Το γαλήνιο τέλος ενός Χριστιανού Ορθόδοξου Ινδιάνου

Κανείς μέσα στο χωριό, μέχρι την κοίμησή του, δεν έμαθε πως ο αρχηγός τους ήταν Ορθόδοξος.

Και ο Βλαδίμηρος – που γι’ αυτούς ήταν ο Frank – έζησε και δούλεψε μ’ αυτούς, γι’ αυτούς, με το μόνιμο φόβο μήπως το μάθουν…

Έπρεπε πάντα να’ ναι μετρημένος, προσεκτικός, ευέλικτος, αλλιώς θα γκρεμιζόταν μέσα τους. Ήταν για χρόνια υπεύθυνος του ραδιοφωνικού σταθμού και δούλευε στο πολιτιστικό τους Κέντρο. Θεωρούνταν αυθεντία στα θέματα παραδόσεων και συγκινούνταν αφάνταστα όταν εύρισκε «τους παραλληλισμούς», όπως έλεγε, με την Ορθόδοξη παράδοση. Μοιράστηκε μαζί μας πολλές από τις εμπειρίες του, επειδή δεν μπορούσε να τις μοιραστεί με τον λαό του. Μεγάλος σταυρός…

Ceremonial burial site in remote field.

Όταν τα Σαββατοκύριακα τον έβλεπα να βγαίνει από το ιερό της μικρής Ορθόδοξης εκκλησίτσας τού Sign of the Theotokos – που λειτουργούσε στα αγγλικά και τα γαλλικά – ντυμένος παπαδοπαίδι και κρατώντας την λαμπάδα μπροστά σε παπάδες και δεσποτάδες, αναλογιόμουν τι καρδιά κουβάλαγε αυτός ο γερόλυκος Ινδιάνος, που επέμενε να λέγει:

«Ο Θεός ξέρει…».

Και δος του και έκανε στρωτές μετάνοιες, για να του δίνει ο Θεός φώτιση να κατευθύνει τον λαό του μέσα από τις φουρτούνες και τις συμπληγάδες και να τον δυναμώνει να κρατήσει στους ώμους του μέχρι το τέλος το βαρύ φορτίο που του ‘δωσε.

Πέρασαν χρόνια. Κάθε φίλος που μας επισκεπτόταν στο Μόντρεαλ έπρεπε να κάνει το απαραίτητο ταξίδι – επίσκεψη στο ινδιάνικο χωριό και να γνωρίσει τον Βλαδίμηρο. Πολλοί κατά καιρούς, μου ‘παν πως κατέγραψαν τις εμπειρίες τους.

Ένα πρωί παίρνω ένα τηλεφώνημα στο Μόντρεαλ πως ο Βλαδίμηρος πέθανε έξω από το χωριό του…

Το ερώτημα τέθηκε στο μυαλό μου, ποιος θα τον θάψει, τι θα γίνει μ’ αυτόν; Είχε όμως αφήσει ρητή γραπτή εντολή να γίνουν όλες οι τελετές κατά το ινδιάνικο τυπικό στο «μακρύ σπίτι» και να τον διαβάσει κάποιος Ορθόδοξος παπάς. Βέβαια οι Ινδιάνοι δεν ήξεραν τι εννοεί με το «Ορθόδοξος παπάς», αλλά είχε αφήσει και κάποια τηλέφωνα.

Πράγματι τηλεφώνησαν και ένας Ορθόδοξος παπάς πήγε και του διάβασε την νεκρώσιμη ακολουθία, πριν το πάνε στο «μακρύ σπίτι».

Δεν είχα δυστυχώς την ευκαιρία να παρακολουθήσω την τελετή που έγινε στο «μακρύ σπίτι», αλλά μου την μετέφερε κάποιος κοινός μας φίλος που παραβρέθηκε.

Δύο μέρες μετά την κηδεία, ο ίδιος ο φίλος μου, ο Μάικλ, μου έφερε τις ειδήσεις και ένα πακέτο. Μου ‘πε πως παρακολούθησε όλη την τελετή. Ήταν πραγματικά εντυπωσιακή.

Όταν πάνε στο «μακρύ σπίτι», οι Ινδιάνοι βάζουν τις φορεσιές τους ανάλογα με την θέση που έχουν στο χωριό. Η ιεροτελεστία, που γίνεται βέβαια στις γλώσσες τους, είχε μια περίεργη δομή, σαν παλιό βυζαντινό τυπικό. Στο τέλος διαβάστηκε η διαθήκη του αρχηγού της φυλής μπροστά σ’ όλο τον κόσμο. Στην διαθήκη του ανέφερε που δίνει κάθε πράγμα.

Ο Βλαδίμηρος ήταν 75 ετών, είχε παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα. Σ’ όλα τα μέλη της οικογένειας άφησε και κάτι. Κάποτε ο Ινδιάνος που διάβαζε τη διαθήκη δυσκολεύτηκε να διαβάσει ένα όνομα – μη ινδιάνικο – και αφού στραβομουτσούνιασε, φόρεσε τα γυαλιά του και πρόφερε σχεδόν στραβά το όνομα «Γιάννης Χατζηνικολάου».

Ο φίλος μου ο Μάικλ σήκωσε το χέρι του και του ‘δωσαν το πακέτο που μου έφερε.

Όταν το άνοιξα, είδα τι ήταν: ένα μικρό βιβλίο, Η Θεία Λειτουργία, στα ελληνικά και τα αγγλικά, που του ‘χα χαρίσει πριν πολλά χρόνια.

Στην πρώτη σελίδα έλεγε:

«To Yianni», δηλαδή «στον Γιάννη», και από κάτω στα Ελληνικά: «Καλή αντάμωση – VladimirNatawe».

Θεώρησα πως ήταν πολύ καλή χειρονομία εκ μέρους του, μάλιστα το είχε προγράψει πριν φύγει, ίσως προέβλεπε ότι θα πεθάνει. Είχε γράψει στα Ελληνικά «καλή αντάμωση». Βέβαια η έκπληξη δεν έμεινε εκεί, αλλά συνεχίστηκε. Όταν φυλλομέτρησα το βιβλίο, έμεινα πράγματι με το στόμα ανοιχτό. Είχε μεταφράσει πάνω από το αγγλικό κείμενο την λειτουργία στην γλώσσα των Mohawk.

Βέβαια εγώ δεν διαβάζω Mohawk, αλλά την κρατάω σαν κειμήλιο, αυτήν την λειτουργία του Βλαδίμηρου στα ινδιάνικα, που είναι ακριβώς η μετάφραση της λειτουργίας του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Αν μ’ αξιώσει ο Θεός ίσως κάποτε να την εκδώσω.

Είναι κάτι τέτοιες σύγχρονες ιστορίες που μοιάζουν σαν παραμύθι, επειδή ψεύτικη είναι κι η ζωή μας.

Κι όμως είναι γεμάτες φως ανέσπερο, σύγχρονες μαρτυρίες μιας ευλογημένης «σαλότητας» που ζυμώνει το φύραμα όλο από το ερημοκκλήσι του αιγαιοπελαγίτικου βράχου μέχρι τους ινδιάνικους καταυλισμούς του Καναδά. Καλή αντάμωση, Βλαδίμηρε… Καραμάζωφ…

(Αναδημοσίευση από το περιοδικό “Σύναξη” του άρθρου “Το πέρασμα ενός Ινδιάνου “- πηγή:www.kivotoshelp.gr)

 

«Λογισμοί αμαρτωλού»

(Φώτης Κόντογλου)
Όταν μιλήσεις στους ψευτοχριστιανούς για σκληρή άσκηση στο κορμί και στο πνεύμα για την αγάπη του Χριστού, θυμώνουνε, σε λένε φακίρη, ειδωλολάτρη, βάρβαρο. Αν θέλεις να δοκιμάσεις την πίστη ενός χριστιανού, μίλησέ του για τον ασκητισμό. Ο πιστός θα νοιώσει κατάνυξη, ο χλιαρός, δηλαδή ο ψεύτικος, ο άπιστος, θα διαμαρτυρηθεί.
Τί αν λέγει ο Χρι­στός: «Μακάριοι όσοι αφήσανε τα πάντα και μ’ ακολουθήσανε», ή «Η βασιλεία του Θεού βιάζεται και οι βιασταί αρπάζουσιν αυτήν», και πως «θλίψιν έξετε», και πως «στενή και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν»; Εμείς θέλουμε να είμαστε Χριστιανοί χωρίς Χριστό, δηλ. χωρίς θλίψη πνευματική, χωρίς να σηκώνουμε τον σκληρό σταυρό, αλλά να περπατάμε στον πλατύν δρόμο. Αυτοί οι ψεύτικοι χριστιανοί, σαν τους μιλά κανένας για σκληρή και στερημένη ζωή, για θυσία, για άσκηση, λένε πως αυτά δεν τα θέλει ο Χριστός, και πως αυτά είναι παρακαμώματα.
Μα, ω ανόητε άνθρωπε, στον Χριστιανισμό, τίποτα δεν μπορεί να παραγίνει. Για όλα τα ανθρώπινα πράγματα μπορείς να πεις πως κάτι τι είναι παρακανωμένο, μονάχα για τον Χριστιανισμό δεν υπάρχει παρακάνωμα. Τί παρακάνωμα μπορεί να σηκώσει ακόμα το να αγαπάς αυτόν που σκότωσε τον πατέρα σου, τί παρακάνω­μα μπορείς να κάνεις στο να σε χτυπήσουνε και στο άλλο μάγουλο, τί παρακάνωμα να γίνει ακόμα στο να πεινάς και να διψάς την καταφρόνεση, στο να κάνεις όσα ζητά ο Θεός από εσένα, δηλ. στο ν’ αγαπάς τους εχθρούς σου, να γλυκομιλάς αυτόν που σε βρίζει, να μην κρίνεις αυτόν που σε δικάζει, να ταπεινώνεσαι μπροστά στον πιο τιποτένιον άνθρωπο, κι’ όταν τα κάνεις όλα αυτά, να λες πως είσαι «αχρείος δούλος»;
Τί παρακάνωμα μπορεί να γίνει ακόμα στο να πιστέψεις πως θα αναστηθούνε τα σώματά μας αθάνατα ως να ανοιγοκλείσει το μάτι, και πως ο κόσμος όλος θ’ αλλάξει μονομιάς, και πως θα γίνει άλλος καινούριος κόσμος άφθαρτος; Λοιπόν υπάρχει τίποτα στον Χριστιανισμό που να μπορεί να παρακαμωθεί; Ο Χριστιανισμός είναι η υπερβολή όλων των υπερβολών, το πιο απίστευτο από όλα τα απίστευτα. Για τούτο η πόρτα που μπαίνει κανένας στην εξωτική χώρα του Χριστού είναι μια μοναχά, η πίστη. Και για την πίστη δεν υπάρχει κανένα παρακάνωμα. Ενώ για την απιστία υπάρχει η πονηρή φρονιμάδα, το μέτριο και ο συμβιβασμός. Γι’ αυτό οι τέτοιοι ψευτοχριστιανοί δεν αντέχουνε στη φωτιά της πίστεως και γυρίσανε τον Χριστιανισμό σε κάποιο σύστημα ηθικό, ωφέλιμο για την εγκόσμια ζωή, που γι’ αυτό δεν τους χρειάζεται ολότελα ο Χριστός. Γιατί ο άπιστος φοβάται, ενώ όποιος πιστεύει «ως λέων πέποιθε», κατά τον προφήτη.
* Όποιος αγαπά τον Θεό, φλέγεται χωρίς να το δείχνει, χαίρεται χωρίς να γελά, συντρίβεται μέσα στον βυθό του εαυτού του.
* Η αγάπη που μας δίδαξε ο Χριστός είναι άλλο πράγμα από τη λεγόμενη φιλανθρωπία. Για τούτο οι φιλάνθρωποι δεν γεύουνται αυτή την αγάπη του Χριστού, που είναι «νερό που πηδά σε ζωή αιώνια». Οι φιλανθρωπίες που κάνουνε οι σημερινοί άνθρωποι είναι ένα χρέος κοινωνικό. Αυτοί οι φιλάνθρωποι, κι’ όποιος είναι πρακτικός άνθρωπος, δεν είναι χριστιανοί.
* Όποιος αγαπά τον Χριστό και το Ευαγγέλιό του, αγαπά το πράγμα που αξίζει να αγαπηθεί πιο πολύ απ’ όλα. Μέσα στον Χριστό βρίσκεται ό,τι αξίζει την αγάπη, η ταπείνωση, ο πόνος, η πραότητα, η πνευματική θλίψη κ’ η πνευματική χαρά που είναι κ’ οι δυο γλυκές όταν γίνονται στ’ όνομα του Χριστού.
* «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς». Να μας αναπαύσεις! Δεν θέλουμε ούτε να το ακούσουμε. Μα εμείς δεν θέλουμε ν’ αναπαυθούμε. Εμείς θέλουμε νάμαστε φορτωμένοι, με τα πάθη μας, με τις έχθρες μας, με τους πολέμους, με τις φροντίδες της φιλοδοξίας, της σάρκας, με αίματα λερωμένοι, με πιστόλια, με κανόνια, με μπόμπες. Τί θα γίνουμε χωρίς αυτά, Κύριε ειρηνοποιέ; Πώς θα ζήσουμε έτσι αναπαυμένοι, με τί θα γεμίσουμε τον άδειο τον εαυτό μας, αφού για μας είναι ζωή μονάχα αυτά τα πράγματα. Ειρήνη μας δίνεις, μα η ειρήνη είναι ο θάνατός μας, αφού είναι ο θάνατος των αγαπημένων μας παθών! Αν έλεγες «κ’ εγώ θα σας φορτώσω και άλλα τέτοια βάρη, που δεν τα γνωρίζετε, εγώ θα πλουτήσω την ψυχή σας και με άλλα τέτοια πλούτη, που να μη ειρηνέψετε ποτέ», τότε θα ερχόμαστε κοντά σου, θα σε παραδεχόμαστε για Θεό μας.
Εμείς θέλουμε θεούς που να μας φορτώνουνε, εκδικητικούς, σαν τον Άρη, σαν τον Δία, σαν τον Κρόνο, ψεύτες σαν τον Ερμή, σαν τους άλλους. Εμείς θέλουμε να ζούμε την κακία, γιατί αυτή είναι ζωντανή και δυνατή. «Ναι, έρχου, Κύριε!» Κράζει με χαρά ο Ιωάννης στον Ερχόμενο επί Νεφελών στη Δευτέρα Παρουσία. Πρέπει νάσαι άγιος, δίκαιος και μάλιστα νάσαι Ιωάννης, για να χαίρεσαι πως θάρθει ο Χριστός και να τον περιμένεις. Εμείς κράζουμε «μην έλθεις Κύριε». Γιατί είμαστε αμαρτωλοί και έρχεται η οργή του Κυρίου καταπάνω μας. Με την «ατομική μπόμπα» τα συλλογίζουμαι αυτά. Μόλις μαθεύτηκε, φόβος επέπεσε επί πάσαν καρδίαν. Μακάριοι όσοι είναι έτοιμοι σε κάθε στιγμή! Αλλά αλλοίμονο! Ποιος είναι έτοιμος σαν τον Ιωάννην τον αγιώτατο από τους αγίους; Όλοι μας φοβούμαστε μήπως έλθεις ως κλέπτης εν νυκτί (Λουκάς ΚΑ’).
* Οι άνθρωποι, αν τους βρίσεις ή λογοφέρεις μαζί τους, ή γράψεις γι’ αυτούς κακό, έρχεται ώρα που μπορεί να σου το συχωρέσουν. (Δεν βαρυέσαι, αδελφέ, ξέχασέ τα!) Κείνο που δεν θα σου συχωρέσουνε ποτέ και για το οποίο θα σε μισήσουνε, είναι να ζεις κατά τέτοιον τρόπο, που να ντρέπουνται εκείνοι για τη δική τους τη ζωή, νάναι η ζωή σου σαν ένας έλεγχος της δικής τους.
* Όποιος απογεύθηκε κατάκαρδα την ειρήνη του Χριστού, δεν βιάζει τον εαυτό του νάναι φτωχός, μα θεληματικά ποθεί τη φτώχεια, και χάνει τη χαρά του σαν αποκτήσει κάτι τι παραπάνω, ας είναι και το πιο τιποτένιο πράγμα. Κι’ ό,τι είναι ταπεινό και φτωχικό και καταφρονεμένο, τ’ αγαπά κρυφά μέσα στην καρδιά του χωρίς να λέγει τίποτα σε κανέναν, γιατί ο ταπεινός αγαπά τη σιωπή και τη λησμονιά: «Εγγύς ο Θεός της λυπηράς καρδίας».
* Μόλις σκορπίσουνε οι πειρασμοί κι’ ανοίξει η πόρτα της ψεύτικης χαράς και της αναπαύσεως, κλείνει η πόρτα της αληθινής ευφροσύνης. Αυτό το νοιώθει καθαρά ο Χριστιανός.
* Προσευχή. Σε ευχαριστώ, Κύριε πολυέλεε, σε υμνώ, σε δοξάζω, γιατί μ’ έπλασες από το τίποτα. Αλλά δεν μ’ έπλασες μοναχά μια φορά, αλλά και κάθε μέρα με πλάθεις από το τίποτα, επειδή και κάθε μέρα με βγάζεις από τον ίσκιο του θανάτου που ξαναπέφτω. Μέσα στον ακαταμέτρητο τον κόσμο, μέσα στη μερ­μηγκιά των ανθρώπων, είμαι ένα τίποτα. Ο κάθε άνθρωπος είναι ένα τίποτα. Και μολαταύτα τον κάθε άνθρωπο τον θυμάσαι και τον βρίσκεις και τον τραβάς προς εσένα, και τον ζωοποιείς από πεθαμένον, και τον ξαναπλάθει το πατρικό χέρι σου, σαν να είναι ο καθένας μας μοναχά αυτός στον κόσμο. Η κραταιά δύναμή σου βαστά όλη την κτίση κι’ όλες τις ψυχές σαν νάναι μια και μοναχή. Και τις κάνεις να νοιώσουνε την αθανασία σαν νάναι μια και μονάχη η καθεμιά και σε νοιώθουνε πατέρα τους σπλαχνικόν, που δεν κουράζεται να συχωρά και να ξαναπλάθει τον εαυτό μας, που πεθαίνει κάθε ώρα από την αμαρτία.
——————————————–
πηγή: Αξιοπρόσεκτες ευσεβείς σκέψεις του ακαταβλήτου αγωνιστού αειμνήστου ΦΩΤΙΟΥ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ † 1965. Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη».
πηγή ψηφιακού κειμένου: synodoiporia.gr

Συνέχεια

η πίστη στο Θεό…

 

Ο πιστός που βλέπει την σχέση του με τον Θεό ανταγωνιστικά δεν μπορεί να κατανοήσει ότι πίστη δεν σημαίνει αποδοχή ιδεολογημάτων ή ιερών εννοιών, αλλά αυτοπαράδοση σε μια αγάπη, σε έναν έρωτα. Μια ερωτική βεβαιότητα ότι κάποιος με αγαπάει πολύ και αυτόν τον κάποιον τον εμπιστεύομαι. Ο έρωτας όμως τσαλακώνει και οι περισσότεροι θρησκευτικοί άνθρωποι φοβούνται απόλυτα το τσαλάκωμα της εικόνας τους. Στην σχέση με τον Θεό χάνεις για να κερδίσεις, και δεν κερδίζεις εάν δεν χάσεις κάτι……

π.λίβυος 

http://plibyos.blogspot.gr/2015/02/blog-post.html

 

Ο Παράδεισος είναι κοντά

Είναι όμορφο να διαβάζεις δυο ωραίες σε περιεχόμενο σελίδες. Να θαυμάζεις μια ανθισμένη γλάστρα η να απολαμβάνεις μια δύση ηλίου. Όμορφο είναι να δέχεσαι ένα αγνό χαμόγελο. Να φέρνεις στο νου μια σκέψη ελπίδας, να οραματίζεσαι ένα αύριο καλύτερο.

Είναι ωραίο να αναπαύεται μʼ ευγνωμοσύνη το μάτι σου πάνω στην καθαρή μοκέτα του δωματίου ή στο συγυρισμένο συρτάρι σου, αλλά και νʼ απολαμβάνεις – γιατί όχι;- μια πετυχημένη λιχουδιά.

Είν΄ όμορφο να προσπαθείς να μη σε κουράζει η σκέψη της ανημπόριας που περνάς, γιατί αύριο θα ʽχεις λάβει “συν τω πειρασμό και την έκβαση” με τη δύναμή Του.

Να πιστεύεις στον εαυτό σου είναι πολύ όμορφο, αν και βλέπεις – εσύ όσο κανείς άλλος – την αδυναμία σου να είσαι καλός. Να εκτιμάς την προσπάθεια σου και την ανεπιτήδευτα αγαθή σου θέληση να γίνεσαι καλύτερος.

Όμορφο είναι να πιστεύεις το καλύτερο και για τους άλλους. Και πίσω από τον άδικο κάποτε λόγο τους, να ψάχνεις να βρεις τον κρυφό άγνωρό σου πόνο τους, που έστειλε τη χολή στα χείλη τους. Να λες δυο λόγια ικεσίας γιʼ αυτούς και να ευχαριστείς αμέσως Εκείνον που θα τους θεραπεύσει.
Είναι όμορφο να στηλώνεις το βλέμμα καθημερινά στη Ματιά του Πανάγαθου Θεού σου κι ανοίγοντας την καρδιά να στέλνεις το φως Της βαθειά σου. Την Αγάπη και την Ελπίδα να στέλνεις, ότι είσαι ο ελεημένος Του.

Κι ύστερα φέρνοντας τούτο το φως στη δική σου ματιά να το χαρίζεις παντού.

Στην κοπέλα που σʼ εξυπηρέτησε πίσω από την γκισέ, στον μικρό που σκούπισε τα τζάμια τʼ αυτοκινήτου σου. Στον συνταξιδιώτη μέσα στο τρένο, πʼ αθέλητα σε πάτησε. Στη γριά μητέρα σου που ζει και σήμερα την παραξενιά της.

Είναι όμορφο μπαίνοντας κάθε πρωί στο δρόμο της καθημερινότητας, να ʽσαι πρόθυμος να χαμογελάσεις. Και το χαμόγελο σου αυτό να δίνει όλους το μήνυμα ότι: Ο Παράδεισος δεν είναι μακριά μας, αλλά κουρνιάζει μέσα μας. Με την καλοσύνη που θα ντυθούμε. Στην ελπιδοφόρα προσμονή που δε θα διώξουμε από μέσα μας. Στο ζεστό χειροκρότημα που θα χαρίσουμε. Στο κομμάτι της σοκολάτας που θα στερηθούμε για να τη χαρεί κάποιο παιδί.
Είναι όμορφο να ʽσαι πιστός στην αποστολή που κλήθηκες να επιτελέσεις πάνω στη γη: Να είσαι ο χαρούμενος άνθρωπος. Ένα ζωντανό μήνυμα χαράς γιατί «ζει Κύριος ο Θεός»!

Ω, ναι είναι πολύ – πολύ όμορφο να δέχεσαι τη δωρεά του Παράδεισου που σου χαρίζεται και να γίνεσαι ένʼ άγγιγμα παραδείσου για τον καθένα είτε αυτός ζει μαζί σου, είτε λαχαίνει να περνά απʼ το διάβα σου.
Ας είναι να ζήσουμε ένα καλοκαίρι χαράς, μέσα στην καλοσύνη, την αγάπη και την ομορφιά του Θεού μας.

Από το περιοδικό «Ο Παπουλάκης»