Οι σχέσεις του γέρ. Αιμιλιανού με τους Ιουστίνο Πόποβιτς και Δημήτριο Γκαγκαστάθη

 

Επεκτείνεται  και εκτός  ελλαδικών συνόρων  ανακαλύπτοντας  τη  δρόσο  του  Πνεύματος αρχικά  στον οσιωθέντα[250]  ιερομόναχο π. Ιουστίνο  Πόποβιτς  στη Σερβία[251] και  τους  διαπρεπείς  θεολόγους  μαθητές   του. Το 1976  τον  επισκέπτεται  ως  ηγούμενος  της  Σιμωνόπετρας  και  διαπιστώνει  εκ  του  σύνεγγυς  πόσο  πλησίον βρίσκεται  στο  νηπτικό  πνεύμα  του  νεοφανούς  αγίου  και  θεολόγου. Μάλιστα  ο  μαθητής  του  π. Ιουστίνου  επίσκοπος Αθανάσιος Γιέβτιτς τονίζει  πως  στον  π. Αιμιλιανό  βρήκε  εξαρχής  τα  χαρακτηριστικά  του  γέροντά  του π. Ιουστίνου , τα  οποία  συμπυκνώνονται  στην  πνευματική  αρχοντιά, την  οικουμενικότητα   και  τη  νοικοκυρωσύνη («οικονομία») , καταλήγοντας  στο  συμπέρασμα  ότι  μεταξύ  των  πνευματικών  ανθρώπων  συγκροτείται  ένα  δίκτυο  προσευχής , νήψεως, κοινωνίας  εμπειριών[252].

aimilianos-popovits2

Και  πάλι  εκτός  ελληνικών συνόρων  συναντάται  πνευματικά  κατόπιν  προσκλήσεως  του  με  τον Γέροντα  Σωφρόνιο Σαχάρωφ, πνευματικό  έκγονο  του  Οσίου Σιλουανού  του  Αθωνίτου   στο Essex  της  Αγγλίας . Ο  Γεροντας  Σωφρόνιος  γεννήθηκε  στη  Μοσχα  το 1896. Μετά  τις  πρώτες  εγκύκλιες  σπουδές  του επιδόθηκε   στη  ζωγραφική  και  εσπούδασε  στην  Κρατική  Σχολή  Καλών  Τεχνών. Προικισμένος  με   φυσικά  και  πνευματικά  χαρίσματα είχε  έντονες  μεταφυσικές  αναζητήσεις και  για  μια  οκταετία  ελκύσθηκε  από  τις  φιλοσοφικές θεωρίες  και τις θρησκευτικές δοξασίες  των  ανατολικών  θρησκειών  ασκώντας  τον   υπερβατικό  διαλογισμό [253]. Γρήγορα  όμως  ανένηψε  χάρη  στη  μελέτη  της  Παλαιάς  Διαθήκης , όπου  ανεγνώρισε  την  αποκάλυψη  του  Ζώντος  Θεού  των  Πατέρων  του.

Μετά  τα  γεγονότα  της  Οκτωβριανής  Επανάστασης , βρέθηκε  στο  Παρίσι  όπου  και  εσπούδασε με  ιερό  ζήλο  τη Θεολογία  αποκτώντας  και  τα  πρώτα  σημεία  της  Χαριτος. Ο  πόθος  της  λατρείας  και  της  προσευχής[254] οδήγησε  τα  βήματά του  στο  Άγιον Όρος  το  1925  όπου  εμόνασε για  22  χρόνια . Στο  διάστημα  της  παραμονής  του  στο  Περιβόλι  της Παναγίας  κοινοβίασε  στη  Ιερά Μονή  Αγίου  Παντελεήμονος,  όπου  και  συνεδέθη  πνευματικώς  με  τον  κατοπινό  μέγα  Άγιο  Σιλουανό  τον  Αθωνίτη (1866-1938), και κατόπιν  αποσύρθηκε  στην  αγιορειτική  έρημο, χρηματίζοντας  πνευματικός  Πατήρ  πλείστων   Ιερών  Μονών  αλλά  και  μεμονωμένων  μοναχών. Το  1947  αναχώρησε  για  τη  Γαλλία  όπου   εξέδωσε  τα  χειρόγραφα  του  Αγίου  Σιλουανού και  εργάστηκε  για  την  ανάδειξη  και  την  αγιοποίησή  του. Κατόπιν μετέβη  στο  Essex της Αγγλίας όπου  και  ίδρυσε   στα 1959 την  Πατριαρχική  και  Σταυροπηγιακή  Μονή  του Τιμίου  Προδρόμου αναδειχθείς  ηγούμενος  και  πνευματικός  της για  μια  35ετια  περίπου. Εκοιμήθη την 11η  Ιουλίου  του  1993.Ο  Γέροντας  Αιμιλιανός  τον  επισκέφθηκε   αρκετές  φορές  από  το  1970, οπότε  καταρχήν γνωρίσθηκε  μαζί  του,   και  τον εξομολόγησε  για  τελευταία  φορά όταν  πλέον ετοιμαζόταν  να  αναχωρήσει  από τα  εγκόσμια.

 

ΣΤ. Η  περίπτωση  του π. Δημητρίου Γκαγκαστάθη – ένας  ιδιότυπος  νηπτικός  «ενοριακός  μυστικισμός».

Μεταξύ  των  αγιασμένων  μορφών  που  συμπορεύθηκαν  με  τον γέροντα  Αιμιλιανό, εξέχουσα  θέση  κατέχει ο ευλαβέστατος  και  όσιος  εφημέριος  του  χωριού Πλάτανος  Τρικάλων παπα-Δημήτρης  Γκαγκαστάθης[255].  Ο  σεβάσμιος  λευίτης αποτελούσε  πρόσωπο  αξιοσέβαστο και  ιερό  για  το  Γέροντα[256]  αλλά  και  για  την  αδελφότητα  του Μεγάλου Μετεώρου[257]  και  κατόπιν  της  Σιμωνόπετρας[258]   και  της  Ορμύλιας. Η γνωριμία  των  δύο  πατέρων  ξεκινά  από  την  εγκαταβίωση  του π. Αιμιλιανού στα  Μετέωρα [259], ένα  χώρο  οικείο  για  τον   π. Δημήτριο, καθώς  εκεί  εξομολογούνταν από  τα  πρώτα  κιόλας  χρόνια  της  πολυκύμαντης  και  περιπετειώδους  ζωής  του[260].

Τον  νεαρό  τότε ιερομόναχο  Αιμιλιανό εντυπωσίασε  βαθύτατα η  ευλάβεια  του  παπα Δημήτρη  προς  τους  Ταξιάρχες –προστάτες  αγίους  του  χωριού  του- , η  απλότητα [261],  η  οικείωσή  του προς  τα  ιερώς  τελούμενα , η  άσκηση  και  η  ταπείνωσή  του. Όταν  μετά  από  λίγο  αυτός  ο  ενάρετος ιερέας άρχισε  να  εξομολογείται  στο  Γέροντα , διατηρώντας  αυτόν  τον  πνευματικό  δεσμό  ως  το οσιακό  του  τέλος, απεκάλυψε  σε  εκείνον  τα εσώτατα  των νηπτικών, προσευχητικών  και λατρευτικών βιωμάτων  του [262].  Η  ζωή  του , όπως  γράφει ο ίδιος  ο Γέροντας γι’ αυτόν ,  ήταν  μια  χειραγωγία  από  τη  θεία  χάρη ,  ώστε  να  αναδεικνύεται  όργανο  εκφράσεως  του  Αγίου Πνεύματος [263].

Ο  παπα-Δημήτρης εκφράζει  απόλυτα  έναν νηπτικό εγκόσμιο ασκητισμό  αν  και  έγγαμος  εφημέριος   με  πλείστες  ενοριακές  και  οικογενειακές  υποχρεώσεις.  Πρόκειται  για  μια  πνευματικότητα  με  κέντρο  την  μικρή  ενορία , η  οποία δεν  εμποδίζει  την  εσωτερική  – μυστική εμπειρία   και  κινείται  σε δύο  επίπεδα. Το  πρώτο  αφορά  την  συνεπή   και  ακριβέστατη  λειτουργική  ζωή[264], παράλληλα  με  μια  κοινωνικότητα,  που  αποδείκνυαν  τα  έργα  αγάπης   και φιλανθρωπίας (οικονομικές ενισχύσεις ,  ενοριακή  βιβλιοθήκη κ.τ.τ. ) , η μέριμνα  για  το  ποίμνιό  του  και  η  εκδαπάνηση  στη λύση  των  ποικίλων  προβλημάτων  των  ενοριτών  του. Το  δεύτερο  αφορά  στην  προσωπική  του  πνευματική  καλλιέργεια  μέσω  της  πολύωρης  και  ολονύκτιας  προσευχής, της  θείας  αγάπης,  της  ταπείνωσης, της  άσκησης, της  παιδικής  αφελότητος,  του  κλαυθμού  και  του  πόνου.  Ο  Γέροντας  δε  διστάζει  να  χαρακτηρίσει  τον παπα-Δημήτρη  σαν  ζωντανό  και  ενεργό  μυστήριο , σαν νέο  Μωϋσή ,  που  ζούσε  μέσα  στο θείο  γνόφο, πάντοτε  «ακέραιος,  ανέλικτος, ασυγκατάβατος, σταθερός»[265].

Σημαντικό  επίσης  στοιχείο  της  προσωπικότητας  του π. Δημητρίου Γκαγκαστάθη , πέραν  της  προσωπικής  βιώσεως  των μυστηρίων του Θεού, ήταν και  οι  σχέσεις  φιλίας  και  αδελφοσύνης  που  ανέπτυξε  με  σπουδαίες  και  εξέχουσες  μορφές  , που  προαναφέρθηκαν, όπως  οι οσίως  βιώσαντες π. Φιλόθεος  Ζερβάκος, π. Εφραίμ  Κατουνακιώτης  και π. Ιουστίνος Πόποβιτς (μέσω  των πνευματικών  του  τέκνων π. Αθανασίου και π. Αμφιλοχίου) με  τους  οποίους  διατηρούσε  επαφή είτε  επισκεπτόμενος, είτε  δι’ αλληλογραφίας, ζητώντας  συμβουλές , πνευματική  ενίσχυση ακόμα  και  έλεγχο των  πνευματικών  του  εμπειριών.  Ιδιαιτέρως  αγαπούσε  τα  ιερά  προσκυνήματα  και  τις  ιεραποδημίες,   εμπέδωνε  γνωριμίες  με  πρόσωπα  ιεραποστολικής  δράσης, και  ενίσχυε  κάθε  προσπάθεια  διαδόσεως  του  θελήματος  του  Θεού. Θα  έλεγε  κανείς  πως  με  τον  τρόπο  του  συγκροτούσε  ένα  πνευματικό  δίκτυο  μεταδόσεως  βιωμάτων  και  αλληλοενισχύσεως,  διαβλέποντας  προφητικά τη  ματαιότητα , τη  σύγχυση  και  τα  αδιέξοδα της  σύγχρονης  κοινωνίας.

[Συνεχίζεται]

[251] Αλεξ. Παναγοπούλου, π. Ιουστίνου  Πόποβιτς  Βίος και  Πολιτεία , εκδ.Διψώ , Πάτρα 1995, σ.12-98

[252] Επισκόπου Αθανασίου Γιέβτιτς, μνημ.εργ., σ. 40-46  και  Ιερομ.  Σεραπίωνος  ,  οπ. παρ. σ. 110

[253] Επισκόπου Αθανασίου Γιέβτιτς  , Βίος  του Οσίου Πατρός Ιουστίνου Πόποβιτς, εκδ. Νεκτάριος Παναγόπουλος, Αθήνα  2001, σ. 5-9

[254] Ιερομονάχου Ζαχαρία Ζαχαρου, Εισαγωγή  στη Θεολογία  του Γεροντος  Σωφρονίου, Ι.Μ.Τ. Προδρόμου, Έσσεξ 2000 , σ.11-12.

[255] Αρχιμ. Σωφρονίου(Σαχάρωφ) , Περί προσευχής , εκδ. Ι.Μ.Τ. Προδρόμου , Έσσεξ  1993 , σ. 235-6.

[256] Στυλιανού  Κεμεντζετζίδη, οπ. παρ. σ. 43-233

[257] Αιμιλιανού, Αρχιμ. οπ.παρ. , Κατηχήσεις τ. 1 σ. 273

[258] Μανώλη Μελινού , Άγιον Όρος – Παΐσιος , Αθήνα 2000  σ. 129

[259] Στυλιανού Κεμεντζετζίδη, οπ. παρ. σ. 269-270

[260] Οπ.παρ., σ. 248-251

[261] Οπ. παρ., σ.33-164

[262] Επισκόπου Αθανασίου Γιέβτιτς , μνημ. εργ.,  σ. 42 – 43

[263] Στυλιανού  Κεμεντζετζίδη, οπ. παρ. , σ.302-315

[264] Αρχιμ. Αιμιλιανού ,  οπ.παρ. ,Κατηχήσεις τ. 1 , σ. 274-276

[265] Οπ. παρ.,  Κατηχήσεις  τ. 1 , σ. 280 κ.ε.

 

[προηγούμενη δημοσίευση:http://www.pemptousia.gr/?p=85876%5D

 

Η συμμόρφωσης προς τις επιταγές των Ιερών Κανόνων είναι υποχρεωτική και ανυπέρθετη

Τα θέματα της ανάρτησης: Οι Οικουμενικές Σύνοδοι και οι Ιεροί Κανόνες, οι Άγιοι Πατέρες, οι Συμπροσευχές, οι Ιερουργίες με αιρετικούς, Ανάγκη αφύπνισης Κλήρου και λαού.
Ο Μητροπολίτης Κυθήρων, κ. Σεραφείμ, ένας από τους Μητροπολίτες που υπέγραψαν την επιστολή της Συνάξεως Ορθοδόξων Κληρικών και Μοναχών σχετικά με  τη νέα Εκκλησιολογία του Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου, εξηγεί γιατί όποιος συμπροσεύχεται με παπικούς πρέπει να αφορίζεται ή να καθαιρείται.

Σύμφωνα με τους Ιερούς Κανόνες, όποιος συμπροσεύχεται με παπικούς, θα πρέπει να αφορίζεται ή να καθαιρείται!

Ἐρώτησις 1η : Ποιά εἶναι ἡ γνώμη σας γιά τίς συμπροσευχές μέ παπικούς καί ἀλλοθρήσκους;
Ἀπάντησις : Γιά τό πολύ σοβαρό αὐτό θέμα τῶν συμπροσευχῶν μέ τούς ἑτεροδόξους καί τούς ἑτεροθρήσκους προστρέχουμε καί ἀναζητοῦμε τήν θέσι τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία διατυπώνεται καί ἐκφράζεται ἀπό τούς Θείους καί Ἱερούς Κανόνας τῆς Ἁγιωτάτης ἡμῶν Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Οἱ Ἅγιοι καί Θεοφόροι Πατέρες μας ἀπεφάνθησαν διά τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὡς καί διά τῶν ὑπ’ αὐτῶν ἀναγνωρισθεισῶν Τοπικῶν (Συνόδων) καί Κανόνων Ἁγίων Πατέρων, διά τά σπουδαῖα αὐτά κανονικά καί ἐκκλησιολογικά θέματα καί ἡ συμμόρφωσις πρός τίς ἐπιταγές τῶν Ἱερῶν αὐτῶν Κανόνων εἶναι ὑποχρεωτική καί ἀνυπέρθετη.
Κατά τούς Θείους καί Ἱερούς Κανόνας οἱ ἀκοινώνητοι, οἱ αἱρετικοί καί οἱ ἐθνικοί θεωροῦνται ὅτι εἶναι ἐκτός τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Μέ αὐτούς δηλ. δέν ἐπιτρέπεται ἡ ἐκκλησιαστική κοινωνία.
Αὐτό, βέβαια, δέν γίνεται ἀπό μῖσος, βδελυρία ἤ ἀπέχθεια, ἀλλά γιά λόγους παιδευτικούς καί παιδαγωγικούς. Τό μέν, διότι ἡ αἵρεσις, τό σχῖσμα καί ἡ ξένη θρησκεία στεροῦν ἤ ἀφαιροῦν τίς προϋποθέσεις καί τήν δυνατότητα συμπροσευχῆς ἤ συλλειτουργίας, καθιστῶσαι ἀνίκανο καί ἀδύναμο γι’ αὐτές τόν αἱρετικό, σχισματικό καί ἀλλόθρησκο. Καί τό δέ, διότι ἐάν ἐκκλησιάζωνται μέ τούς πιστούς οἱ τοιοῦτοι καί ὑπάρχει ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ αὐτούς, χωρίς προηγουμένως νά ἀνανήψουν καί νά ἀποπτύσουν τήν αἵρεσι, τήν πλάνη καί τήν κακοδοξίαν των, τότε, κατεχόμενοι ἀπό τό πνεῦμα τῆς πλάνης, τῆς αἱρέσεως καί τῆς κακοδοξίας, δέν θά ἀφυπνισθοῦν ποτέ πνευματικά καί ἡμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι πιστοί, λαϊκοί καί κληρικοί, ἔχουμε μεγάλη εὐθύνη γι’ αὐτό καί κοινωνοῦμε ἐν προκειμένῳ «ἁμαρτίαις ἀλλοτρίαις».
Οἱ παπικοί, γιά νά ἀπαντήσω στήν ἐρώτησί σας, κατά τούς Ἱερούς Κανόνας, τίς ἀποφάσεις Πατριαρχικῶν συνόδων τῆς β’ χριστιανικῆς χιλιετίας καί τήν διδασκαλία Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας (ὅπως τοῦ Μ.Φωτίου, τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ κ.λπ., θεωροῦνται ἀκοινώνητοι καί αἱρετικοί (παρ’ ὅτι ἐπισήμως ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας τούς θεωρεῖ ὡς σχισματικούς, καί ἑπομένως ἀκοινωνήτους, καί ὄχι ὡς αἱρετικούς).
Γιά τούς ἀκοινωνήτους καί αἱρετικούς οἱ Ἱεροί Κανόνες, ἐνδεικτικῶς, ὁρίζουν τά ἑξῆς : Ὅποιος συμπροσεύχεται μέ ἀκοινώνητο, ἀκόμη καί μέσα σέ ἕνα σπίτι, ἄς ἀφορίζεται (10ος Ἀποστολικός). Ἐπίσκοπος ἤ Πρεσβύτερος ἤ Διάκονος ἐάν συμπροσευχήθηκε μόνο μέ αἱρετικούς, ἄς ἀφορίζεται. Ἄν ὅμως ἐπέτρεψε σ’ αὐτούς νά κάνουν κάτι (νά ἱερουργήσουν) ὡς κληρικοί, ἄς καθαιρεῖται (45ος Ἀποστολικός). Νά μήν ἐπιτρέπεται στούς αἱρετικούς νά εἰσέρχωνται στόν οἶκο τοῦ Θεοῦ, ἐφ’ ὅσον ἐπιμένουν στήν αἵρεσι (6ος Κανών τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου). Ἐκείνους πού ἐπιστρέφουν ἀπό τίς αἱρέσεις, εἴτε ἦσαν κατηχούμενοι, εἴτε πιστοί κατ’ αὐτούς, νά μήν τούς προσδέχεσθε, πρίν ἀναθεματίσουν κάθε αἵρεσι, καί κατ’ ἐξοχήν αὐτήν (τήν αἵρεσιν), στήν ὁποία ἦσαν αἰχμάλωτοι (7ος Κανών τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου). Δέν πρέπει νά παίρνουμε εὐλογίες ἀπό τούς αἱρετικούς, οἱ ὁποῖες εἶναι ἀλογίες μᾶλλον, παρά εὐλογίες (32ος Κανών τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου). Καί ὅτι δέν πρέπει μέ αἱρετικούς ἤ σχισματικούς νά συμπροσευχόμαστε (33ος Κανών τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου).
Ὅσο γιά τίς συμπροσευχές μέ τούς ἀλλοθρήσκους οἱ Ἱεροί Κανόνες διατάσσουν τά ἑξῆς : Ὅποιος Ἐπίσκοπος, ἤ Πρεσβύτερος, ἤ Διάκονος, ἤ γενικά ἀπό τόν κατάλογο τῶν Κληρικῶν, νηστεύει μέ τούς Ἰουδαίους, ἤ ἑορτάζει μαζί τους, ἤ δέχεται ἀπό αὐτούς τά τῆς ἑορτῆς των (δηλ. ἄζυμα) ἤ κάτι παρόμοιο ἄς καθαιρεῖται. Ἄν δέ εἶναι λαϊκός, ἄς ἀφορίζεται (7ος καί 70ός Ἀποστολικός, 37ος καί 38ος Κανών τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου). Δέν πρέπει μέ τούς ἐθνικούς (εἰδωλολάτρες) νά συνεορτάζουμε καί νά κοινωνοῦμε μέ τήν ἀθεότητά τους (39ος Κανών τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου). Καί, ἄν κάποιος Χριστιανός μεταφέρη λάδι σέ ἱερό ἐθνῶν (μή χριστιανικό ναό), ἤ σέ συναγωγή Ἰουδαίων, στίς γιορτές τους, ἤ ἀνάβει λυχνάρια, ἄς ἀφορίζεται (71ος Ἀποστολικός).
Μετά τήν δειγματοληπτική παράθεσι τῶν ὡς ἄνω Ἱερῶν Κανόνων εἶναι προφανές τό τί πρέπει καί τί δέν ἐπιτρέπεται νά γίνεται μέσα στόν ἐκκλησιαστικό χῶρο. Οἱ συμπροσευχές καί ἡ εἴσοδος ἀκοινωνήτων καί αἱρετικῶν ἀπό τήν Ὡραία Πύλη τοῦ Ὀρθοδόξου Ναοῦ δέν συγχωροῦνται, οὔτε φυσικά κάτι τό περισσότερο ἀπό αὐτό π.χ. ἡ εὐλογία τοῦ ὀρθοδόξου ποιμνίου ἀπό αὐτούς, ἡ ἀνάγνωσις τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου ἐν ὥρᾳ Θ. Λατρείας ἀπό διάκονο τῶν παπικῶν κ.λπ.). Οὔτε πρέπει νά γίνωνται συμπροσευχές μέ ἑτερόδοξους καί ἑτεροθρήσκους, σάν κι αὐτές πού ἔγιναν στούς κήπους τοῦ Βατικανοῦ ἀνήμερα τῆς Πεντηκοστῆς τοῦ λήγοντος ἔτους 2014 καί πού ἐκ τῶν πραγμάτων ἐκρίθησαν ὅτι ἦσαν πάντῃ ἀτελέσφορες. Καί βεβαίως ἡ παρουσία Ἐπισκόπων στίς στιγμές τῆς «χειροτονίας» ἑτεροδόξων, καί ἡ προσφορά τιάρας ἤ Ἀρχιερατικῆς Μίτρας καί Ποιμαντορικῆς Ράβδου (ὅπως ἔγινε στήν Ἀφρική) θεωρεῖται ὡς ἀνεπίτρεπτος.
Σχετικά μέ τό θέμα αὐτό ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος σέ ἀνακοινωθέν της (Ὀκτώβριος 2014) σημειώνει ἐπί λέξει : «Ἀναφορικά μέ τόν θεολογικό διάλογο στό Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν τονίστηκε ἡ ἀνάγκη ἀποφυγῆς κάθε μορφῆς συμπροσευχῆς».
Ἐρώτησις 2η : Σεβασμιώτατε, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης δέν κρύβει τήν  πρόθεσή του νά πάρει ὑπό τήν δικαιοδοσία του τίς Μητροπόλεις τῶν Νέων Χωρῶν. Θεωρεῖτε ὅτι μία τέτοια ἐνέργεια θά ὁδηγήσει σέ διχασμό τήν Ἐκκλησία;
Ἀπάντησις : Τό θέμα πού θίγετε, κ.Μεϊμάρη, εἶναι πολύ σοβαρό, ἐπίκαιρο καί κρίσιμο. Τή σοβαρότητα καί τήν κρισιμότητά του τήν ἐπεσήμανα εὐτόνως σέ συνεδρίασι τῆς Σεπτῆς Ἱεραρχίας τόν παρελθόντα Ὀκτώβριο. Ἐτέθη τό θέμα ἐκτός ἡμερησίας διατάξεως καί γι’ αὐτό δέν συνεζητήθη διεξοδικῶς, ἀλλά παρεπέμφθη γιά ἐπεξεργασία στήν Δ.Ι.Σ. μέ προοπτική νά εἰσαχθῆ ἐπίσημα σέ προσεχῆ συνεδρίασι τῆς Ι.Σ.Ι. (Ἱεραρχίας).
Συμφωνῶ μέ τίς ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ νευραλγικοῦ θέματος θέσεις τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Καλαβρύτων καί Αἰγιαλείας κ.Ἀμβροσίου, ὁ ὁποῖος ἐκφράζει τόν βαθύ πόνο καί τήν ἔντονη ἀνησυχία του γιά τίς διαφαινόμενες ἐξελίξεις του. Δέν ἠμπορῶ, ὅμως, παρά τόν σεβασμό μου στό πρόσωπό του, νά συμφωνήσω καί μέ τόν τρόπο καί τίς σκληρές ἐκφράσεις πρός τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο. Καί τοῦτο, ὄχι μόνο διότι ἀπευθύνονται στόν Πρωτόθρονο Πρωθιεράρχη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀλλά καί ἄν ἀκόμη ἀφοροῦσαν σέ ἕνα ἁπλό Μοναχό ἤ λαϊκό χριστιανό. Ἄς μοῦ συγχωρηθῆ αὐτή ἡ ἐπισήμανσις˙ «φίλος ὁ Πλάτων, φιλτέρα ἡ ἀλήθεια». Ἄλλο οἱ ἀλήθειες πού διατυπώνονται εὐθαρσῶς καί ἄλλο ὁ τρόπος τῆς ἐκφράσεώς των.
Σημασία, ὅμως, ἔχει τό γεγονός ὅτι τά ἀναφερόμενα ὑπό τοῦ Σεβ. Καλαβρύτων δέν εἶναι εἰκαστικά ἤ φανταστικά, ἀλλά στηρίζονται σέ δηλώσεις, πεποιθήσεις καί προθέσεις  τοῦ Παναγ. Πατριάρχου. Ἄν μάλιστα ἀληθεύουν καί οἱ κατά καιρούς παρεμβάσεις του εἰς τά ἁρμόδια ὄργανα τῆς Πολιτείας (τούς ἑκάστοτε Ὑπουργούς τοῦ Υ.ΠΑΙ.Θ.) τά πράγματα ἀποκτοῦν ἰδιαίτερη σοβαρότητα καί ἐπικινδυνότητα.
Οἱ Ἱερές Μητροπόλεις τῆς Βορείου Ἑλλάδος καί τῶν νήσων τοῦ Ἀρχιπελάγους (Νέες Χῶρες) εὑρίσκονται ὑπό τήν πνευματική καί μόνο ἐξάρτησι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ἡ διοικητική δικαιοδοσία τῶν καλουμένων Νέων Χωρῶν ἔχει παραχωρηθῆ διά τῆς Πατριαρχικῆς Πράξεως τοῦ Οἰκουμ. Πατριαρχείου τοῦ 1928 εἰς τήν Αὐτοκέφαλον Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος, ἀφοῦ, πρός τοῖς ἄλλοις, «τά ἐκκλησιαστικά εἴωθε τοῖς πολιτικοῖς συμμεταβάλλεσθαι».
Ὑποστηρίζεται ὅτι παρεχωρήθησαν «ἐπιτροπικῶς καί ἄχρι καιροῦ», κατά τήν προμνησθεῖσαν Πρᾶξιν, καί ὅτι πρέπει νά ἐπαναποδοθοῦν εἰς τό Πατριαρχεῖον Κωνσταντινουπόλεως. Ἀνακύπτουν, ὅμως, δύο καίρια ἐρωτήματα : 1. Ἐάν τό ἔτος 1850, κατά τό ὁποῖον ἐξεδόθη ὁ Πατριαρχικός Τόμος διά τήν Αὐτοκεφαλίαν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἦσαν ἐλεύθερες ἀπό τόν Τουρκικό ζυγό οἱ περιοχές αὐτές τῶν «Νέων Χωρῶν», δέν θά συμπεριελαμβάνοντο εἰς τόν Τόμον αὐτόν, ἤ θά ἐξεδίδετο ὁ Τόμος χωρίς αὐτές, καί γι’ αὐτές μόνον θά ἐξεδίδετο Πατριαρχική Πρᾶξις; καί 2. Συμφέρει στήν Ἑλλαδική μας Ἐκκλησία καί στό Ὀρθόδοξο Γένος μας αὐτή ἡ κατάτμησις καί αὐτή ἡ διαίρεσις, γνωστοῦ ὄντος ὅτι τά γύρωθεν ἡμῶν εὑρισκόμενα ἔθνη ἐποφθαλμιοῦν διαρκῶς τήν ἐθνικήν μας ἀκεραιότητα;
Παρά ταῦτα, ὅμως, παραμένει ἰσχυρή ἡ θέσις ὅτι, ἐφ’ ὅσον ἀναγράφεται εἰς τήν Πατριαρχικήν Πρᾶξιν τοῦ 1928 πρέπει νά ἐκτελεσθῆ κατά γράμμα. Καί βέβαια εἶναι κατά πάντα σεβαστή μία Πατριαρχική Πρᾶξις. Δέν εἶναι, ὅμως, τό Ἱερόν Εὐαγγέλιον, ἤ τό Ἱερόν Πηδάλιον τῶν Θείων καί Ἱερῶν Κανόνων, οὔτε τό Σύνταγμα τῶν Δογματικῶν Ὅρων καί τῶν Ἀποφάσεων τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, πού εἶναι καί πρέπει νά μένουν ἀναλλοίωτα καί ἀμετάτρεπτα. Μιά Πατριαρχική Πρᾶξις, ἐφ’ ὅσον δέν ἀφορᾶ σέ θέματα Ὀρθοδόξου Πίστεως καί Δογματικῆς διδασκαλίας, δύναται, κατά τήν ταπεινή μου ἄποψι, νά τροποποιηθῆ καί νά βελτιωθῆ, ἀφοῦ πρόκειται διά τόν τρόπον διοικήσεως ἑνός τοπικοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ διαμερίσματος.
Ἡ νεωτέρα Ἐκκλησιαστική Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀναφερόμενη εἰς τήν ἐν θέματι Πατριαρχική Πρᾶξι τοῦ 1928 καί τήν ἐφαρμογή της, καταγράφει ὅτι, ὅταν ἐξεδόθη ἡ Πρᾶξις αὐτή, ὁ ἀείμνηστος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος ἀπηυθύνθη ἐξ ὀνόματος τῆς Δ.Ι.Σ. εἰς τήν Πατριαρχικήν Σύνοδον καί τόν τότε Οἰκουμενικόν Πατριάρχην Βασίλειον, προκειμένου αὕτη νά καταστῇ πλέον λειτουργική γιά τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία ἀντιμετώπιζε ὡρισμένα προβλήματα κατά τήν ἐφαρμογήν της. Καί ἀφοῦ ἐπανῆλθε ἐκ νέου εἰς τό θέμα αὐτό ὁ ἀοίδιμος Πρωθιεράρχης τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας, ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία δι’ Ἀποφάσεώς της ᾖρε τά ὑφιστάμενα τότε ἐμπόδια.
Δόξα τῷ Θεῷ οἱ Σεβ. Μητροπολῖται τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας, οἱ Ἱεράρχαι τῆς Παλαιᾶς καί Νέας Ἑλλάδος, ὅπως ἀποκαλοῦνται, ἀποτελοῦν ἕνα ἑνιαῖο Σῶμα καί ἡ συμπόρευσις καί συνεργασία εἶναι ἁρμονική εἰς δόξαν Θεοῦ καί εὔκλειαν τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Ἄς δεόμεθα ἅπαντες τοῦ Παντοκράτορος Κυρίου καί Θεοῦ ἡμῶν νά παρέλθῃ ἀζημίως ὁ κίνδυνος καί ἡ ἀπειλή τῆς διαρχίας εἰς τό Ἱερόν Σῶμα τῆς Ἁγιωτάτης Ἑλλαδικῆς ἡμῶν Ἐκκλησίας. Καί πρός τοῦτο ἀπευθύνουμε ἐγκάρδια καί ἔνθερμη ἔκκλησι πρός τήν Α.Θ.Π. τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην κ.Βαρθολομαῖον νά συμβάλη οὐσιαστικῶς εἰς τήν ἀδιασάλευτη ἑνότητα τοῦ Ἱεροῦ Σώματος τῆς Σεπτῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, διά νά ἀντιμετωπίζωνται μιᾷ ψυχῇ καί τά ἐθνικά καί πατριωτικά μας θέματα.
Ἔτσι θά ἐπιβεβαιωθοῦν τά ἐγκάρδια ἐπιφωνήματα τοῦ εὐσεβοῦς ἡμῶν λαοῦ : «Εἶσαι τοῦ Γένους ὁ Πατριάρχης. Εἶσαι τοῦ Γένους ἡ ἐλπίδα».
Ἐρώτησις 3η : Πῶς βλέπετε τήν ἵδρυση τμήματος μουσουλμανικῶν σπουδῶν μέσα στή Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης;
Ἀπάντησις : Ἔχω ἀπαντήσει διά πολλῶν στήν πρό μηνός περίπου δοθεῖσα συνέντευξί μου σέ σᾶς. Ἔστειλα πρό ἡμερῶν ἕνα σχετικό μήνυμα συμπαραστάσεως στόν Παναγιώτατο Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης κ.Ἄνθιμο γιά τήν Σύναξι διαμαρτυρίας στίς 26/11/2014 στήν αἴθουσα τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, στούς ἀγωνιζόμενους φοιτητές, φοιτήτριες καί στό Τμῆμα Κοινωνικῆς Θεολογίας Θεσσαλονίκης. Ἔχω ὁμιλήσει καί γράψει γιά τό φλέγον κάι συνταρακτικό αὐτό γιά τήν Ἑλληνορθόδοξη Πατρίδα μας, τήν χώρα τῶν ἁγίων καί τῶν ἡρώων, θέμα. Ἐδήλωσα στό μήνυμά μου αὐτό ὅτι ὡς Ὀρθόδοξος Ἱεράρχης καί ὡς Πτυχιοῦχος τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π. Θεσσαλονίκης ἐντρέπομαι καί καταισχύνομαι γιά τό, ὡς μή ὤφειλε, ἀναφυέν αὐτό ζήτημα. Δέν ἔχω τίποτε ἄλλο νά προσθέσω. Τό τμῆμα τῶν Ἰσλαμικῶν σπουδῶν ἄς εὕρη ἄλλην στέγην, σέ ἄλλη Σχολή, ἔξω ἀπό τόν θεολογικό χῶρο, ἀφοῦ ἔχουμε Ἕλληνες πολίτες τοῦ θρησκεύματος αὐτοῦ. Καί
Ἐρώτησις 4η (ἡ τελευταία) : Ποιό εἶναι τό μήνυμα πού θά θέλατε νά στείλετε στούς ἀναγνῶστες τοῦ «Πενταπόσταγμα» σέ μιά τόσο δύσκολη περίοδο σάν καί αὐτή πού διανύουμε;
Ἀπάντησις : Τό λειτουργικό μήνυμα : «Ἄνω σχῶμεν τάς καρδίας». Μέ προσοχή, μέ ἐπαγρύπνησι, μέ ἀγωνιστική διάθεσι καί μέ ἀκατάπαυστη προσπάθεια περιφρουρήσεως τῶν τριῶν μεγίστων καί ἀνεκτιμήτων θησαυρῶν μας πού εἶναι : ὁ Χριστός, ἡ ψυχή καί ἡ Ἑλληνορθόδοξη Πατρίδα μας. Σᾶς εὐχαριστῶ.

Τι σημαίνει το : «Ου το εισερχόμενον εις το στόμα κοινοί τον άνθρωπον αλλά το εκπορευόμενον εκ του στόματος.»;

 

«Και προσκαλεσάμενος τον όχλον είπεν αυτοίς· ακούετε και συνίετε· ου το εισερχόμενον εις το στόμα κοινοί τον άνθρωπον, αλλά το εκπορευόμενον εκ του στόματος τούτο κοινοί τον άνθρωπον· τότε προσελθόντες οι μαθηταί αυτού είπον αυτώ· οίδας ότι οι Φαρισαίοι εσκανδαλίσθησαν ακούσαντες τον λόγον; Ο δε αποκριθείς είπε· πάσα φυτεία ην ουκ εφύτευσεν ο πατήρ μου ο ουράνιος εκριζωθήσετε· άφετε αυτούς· οδηγοί εισί τυφλοί τυφλών· τυφλός δεν τυφλόν εάν οδηγεί, αμφότεροι εις βόθυνον πεσούνται» (Ματθ. 15, 10-14).

Οι Φαρισαίοι σκανδαλίσθηκαν απ’ αυτά τα λόγια του Κυρίου. Δεν περίμεναν να ακούσουν κάτι τέτοιο, γι’ αυτό και παραξενεύτηκαν πολύ όταν το άκουσαν. Γνώριζαν πολύ καλά ότι ο Μωυσής έχει απαγορεύσει στους Ισραηλίτες να τρώνε κάποια από τα φαγητά, τα οποία θεωρούνταν ακάθαρτα: π.χ. το χοιρινό κρέας. Και τώρα ο Χριστός τούς λέει ότι δεν υπάρχει τίποτα ακάθαρτο, ότι τίποτα απ’ αυτά που μπαίνουν στο στόμα του ανθρώπου δεν μπορούν να τον κάνουν ακάθαρτο. Πώς μπορούσαν να μην σκανδαλιστούν απ’ αυτό που άκουσαν; Αλλά δεν έλεγαν τίποτα. Σιωπούσαν. Σιωπούσαν γιατί λίγο πριν ο Χριστός τους έλεγξε για την υποκρισία τους και ότι ακύρωσαν τον νόμο του θεού με την παράδοσή τους.

Στέκονταν μπροστά Του χωρίς να αρθρώσουν λέξη. Τότε οι μαθητές είπαν στον Κύριο: «Κύριε, δεν βλέπεις ότι αυτοί σκανδαλίστηκαν;» Και τι τους απάντησε ο Χριστός; «Πάσα φυτεία ην ουκ εφύτευσεν ο πατήρ μου ο ουράνιος εκριζωθήσεται». Αυτό μόνο έχει ισχύ, δύναμη και είναι αιώνιο, που φυτεύει ο επουράνιος Πατέρας. Έχουν ευλογία του Θεού μόνον εκείνα τα λόγια και οι πράξεις μας που είναι σύμφωνα με το νόμο Του. Μόνο αυτό που βρίσκεται σε απόλυτη συμφωνία με τις εντολές του Χριστού είναι ισχυρό, είναι αιώνιο, και δεν μπορεί να κλονιστεί. Όλα τα άλλα που δεν τα φύτεψε ο Θεός, αλλά είναι ανθρώπινα προϊόντα και δεν θεμελιώνονται στις εντολές του Χριστού, αυτά θα ξεριζωθούν.

«Άφετε αυτοίς· οδηγοί εισί τυφλοί τυφλών». Να μην τους δίνετε προσοχή και να μην τους ακούτε. Αυτό το έλεγε για εκείνους που θεωρούσαν τους εαυτούς τους ηγέτες του Ισραηλιτικού λαού και ο ίδιος ο λαός τούς θεωρούσε δασκάλους του. «Πάσα φυτεία ην ουκ εφύτευσε ο πατήρ μου ο ουράνιος εκριζωθήσετε».

Τι συμβαίνει λοιπόν; Ο Κύριος Ιησούς Χριστός καταργεί τον νόμο του Μωυσή, κατά τον οποίο μερικά φαγητά και ζώα θεωρούνταν ακάθαρτα; Γιατί λέει ότι δεν υπάρχει τίποτα ακάθαρτο και ότι τίποτα απ’ αυτό που εισέρχεται στο στόμα του ανθρώπου δεν τον κάνει ακάθαρτο; Διότι όλα τα δημιουργήματα του Θεού είναι καθαρά. 
Για να καταλάβουμε γιατί ο Κύριος καταργεί την εντολή του νόμου για τα ακάθαρτα πρέπει να εξετάσουμε για ποιο λόγο δόθηκε αυτή η εντολή. Μ’ αυτό τον τρόπο ο Κύριος ξεχώρισε τον εκλεκτό λαό Του από τους εθνικούς, οι οποίοι δεν έκαναν διαφορά μεταξύ των καθαρών και ακαθάρτων. Στη συνείδηση των Ισραηλιτών έπρεπε να υπάρχει η πεποίθηση ότι είναι εκλεκτός λαός και ότι ξεχωρίζουν από τους άλλους λαούς που δεν γνωρίζουν τον Θεό. Γι’ αυτό τον λόγο δεν τους είναι επιτρεπτό να κάνουν αυτά που έκαναν οι άλλοι γύρω τους λαοί. Αυτός είναι ο πρώτος λόγος.

Δεύτερος: Στην παλαιά εκείνη εποχή δεν υπήρχε νηστεία για όλο τον λαό όπως την έχουμε σήμερα εμείς οι χριστιανοί. Νήστευαν μόνο οι άνθρωποι που αφιέρωναν τον εαυτό τους στον Θεό· όπως παραδείγματος χάριν οι και οι μαθητές τους ή οι μαθητές του Προδρόμου, οι οποίοι μια φορά ρώτησαν τον Κύριο, γιατί οι δικοί του μαθητές δεν νηστεύουν. Η εντολή λοιπόν περί καθαρών και ακαθάρτων τροφίμων ήταν ένα είδος νηστείας για όλο τον λαό. Όλη τη ζωή του ο Ισραηλίτης δεν έπρεπε να τρώει από τα ακάθαρτα φαγητά όπως εμείς κατά την περίοδο της νηστείας δεν τρώμε τα αρτύσιμα.
Ο Κύριος καταργεί αυτό τον νόμο και λέει στους ανθρώπους ότι δεν υπάρχει τίποτα το ακάθαρτο. Τους λέει να ξεχάσουν εκείνα που τους δίδασκαν οι και να ξέρουν ότι όλα τα δημιουργήματα του Θεού είναι καθαρά, ότι αυτό που μπαίνει στο στόμα δεν κάνει τον άνθρωπο ακάθαρτο. Ο Κύριος καταργεί αυτή την εντολή του νόμου όπως και πολλές άλλες εντολές. Με το βάπτισμα, για παράδειγμα, καταργείται η σπουδαιότερη για τους Ιουδαίους εντολή της περιτομής.
Σταμάτησαν οι θυσίες, έπαψαν να ισχύουν και πολλές άλλες διατάξεις του νόμου, γιατί αυτές είχαν παροδικό χαρακτήρα. «Ο νόμος παιδαγωγός ημών γέγονεν εις Χριστόν» (Γαλ. 3, 24). Τα παιδιά για να πειθαρχούν χρειάζονται αυστηρούς κανόνες συμπεριφοράς. Όταν όμως μεγαλώσουν, οι κανόνες αυτοί χάνουν τη σημασία τους. Το ίδιο και στον χριστιανισμό· πολλές διατάξεις του νόμου χάνουν το νόημα και τη σημασία τους. Ο νόμος δόθηκε στον λαό που ήταν σαν νήπιο, δεν ήταν ικανός να καταλάβει την αλήθεια και τη θεία αποκάλυψη. Αυτός ήταν ο ρόλος του νόμου, να προετοιμάζει βαθμηδόν τους ανθρώπους για την αποδοχή του Ευαγγελίου.

Κάποιοι αιρετικοί, οι λεγόμενοι σαββατιανοί, θεωρούν υποχρεωτική την τήρηση της αργίας του Σαββάτου. Δεν καταλαβαίνουν και δεν αποδέχονται ότι μετά την ανάσταση του Χριστού το Σάββατο έδωσε τη θέση του στην αναστάσιμη ημέρα της Κυριακής. Υπήρχαν επίσης κάποτε οι αιρετικοί που θεωρούσαν αναγκαίο να τηρούν όλο τον νόμο και τον τοποθετούσαν πιο πάνω ακόμα και από την Καινή Διαθήκη. Αυτό όμως σημαίνει άρνηση του Χριστού και προσχώρηση στον Ιουδαϊσμό! Εκείνοι δεν το κατανοούσαν, εσείς όμως πρέπει να το καταλαβαίνετε.

Ο απόστολος Πέτρος παρακάλεσε τον Κύριο να εξηγήσει στους μαθητές τον λόγο Του για τα ακάθαρτα τρόφιμα· «Φράσον ημίν την παραβολήν ταύτην. Ο δεν Ιησούς είπεν· ακμήν και υμείς ασύνετοι εστέ; Ούπω νοείτε ότι παν το εκπορευόμενον εις το στόμα εις την κοιλίαν χωρεί και εις αφεδρώνα εκβάλλεται; τα δε εκπορευόμενα εκ του στόματος εκ της καρδίας εξέρχεται, κακείνα κοινοί τον άνθρωπον· εκ γαρ της καρδίας εξέρχονται διαλογισμοί πονηροί, φόνοι, μοιχείαι, πορνείαι, κλοπαί, ψευδομαρτηρίαι, βλασφημίαι· ταύτα εστί τα κοινούντα τον άνθρωπον· το δε ανίπτοις χερσί φαγείν ου κοινοί τον άνθρωπον» (Ματθ. 14, 15-20).

Δεν το κατανοούσαν οι Φαρισαίοι. Δεν έβλεπαν τη ρυπαρότητα της καρδιάς τους. Δεν κατανοούσαν ότι τίποτα απ’ αυτά που δημιούργησε ο Θεός δεν είναι ακάθαρτο. Αυτά που βγαίνουν από την καρδιά του ανθρώπου τον κάνουν ακάθαρτο. Και αυτό γιατί η καρδιά του ανθρώπου όταν δεν λειτουργεί ως ναός του Αγίου Πνεύματος γίνεται καταφύγιο των δαιμόνων. Αυτοί οι δαίμονες βάζουν στον νου των ανθρώπων τους κακούς και πονηρούς λογισμούς και τους ωθούν στις κακές πράξεις: φόνους, μοιχείες, πορνείες, κλοπές, ψευδομαρτυρίες και βλασφημίες. Αυτό δεν το κατανοούσαν οι Φαρισαίοι, γι’ αυτό αδυνατούσαν να προσφέρουν στους ανθρώπους κάποια διδασκαλία περί της καθαρότητας της καρδιάς, της πάλης με τα ακάθαρτα δαιμόνια και τη μεταμόρφωση της καρδιάς σε ναό του Παναγίου Πνεύματος. Ήταν τυφλοί, οδηγοί τυφλών. Ο Κύριος είπε: «Άφετε αυτούς».

Εμείς έχουμε άλλον οδηγό, τον Κύριο Ιησού Χριστό, τον οποίο ακολουθούμε και θα ακολουθούμε ως το τέλος.

Σ’ αυτό το σημείο θα μπορούσα να τελειώσω τον λόγο μου. Θα προσθέσω όμως ακόμα κάτι. Άνθρωποι, οι οποίοι αρνούνται τη νηστεία, θεμελιώνουν τη θέση τους στον λόγο του Χριστού ότι αυτό που μπαίνει στο στόμα δεν κάνει τον άνθρωπο ακάθαρτο. Για να δικαιολογήσουν τον εαυτό τους αναφέρουν ακόμα και τον λόγο του αποστόλου Παύλου: «Τον δε ασθενούντα τη πίστει προσλαμβάνεσθαι, μη εις διακρίσεις διαλογισμών. Ος μεν πιστεύει φαγείν πάντα, ο δε ασθενών λάχανα εσθίει. Ο εσθίων τον εσθίοντα μη κρινέτω· ο Θεός γαρ αυτόν προσελάβετο» (Ρωμ. 14, 1-3).

Γι’ αυτό λένε «Δεν πρέπει να ξεχωρίζουμε τα φαγητά, διότι μόνο αδύναμος στην πίστη νομίζει ότι πρέπει να τρώει τα λάχανα και όχι κρέας και γάλα. Δεν είμαστε αδύναμοι, τα καταλαβαίνουμε όλα πολύ καλά γι’ αυτό η νηστεία δεν μας είναι χρήσιμη». Υπάρχει καμία δόση αλήθειας στα λόγια τους; Όχι, καθόλου δεν υπάρχει. Ο Χριστός τι έλεγε; Ότι το φαγητό δεν κάνει τον άνθρωπο ακάθαρτο. Και εμείς γιατί νηστεύουμε, επειδή θέλουμε να αποφύγουμε ακάθαρτα φαγητά; Οι κανόνες της Εκκλησίας μας περί νηστείας δεν έχουν σκοπό να μας προφυλάξουν από ακάθαρτα φαγητά, αλλά έχουν άλλη έννοια. Η νηστεία ορίστηκε από την Αγία μας Εκκλησία με σκοπό να μάθουμε να εγκρατευόμαστε. Να μάθουμε, αρχίζοντας από τη χαλιναγώγηση της γαστέρας μας που ζητάει νόστιμα και πλούσια φαγητά, να χαλιναγωγούμε την καρδιά μας. Να τη φυλάμε από τα πάθη και τις επιθυμίες, που μόνο αυτά στην πραγματικότητα μας κάνουν ακάθαρτους. Διότι αυτός είναι ο βασικός σκοπός της χριστιανικής μας ζωής, να ελευθερωθούμε από τα πάθη και τις επιθυμίες.

Πρέπει συνεχώς να εξασκούμαστε στην εγκράτεια. Όταν μαθαίνουμε να συγκρατούμε το στομάχι μας ταυτόχρονα δαμάζουμε και τα άλλα πάθη μας. Οι αντίπαλοι της νηστείας δεν το κατανοούν και, παρερμηνεύοντας τα λόγια του Χριστού και του αποστόλου Παύλου, προσπαθούν μ’ αυτά να δικαιολογήσουν την απροθυμία τους για άσκηση.

Να εγκρατευόμαστε, και πρώτα απ’ όλα να εγκρατευόμαστε απ’ αυτά που εξέρχονται από το στόμα μας και μας κάνουν ακαθάρτους: από ψέμα, κακολογίες, κατακρίσεις, καυγάδες και συκοφαντίες. Αν εγκρατευόμαστε από αυτά η καρδία μας γίνεται σταδιακά όλο και πιο καθαρή, και από καταφύγιο δαιμόνων μεταμορφώνεται σε ναό του Αγίου Πνεύματος. Αμήν.

Αγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Κριμαίας «ΛΟΓΟΙ ΚΑΙ ΟΜΙΛΙΕΣ ΤΟΜΟΣ Β’»
σελ. 101-106 – Εκδόσεις «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ».