
ΛΑΔΙ ΟΧΙ, ΕΛΙΕΣ ΝΑΙ˙ ΓΙΑΤΙ;

Ευχαριστώ το Θεό,
που όταν φτάνω στο γκρεμό,
μου δίνει μια σπρωξιά πιο δυνατή,
όχι να πέσω,
μα να πετάξω.
Με τρομάζει το χτύπημα
– ενώ θα περίμενα χάδι-
μα με σώζει η εκτόξευση
στο άπειρο της αγάπης Του.
Στην αρχή ζαλίζει,
μα μετά φωτίζει.
Αρχικά φωνάζω διαμαρτυρόμενος,
μα αργότερα προσκυνώ
σωζόμενος.
Και δεν υπάρχει ωραιότερη αίσθηση
απ” την προσκύνηση
ενώ πετάς ψηλά,
και δεν βρίσκεις χώμα ν” ακουμπήσεις,
μα μόνο αέρα δόξας,
φως ανάστασης,
κενό Παρουσίας.
Ζαλίζομαι που το ξαναθυμάμαι.
/istologio.org/?p=5971#sthash.VST2c8wN.dpuf
Το σπίτι του, ήταν και το μοναδικό του βιος, που “ χε πάρει προίκα απ΄την κυρά του, γκρεμίστηκε ολάκερο. Μα δεν ήταν αυτό τίποτε μπροστά σ΄αυτό που έμαθε σαν γύρισε στη γειτονιά του να δει όλο αγωνία, σαν όλους τους άλλους, το βιος του και τους δικούς του. Οι γειτόνισσες του είπανε ότι η κερά του κι η μοναχοκόρη, βλέπεις δεν έκανε άλλα παιδιά ο δύστυχος, ήταν μες στο σπίτι την ώρα της κοσμαχαλασιάς. Να σκεφτείς, λες κι έπεσε όλο το σπίτι πάνω τους, ότι κάναν μια μέρα να βρούν τα σώματά των δυόνε τους! Μάλιστα, έλεγε ο καϋμένος ότι ο ίδιος πήρε τη μικρή στα χέρια του, όταν τη βρήκε σφινωμένη κάτω από ΄να αγκωνάρι! Αχ! Έβαλε λέει τ΄αυτί του στην καρδιά, μά του κάκου. Το κορμάκι του παγωμένο, τα χέρια μελανιασμένα. Άς τα!”
Ο γέρο-Γιώργης της συντροφιάς, ταραγμένος απ΄ τη διήγηση, και βλέποντας τον αφηγητή της ιστορίας να “χει στηλώσει τα μάτια του κάπου στο πουθενά, λες και ζούσε τις περιπέτειες του μακαρίτη, ζήτησε κι αυτός να στρίψει ένα τσιγάρο και είπε όλο κατανόηση: “Τώρα κατάλαβα γιατί τον λέτε δύστυχο! Αυτό ήταν το σαράκι!” “Δεν είναι τίποτε αυτά που έγιναν.
Κάτσε να δεις παρακάτω…”, πρόσθεσε ο άλλος. “Στην κηδεία τον κρατούσαν δυο το μπαρμπα-Νικόλα. Έκλαιγε για βδομάδες! Δεν είναι μικρό να ξεπροβοδάς σύζυγο και κόρη! Τέλος, τρία χρόνια μετά, πήγε στο κοιμητήρι για τις τελευταίες φροντίδες. Έβγαλε τα κόκκαλα της κυράς του, έκανε το σταυρό του και τράβηξε με τον παπά και τους εργάτες στον τάφο της μικρής για το άλλο “ξεσταύρωμα”. Μετά…, μετά δεν ξαναμίλησε, μέχρι που βγήκε απ΄την κλινική που τον ΄βάλαν τ” αδέλφια του για πέντ΄έξι χρόνια!”
Και ολοκληρώνοντας το λόγο του εκείνος, ξεσκεπάστηκα, φασαριόζικα μάλιστα, ότι εγώ είχα στήσει αυτί…. Μου΄πεσε το ποτήρι κι έγινε χίλια κομμάτια, στο άκουσμα των τελευταίων λόγων του γέρου: “…βλέπεις η μικρή βρέθηκε να “κοιμάται” στο πλάι!”.
Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου, δάσκαλος – συγγραφέαςhttp://hellas-orthodoxy.blogspot.gr/2015/02/blog-post_361.html