ΛΑΔΙ ΟΧΙ, ΕΛΙΕΣ ΝΑΙ˙ ΓΙΑΤΙ;

Απαντά ο αείμνηστος καθηγητής της Λειτουργικής
Ιω. Φουντούλης
 «Γιατί σε καιρό νηστείας νηστεύουμε το λάδι και τα ψάρια και τρώμε ελιές και αυγοτάραχο;»
 Η παλιά και αληθινή νηστεία συνίσταται στην πλήρη αποχή τροφής η στην ξηροφαγία. Επειδή όμως αυτή δεν είναι δυνατόν να τηρηθεί στις μεγάλες περιόδους των νηστειών του εκκλησιαστικού έτους, λόγω δύσκολων συνθηκών ζωής η έλλειψης ζήλου, έχουν στην πράξη επινοηθεί διάφορες διευκολύνσεις, ώστε να είναι δυνατή η εφαρμογή της νηστείας από όλους τους πιστούς.
 Στην αρχαία εποχή οι χριστιανοί μετά την ενάτη ώρα (3 μ.μ.) των νηστήσιμων ημερών κατέλυαν μόνο νερό και ψωμί. Σιγά-σιγά όμως όχι μόνο η διάρκεια της ολοκληρωτικής αποχής από τροφή περιορίστηκε στα συνηθισμένα και στις άλλες μέρες όρια γι αυτό μετατέθηκαν και οι Εσπερινοί της Τεσσαρακοστής και οι Προηγιασμένες το πρωί αλλά και άλλα είδη τροφών άρχισαν να χρησιμοποιούνται, όπως οι καρποί, τα όσπρια, τα οστρακόδερμα, τα μαλάκια κ.ο.κ.
 Μέσα στα πλαίσια αυτά μπορεί να κατανοηθεί και το ότι τρώμε ελιές κατά τις ημέρες που δεν τρώμε λάδι, και αυγοτάραχο κατά τις ημέρες που απέχουμε από ψάρια. Για το πρώτο μπορούμε να επικαλεστούμε το λόγο ότι οι ελιές τρώγονται ως καρπός, ενώ η απαγόρευση του λαδιού αφορά στα φαγητά που παρασκευάζονται με λάδι. Για το δεύτερο η δικαιολογία είναι λιγότερο εύλογη, αφού δεν ισχύει το ίδιο για το γάλα η τα αυγά, αλλά και αυτά απαγορεύονται κατά τις νηστείες μας ως «καρπός… και γεννήματα ων απεχόμεθα» κατά τον 56ο κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου. Γνωρίζω πάντως ευλαβείς χριστιανούς που κατανοούν ότι πρόκειται για «οικονομία», και κατά τις ημέρες των μεγάλων νηστειών, όπως και την παραμονή που θα κοινωνήσουν, απέχουν και από ελιές και από αυγοτάραχο.
 Είναι αλήθεια πως αυτή την ερώτηση την ακούμε συχνά από καλοπροαίρετους πιστούς και συχνότερα από μερικούς που ειρωνεύονται τις νηστείες. Θα μπορούσε και στις δύο περιπτώσεις να υπογραμμιστεί η ελαστικότητα και το φιλάνθρωπο των σχετικών εθίμων και των κανόνων της Εκκλησίας, που δεν έχουν σκοπό να εξοντώσουν τους ανθρώπους, αλλά να τους βοηθήσουν να ασκηθούν στην εγκράτεια και να κυριαρχήσουν στα πάθη τους. Αν τους σκανδαλίζουν οι τροφές αυτές, μπορούν να απέχουν από αυτές χωρίς κατά τον απόστολο να εξουθενώνουν τους «εσθίοντας» η να «κρίνουν» (Ρω 14,3) την Εκκλησία για την φιλάνθρωπη τακτική της. Το να αναλάβει η Εκκλησία αγώνα για την εκκαθάριση των σχετικών με τη νηστεία εθίμων και των τροφών που τρώγονται η όχι σ αυτήν, ούτε του παρόντος είναι ούτε μπορεί να μείνει πάντοτε μέσα στα όρια της σοβαρότητος. Εκείνο που πρωτεύει είναι ο τονισμός της ανάγκης της νηστείας και της πνευματικής ωφέλειας που προέρχεται απ αυτή, καθώς και η προσπάθεια για την κατά το δυνατόν συμμόρφωση των πιστών στις σχετικές εκκλησιαστικές διατάξεις, που αρκετά έχουν ατονήσει στις μέρες μας.

πηγή

Ουράνιο Προσκύνημα

bouno-ouranos

Ευχαριστώ το Θεό,
που όταν φτάνω στο γκρεμό,
μου δίνει μια σπρωξιά πιο δυνατή,
όχι να πέσω,
μα να πετάξω.

Με τρομάζει το χτύπημα
– ενώ θα περίμενα χάδι-
μα με σώζει η εκτόξευση
στο άπειρο της αγάπης Του.
Στην αρχή ζαλίζει,
μα μετά φωτίζει.
Αρχικά φωνάζω διαμαρτυρόμενος,
μα αργότερα προσκυνώ
σωζόμενος.
Και δεν υπάρχει ωραιότερη αίσθηση
απ” την προσκύνηση
ενώ πετάς ψηλά,
και δεν βρίσκεις χώμα ν” ακουμπήσεις,
μα μόνο αέρα δόξας,
φως ανάστασης,
κενό Παρουσίας.

Ζαλίζομαι που το ξαναθυμάμαι.

π. Ανδρέας Κονάνος

/istologio.org/?p=5971#sthash.VST2c8wN.dpuf

Στον καφενέ της γειτονιάς μου

Στον καφενέ της γειτονιάς μου, κοντά στο σπίτι που μένω τα δυο τελευταία χρόνια, πνιγμένον όπως πάντα σε καπνούς και τη μυρουδιά του τσίπουρου, μια παρέα ανθρώπων περασμένης ηλικίας συζητά, με ΄κείνον το απλό τρόπο που άνθρωποι της ηλικίας περνούν τον πλουσιοπάροχα ελεύθερο, πια, χρόνο τους.Κάθισα κοντά τους, σ΄ένα άδειο, μάλλον βρώμικο, τραπέζι, παρήγγειλα το μέτριο καφεδάκι μου κι αφέθηκα ν΄ακούω, δείχνοντας επίπλαστη αδιαφορία, την κουβέντα των πλαϊνών μου.

Βλέπεις αυτό είναι μια όχι και τόσο διακριτική συνήθεια που φώλιασε μέσα μου από τα χρόνια που δούλευα στη μικρή μας κουτσομπολίστικη εφημερίδα, κάτω στο νησί…Ο πιο καρδαμωμένος της παρέας με το στριφτό γκριζοκίτρινο μουστάκι, μ΄ένα τέτοιο χρώμα που δεν ήξερες αν ήταν ξανθό στα νειάτα του ή κιτρίνισε απ΄το τσιγάρο, έβγαλε ταμπάκο απ΄ τη σακούλα του, έστριψε το καθιερωμένο σαν ιεροτελεστία τσιγάρο του και ρούφηξε ηχηρά μια γουλιά απ΄τον καφέ του κι άλλη μια απ΄το σέρτικο. “Πάει κι ο Νικόλας μας!”, μονολόγησε ξαφνικά.

Ο διπλανός του σταμάτησε το μονότονο χτύπο του κομπολογιού του και συμπλήρωσε με τη βαρειά ντοπιολαλία του: “Αϊ μουρέ τον δύστυχο, μπιζέρσα να τον γλιέπω αγέλαστον! Τον έφαγε το σαράκι”. Ο τρίτος απόμαχος της παρέας ζήτησε να μάθει για ποιον μιλούσαν οι δυο τους και τι εννούσαν με το “σαράκι” κι έτσι ο πρώτος άρχισε τη διήγησή του, προς τέρψιν εμού του περιέργου:“Ο Νικόλας, που λες Γιώργη, ήρθε πριν απο καμιά τριανταριά χρόνια απ΄την Κεφαλλονιά και δούλεψε εργάτης πολλά χρόνια στον ΟΣΕ. Έμενε πάντα μόνος του. Πίναμε κάπου κάπου από κάνα κατοσταράκι και μού “λεγε συχνά για την πατρίδα του. Εκεί κάτω, που λες, είχε κάποτε κι αυτός οικογένεια. Δούλευε τότε μούτσος σε ένα περαματάρικο στη γραμμή Αργοστόλι-Ληξούρι. Μέχρι πού “ρθε κείνος ο σεισμός του ’55…

Το σπίτι του, ήταν και το μοναδικό του βιος, που “ χε πάρει προίκα απ΄την κυρά του, γκρεμίστηκε ολάκερο. Μα δεν ήταν αυτό τίποτε μπροστά σ΄αυτό που έμαθε σαν γύρισε στη γειτονιά του να δει όλο αγωνία, σαν όλους τους άλλους, το βιος του και τους δικούς του. Οι γειτόνισσες του είπανε ότι η κερά του κι η μοναχοκόρη, βλέπεις δεν έκανε άλλα παιδιά ο δύστυχος, ήταν μες στο σπίτι την ώρα της κοσμαχαλασιάς. Να σκεφτείς, λες κι έπεσε όλο το σπίτι πάνω τους, ότι κάναν μια μέρα να βρούν τα σώματά των δυόνε τους! Μάλιστα, έλεγε ο καϋμένος ότι ο ίδιος πήρε τη μικρή στα χέρια του, όταν τη βρήκε σφινωμένη κάτω από ΄να αγκωνάρι! Αχ! Έβαλε λέει τ΄αυτί του στην καρδιά, μά του κάκου. Το κορμάκι του παγωμένο, τα χέρια μελανιασμένα. Άς τα!”

Ο γέρο-Γιώργης της συντροφιάς, ταραγμένος απ΄ τη διήγηση, και βλέποντας τον αφηγητή της ιστορίας να “χει στηλώσει τα μάτια του κάπου στο πουθενά, λες και ζούσε τις περιπέτειες του μακαρίτη, ζήτησε κι αυτός να στρίψει ένα τσιγάρο και είπε όλο κατανόηση: “Τώρα κατάλαβα γιατί τον λέτε δύστυχο! Αυτό ήταν το σαράκι!” “Δεν είναι τίποτε αυτά που έγιναν.

Κάτσε να δεις παρακάτω…”, πρόσθεσε ο άλλος. “Στην κηδεία τον κρατούσαν δυο το μπαρμπα-Νικόλα. Έκλαιγε για βδομάδες! Δεν είναι μικρό να ξεπροβοδάς σύζυγο και κόρη! Τέλος, τρία χρόνια μετά, πήγε στο κοιμητήρι για τις τελευταίες φροντίδες. Έβγαλε τα κόκκαλα της κυράς του, έκανε το σταυρό του και τράβηξε με τον παπά και τους εργάτες στον τάφο της μικρής για το άλλο “ξεσταύρωμα”. Μετά…, μετά δεν ξαναμίλησε, μέχρι που βγήκε απ΄την κλινική που τον ΄βάλαν τ” αδέλφια του για πέντ΄έξι χρόνια!”

Και ολοκληρώνοντας το λόγο του εκείνος, ξεσκεπάστηκα, φασαριόζικα μάλιστα, ότι εγώ είχα στήσει αυτί…. Μου΄πεσε το ποτήρι κι έγινε χίλια κομμάτια, στο άκουσμα των τελευταίων λόγων του γέρου: “…βλέπεις η μικρή βρέθηκε να “κοιμάται” στο πλάι!”.


Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου, δάσκαλος – συγγραφέας
http://hellas-orthodoxy.blogspot.gr/2015/02/blog-post_361.html