Μου το διηγήθηκε μια γυναίκα με πανεπιστημιακή μόρφωση:
Στίς δώδεκα τα μεσάνυχτα, χτύπησαν την πόρτα στην Εκκλησία.
Ήταν μια γριούλα. Και ζητούσε παπά, να πάει να κοινωνήσει έναν άρρωστο.
Ό παπάς ετοιμάστηκε και βγήκε αμέσως μαζί της. Πλησιάζουν σε ένα φτωχό σπιτάκι, τύπου παράγκας.
Η γριούλα ανοίγει την πόρτα και μπάζει τον ιερέα σε ένα δωμάτιο.
Καί να ξαφνικά ο παπάς ευρίσκεται εκεί μόνος
με μόνο τον άρρωστο.
Ο άρρωστος του δείχνει με χειρονομίες την πόρτα καί σκούζει.
– Φύγε από εδώ! Ποιος σε κάλεσε; Εγώ είμαι άθεος. Καί άθεος θα πεθάνω.
Ο παπάς τα έχασε.
– Μα δεν ήλθα από μόνος μου! Με κάλεσε η γριά!
– Ποια γριά; Εγώ δεν ξέρω καμμιά γριά!
Ο παπάς, καθώς στέκει απέναντί του, βλέπει επάνω από το κεφάλι του άρρωστου, μια φωτογραφία με την γυναίκα πού τον κάλεσε.
Του λέει, ενώ του δείχνει το πορτραίτο.
– Να αυτή!
– Ποια αυτή;
Ξέρεις, τί λες,παπά;
Αυτή είναι η μάνα μου.
Καί έχει πεθάνει χρόνια τώρα!
Για μια στιγμή πάγωσαν καί οί δύο. Αισθάνθηκαν δέος. Ό άρρωστος άρχισε να κλαίει…
Καί αφού έκλαψε, ζήτησε να εξομολογηθεί.
Καί μετά, κοινώνησε.
Η μητέρα του είχε φροντίσει από τον ουρανό, να του δείξει τον δρόμο της σωτηρίας…
Από το βιβλίο του Δημητρίου Ντούτκο, ιερέως
(Στό σταυροδρόμι),
Μόσχα 1994