντας την τιμή της, άξια Ελληνίδα της Βορείου Ηπείρου.
Μόλις μαθεύτηκε το γεγονός οι Βουνιώτες πήραν τα όπλα και παρουσιάστηκαν στον Αλβανό διοικητή, απαιτώντας αμέσως την απομάκρυνση της χωροφυλακής, γιατί θα τους χτυπούσαν και θα τους φόνευαν όλους.
Και πράγματι έτσι και έγινε. Ο Αγκάι πήρε το τάγμα του και έφυγε νύχτα.
Οι Βουνιώτες κήδεψαν την ηρωϊκή κόρη που έσωσε την τιμή της και το χωριό της και άλλη μια χρυσή σελίδα είχε προστεθεί στο μεγάλο βιβλίο της ρωμαίικης λεβεντιάς…
Ν.Μ.
ΚΥΡΙΑ ΠΗΓΗ
Λάμπρος Σπύρου, Η Χειμάρρα, Αθήναι 1966.
ΠΗΓΗ.ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ