Εκείνος που έχει καλή διάθεση για να γνωρίσει τον Χριστό, θα Τον γνωρίσει

 

Η αδιαφορία για τον Θεό φέρνει την αδιαφορία και για όλα τα άλλα, φέρνει την αποσύνθεση. Η πίστη στον Θεό είναι μεγάλη υπόθεση. Λατρεύει ο άνθρωπος τον Θεό και ύστερα αγαπάει τους γονείς του, το σπίτι του, τους συγγενείς του, την δουλειά του, το χωριό του, τον νόμο του, το κράτος του, την πατρίδα του.

Αγνοια δεν δικαιολογείται σήμερα στον κόσμο. Λείπει η καλή διάθεση, το φιλοτιμο. Εκείνος που έχει καλή διάθεση για να γνωρίση τον Χριστό, θα Τον γνωρίση. Θα πάρη στροφή. Και αν δεν βρεθή ούτε θεολόγος, ούτε ένας καλόγερος, και δεν ακούση τον λόγο του Θεού, άμα έχη καλή διάθεση, θα πάρη στροφή ή από ένα φίδι ή από ένα θηρίο ή από μια αστραπή, από έναν κατακλυσμό, ή από κάποιο άλλο γεγονός. Θα τον οικονομήση ο Θεός.

Και δίκαιο να έχη κανείς, όταν πάη να δικαιώση τον εαυτό του, πάλι ανάπαυση δεν έχει, πόσο μάλλον να μην έχη δίκαιο και να δικαιολογεί την πτώση του με αναιδέστατο τρόπο. Γι αυτό, όσο μπορούμε, να προσέχουμε την αναίδεια και την περιφρόνηση όχι μόνον προς τα θεία αλλά και προς τον πλησίον μας, διότι είναι εικόνα Θεού. Οι αναιδείς άνθρωποι βρίσκονται στο πρώτο στάδιο της βλασφημίας κατάτου Αγίου Πνεύματος.
Εκείνοι που περιφρονούν τα θεία βρίσκονται στο δεύτερο, και στο τρίτο βρίσκεται ο διάβολος.

γέροντας Παίσιος

Η κοπέλα με το κόκκινο κασκόλ

Μεσημέρι. Δεν τον έπιανε ύπνος. Βγήκε για μια βόλτα στην αυλή της μονής. Έκλεισε την πόρτα πίσω του και τότε ένιωσε μια εκκωφαντική σιγή να απλώνεται στο χώρο.

Η αυλή της μονής ειρηνική και όμορφη. Με τα λεμονοκυπάρρισα, καθαρή από την περιποίηση των πατέρων, με τις υγρές πέτρες να μαρτυρούν το ψύχος και την υγρασία που επικρατούσε.

Ο ιερομόναχος χαιρόταν την ησυχία. Ακόμα και τα πουλιά κάνανε διάλειμμα από την ψαλμωδία τους.

Περπάτησε γύρω γύρω από το περιστύλιο του κτιρίου. Το βήμα του αργό, απολάμβανε την ησυχία. Όσο πλησιάζε όμως το καθολικό της μονής σαν να αισθανόταν ότι κάποιος βρισκόταν εκεί.

Ψίθυροι άρχισαν να γεμίζουν την ατμόσφαιρα.

Και καθώς προσπαθούσε να αφουγκραστεί καλύτερα, την είδε.

 

Καθόταν στο πεζούλι του εξωνάρθηκα. Φορούσε σκουφί, ένα κόκκινο κασκόλ, βαριά ντυμένη.

Τα μάτια της κοιτούσαν την εικόνα του Αγίου Λουκά του Ιατρού που βρίσκεται εκεί.

Ο ιερομόναχος ένιωσε ότι γινόταν ιερόσυλος της στιγμής της. Έκανε να φύγει μα δεν πρόλαβε.

-Πάτερ…ευλογείται.Τί φωνή; Μια φωνή γεμάτη αγωνία, φόβο…κουρασμένη.

-Ο Κύριος να σας ευλογεί… Συνέχεια

Φωτογραφίες από τα Τίμια Δώρα των Μάγων (Ιερά Μονή Αγίου Παύλου Αγίου Όρους)

Φωτογραφίες από τα Τίμια Δώρα των Μάγων (Ιερά Μονή Αγίου Παύλου Αγίου Όρους) http://leipsanothiki.blogspot.be/

καὶ ἐλθόντες εἰς τὴν οἰκίαν εἶδον τὸ παιδίον μετὰ Μαρίας τῆς μητρὸς αὐτοῦ, καὶ πεσόντες προσεκύνησαν αὐτῷ καὶ ἀνοίξαντες τοὺς θησαυροὺς αὐτῶν προσήνεγκαν αὐτῷ δῶρα χρυσὸν καὶ λίβανον καὶ σμύρναν.

Τα Τίμια Δώρα των Μάγων, είναι ως γνωστόν, χρυσός, λίβανος και σμύρνα. Ο χρυσός βρίσκεται σε μορφή εικοσιοκτώ (28) επιμελώς σκαλισμένων επίπεδων πλακιδίων σε ποικιλία σχημάτων (παραλληλόγραμμων, τραπεζοειδών, πολυγώνων κτλ) και διαστάσεων περίπου 5 Χ 7 εκ. Κάθε πλακίδιο έχει διαφορετικό καλλιτεχνικό σχέδιο. Ο λίβανος και η σμύρνα διατηρούνται ως μείγμα με τη μορφή εβδομήντα (70) περίπου σφαιρικών χανδρών μεγέθους μικρής ελιάς. Επειδή η πνευματική κυρίως, αλλά και η υλική, ιστορική και αρχαιολογική αξία των Τιμίων Δώρων είναι ανυπολόγιστη, φυλάσσονται με ιδιαίτερη επιμέλεια στο σκευοφυλάκιο της Ιεράς Μονής Αγίου Παύλου. Για λόγους ασφαλείας είναι κατανεμημένα σε διαφορετικές λειψανοθήκες και μόνο μικρό μέρος των τίθεται σε προσκύνημα των επισκεπτών της Ιεράς Μονής ή μεταφέρεται προς αγιασμό εκτός Αγίου Όρους.

Φωτογραφίες από τα Τίμια Δώρα των Μάγων (Ιερά Μονή Αγίου Παύλου Αγίου Όρους) http://leipsanothiki.blogspot.be/
Η Προσκύνησις των Μάγων.
Τοιχογραφία σε λαξευτή βυζαντινή εκκλησία της Καππαδοκίας (12ος αιώνας).

Φωτογραφίες από τα Τίμια Δώρα των Μάγων (Ιερά Μονή Αγίου Παύλου Αγίου Όρους) http://leipsanothiki.blogspot.be/
Οι κάρες των Τριών Μάγων.
Βρίσκονται σε ειδική λάρνακα λειψανοθήκη στον Καθεδρικό Ναό της Κολωνίας (Γερμανία).

Δείτε παρακάτω τις φωτογραφίες: Συνέχεια

«Χριστουγεννιάτικη Ιστορία», Αναγνωστικό Β’ Δημοτικού 1948

Εἶναι παραμονὴ Χριστουγέννων. Βράδυ καὶ τὸ κρύο ἔξω εἶναι τσουχτερό. Τὸ χιόνι σὰν ἄσπρο σεντόνι σκεπάζει τοὺς δρόμους τοῦ χωριοῦ καὶ τὰ γύρω βουνά. Ὁ πατέρας καὶ ἡ μητέρα πῆγαν στὴν ἐκκλησία. Τὰ παιδιὰ εἶναι λυπημένα, γιατὶ δὲν πῆγαν κι ἐκεῖνα. Τότε ἡ γιαγιά, γιὰ νὰ διώξη τὴ στενοχώρια τῶν παιδιῶν, ἄρχισε νὰ τοὺς λέη τὴ χριστουγεννιάτικη ἱστορία.
– Μιὰ φορά, ξεκίνησε ἕνας φτωχὸς ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν καλύβα του νὰ βρῆ φωτιά. Γύριζε ἀπὸ πόρτα σὲ πόρτα, χτυποῦσε νὰ τοῦ ἀνοίξουν κι ἔλεγε:
– Βοηθῆστε με, καλοί μου ἄνθρωποι! Ἡ γυναίκα μου γέννησε ἕνα παιδάκι… Πρέπει ν’ ἀνάψω φωτιά, γιὰ νὰ ζεστάνω κι αὐτὴ καὶ τὸ μωρό. Μὰ ἦταν νύχτα. Ὅλοι κοιμόνταν κλεισμένοι στὰ σπίτια τους καὶ κανένας δὲν ἔδινε ἀπάντηση στὰ παρακάλια του. Ὁ ἄνθρωπος ὅλο καὶ προχωροῦσε καὶ ξεμάκραινε ἀπὸ τὴ φτωχή του καλύβα.
Κάποτε εἶδε μακριὰ ἕνα μικρό φῶς. Ὅλος χαρά, πὼς θάβρισκε πιὰ φωτιά, κίνησε κατὰ κεῖ. Ὅταν πλησίασε, εἶδε πὼς ἦταν μιὰ μεγάλη φωτιὰ κι ὁλόγυρά της ἦταν ξαπλωμένα ἕνα κοπάδι ἄσπρα πρόβατα.
Τὸ κοπάδι τὸ φύλαγε ἕνας γεροβοσκός.
Κι ὁ ἄνθρωπος ποὺ χρειαζόταν τὴ φωτιά, πλησίασε τὰ πρόβατα καὶ εἶδε, πὼς στὰ πόδια τοῦ βοσκοῦ ἦταν ξαπλωμένα τρία μεγάλα σκυλιά.
Ὅταν πλησίασε ὁ ἄνθρωπος τὰ σκυλιά, ἐκεῖνα ξύπνησαν κι ἄνοιξαν τὰ μεγάλα τους στόματα, γιὰ νὰ γαβγίσουν. Μὰ ἡ φωνή τους παράλυσε στὸ στόμα τους καὶ κανένα γάβγισμα δὲν τάραξε τὴ νυχτερινὴ ἡσυχία.
Τότε ὁ ἄνθρωπος εἶδε, πὼς ἀνασηκώθηκε ἡ τρίχα τους, πὼς γυάλισαν τὰ δόντια τους καὶ πὼς ρίχτηκαν ἐπάνω του. Ἔνιωσε πὼς ἕνα σκυλὶ τὸν ἅρπαξε ἀπὸ τὰ γόνατα, τ’ ἄλλο ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸ τρίτο κρεμάστηκε ἀπὸ τό λαιμό του. Μὰ τὰ δόντια τους ἔμειναν παράλυτα καὶ τὰ σκυλιά,  χωρὶς νὰ τοῦ κάνουν κανένα κακό, τραβήχτηκαν.
Τότε ὁ ἄνθρωπος ἔκαμε νὰ πλησιάση στὴ φωτιά, μὰ τὰ πρόβατα στριμώχτηκαν τὸ ἕνα κοντὰ στό ἄλλο, τόσο πολύ, ποὺ δὲν εἶχε ποῦ νὰ πατήση. Τότε κι αὐτὸς ἄρχισε νὰ πατάη στὶς πλάτες τους, μὰ κανένα ἀπὸ τὰ πρόβατα οὔτε κουνήθηκε,οὔτε ξύπνησε.
Τότε ὁ Γιαννάκης ρώτησε:
– Γιατί, γιαγιά, τὰ πρόβατα ἐξακολούθησαν ἥσυχα τὸν ὕπνο τους, ἀφοῦ ξέρομε πόσο δειλὰ εἶναι;
– Ἔχε λίγη ὑπομονὴ καὶ θὰ τὸ μάθης, εἶπε ἡ γιαγιὰ κι ἐξακολούθησε τὴ διήγησή της:
– Ὅταν ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς πλησίασε σχεδὸν τὴ φωτιά, ὁ βοσκὸς σήκωσε τὸ κεφάλι του.
Ἦταν ἕνας κατσουφιασμένος γέρος, παράξενος καὶ σκληρὸς καὶ μιλοῦσε ἀπότομα σὲ ὅλους. Ὅταν εἶδε τὸν ἄγνωστο, ποὺ πλησίαζε, ἔριξε ἐπάνω του τὴ μακριά του γκλίτσα, ποὺ ἦταν στὴν ἄκρη μυτερή. Μὰ ἡ γκλίτσα λοξοδρόμησε κι ἔπεσε μὲ πολὺ κρότο στὴ γῆ, χωρὶς νὰ βλάψη τὸν ἄγνωστο.
Ἡ γιαγιὰ ἤθελε νὰ ἐξακολουθήση, μὰ ὁ Κωστάκης τώρα μὲ τὴν ἀράδα του τὴ ρώτησε: – Μὰ γιατί, γιαγιά, δὲν τὸν πέτυχε ἡ γκλίτσα; Μὰ ἡ γιαγιά, χωρὶς νὰ προσέξη τὴν ἐρώτηση τοῦ Κωστάκη, ἐξακολούθησε:
– Τότε ὁ ἄγνωστος πλησίασε τὸ βοσκὸ καὶ τοῦ εἶπε:
– Καλέ μου ἄνθρωπε, βοήθησέ με καὶ δῶσε μου λίγη φωτιά. ῾Η γυναίκα μου γέννησε καὶ πρέπει ν’ ἀνάψω φωτιὰ νὰ ζεσταθῆ κι αὐτὴ καὶ τὸ μωρό.
Ὁ βοσκὸς θέλησε νὰ τοῦ ἀρνηθῆ. Θυμήθηκε ὅμως, πὼς τὰ σκυλιὰ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν δαγκάσουν, τὰ πράβατα δὲν τὸν φοβήθηκαν καὶ δὲν σκορπίστηκαν καὶ πὼς ἡ μαγκούρα του δὲν τὸν πέτυχε καὶ δείλιασε. Δὲν τόλμησε λοιπὸν νὰ ἀρνηθῆ στὸν ἄγνωστο.
– Πάρε ὅση φωτιὰ θέλεις! εἶπε ὁ βοσκός.
Μὰ ἡ φωτιὰ εἶχε χωνέψει πιὰ καὶ δὲν εἶχε κανένα μακρὺ ξύλο ἢ κλαδί. Ἦταν μονάχα ἕνας μεγάλος σωρὸς ἀπὸ ἀναμμένα κάρβουνα. Καὶ ὁ ἄγνωστος δὲν εἶχε οὔτε φτυάρι, οὔτε κανέναν τενεκέ, οὔτε τίποτ’ ἄλλο, γιὰ νὰ τὰ βάλη καὶ νὰ τὸν πάη σπίτι του.
Ὁ βοσκός, ποὺ τόνιωσε αὐτό, τοῦ ξαναεῖπε:
– Πάρε ὅση φωτιὰ θέλεις καὶ ἀπὸ μέσα του χαιρόταν, πὼς δὲ θὰ μπορέση νὰ πάρη φωτιά.
Μὰ ὁ ἄγνωστος ἔσκυψε, παραμέρισε μὲ τὸ χέρι του τὴ στάχτη ἀπὸ τὰ κάρβουνα, ὕστερα ἀνασήκωσε τὴν ἄκρη ἀπὸ τὸ φόρεμά του καὶ τὰ ἔβαλε ἐκεῖ. Τί περίεργο ὅμως! Τὰ κάρβουνα, οὔτε τὰ χέρια του ἔκαιγαν, ὅταν τάπιανε, οὔτε τώρα τὸ φόρεμά του. Τὰ πήγαινε σπίτι του, σὰ νὰ μὴν ἦταν ἀναμμένα κάρβουνα, ἀλλὰ μῆλα ἢ καρύδια.
Ἐδῶ γιὰ τρίτη φορὰ τὰ παιδιὰ ρώτησαν τὴ γιαγιά:
– Μὰ γιατί, γιαγιά, δὲν τὸν ἔκαψαν τὰ κάρβουνα;
– Τώρα θὰ ἰδῆτε γιατί, περιμένετε! Εἶπε ἡ γιαγιὰ κι ἐξακολούθησε.
Ὅταν εἶδε αὐτὰ ὁ κακὸς βοσκός, ἀπόρησε.
– Μὰ τί νύχτα εἶναι αὐτή, συλλογίστηκε, ποὺ τ’ ἀγριόσκυλα δὲ δαγκάνουν, τὰ πρόβατα δὲν τρομάζουν, ἡ γκλίτσα δὲν πληγώνει καὶ τὰ κάρβουνα δὲν καῖνε;
Σταμάτησε τὸν ἄγνωστο καὶ τὸν ρώτησε:
– Τί νύχτα εἶναι ἡ σημερινὴ καὶ γιατί ὅλα ἔχουν τόση καλοσύνη γιὰ σένα;
– Ἄν δὲν τὸ βλέπεις μόνος σου, δὲν μπορῶ ἐγὼ νὰ σοῦ ἐξηγήσω, ἀποκρίθηκε ὁ ἄγνωστος, καὶ τράβηξε τὸ δρόμο του, γιὰ νὰ προφτάση νὰ ζεστάνη τὴ γυναίκα του καὶ τὸ βρέφος.
Ὁ βοσκὸς ἀποφάσισε ν᾽ ἀκολουθήση τὸν ἄγνωστο καὶ νὰ μάθη τί σημαίνουν ὅλα αὐτά. Πήγαινε λοιπὸν ἀπὸ πίσω του, ὥσπου ὁ ἄγνωστος ἔφτασε στὴν καλύβα του.
Εἶδε τότε ὁ βοσκός, πὼς ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν εἶχε οὔτε καλύβα καὶ πὼς ἡ γυναίκα του καὶ τὸ μωρὸ ἦταν ξαπλωμένοι μέσα σὲ μιὰ γυμνὴ σπηλιά, ποὺ δὲν εἶχε τίποτ’ ἄλλο ἀπὸ τοὺς τέσσερεις γυμνοὺς τοίχους. Ὁ βοσκὸς σκέφτηκε τότε, πὼς τὸ μικρὸ καὶ ἀθῶο βρέφος θὰ πάγωνε μέσα στὴ σπηλιὰ κι ἂν καὶ ἡ καρδιά του ἦταν σκληρή, τὸ λυπήθηκε. Ξεκρέμασε τότε τὸ σακούλι, ποὺ εἶχε κρεμασμένο στὸν ὦμο του, ἔβγαλε μιὰ κάτασπρη μαλακὴ προβιὰ καὶ τὴν ἔδωσε στὸν ἄγνωστο νὰ τὴ στρώση κάτω ἀπὸ τὸ παιδάκι.
Ἐκείνη τὴ στιγμή, ποὺ αὐτὸς ὁ σκληρὸς ἄνθρωπος ἔνιωσε συμπόνια γιὰ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους κι ἔκαμε μιὰν ἐλεημοσύνη, ἄνοιξαν τὰ μάτια του. Εἶδε αὐτά, ποὺ πρὶν δὲν μποροῦσε νὰ ἰδῆ κι ἄκουσε ἐκεῖνο, ποὺ πρὶν δὲν μποροῦσε ν’ ἀκούση.
Εἶδε, πὼς ὁλόγυρα ἦταν ἄγγελοι μ᾽ ἀσημένιες φτεροῦγες καὶ πὼς στὰ χέρια τους κρατοῦσαν κιθάρες. Κι ἄκουσε ποὺ ἔψαλλαν, πὼς τὴ νύχτα ἐκείνη γεννήθηκε ὁ Σωτὴρας τοῦ κόσμου.
Τὸτε κατάλαβε ὁ βοσκός, γιατί τὴ νύχτα ἐκείνη δὲν μποροῦσε κανένας νὰ κάμη κακὸ στὸν ἄγνωστο.
Ἔπειτα εἶδε ὁ βοσκός, πὼς ἄγγελοι ἦταν παντοῦ. Κάθονταν στὴ σπηλιά, κατέβαιναν ἀπ᾽ τὸ βουνό, πετοῦσαν στὸν οὐρανό, περπατοῦσαν πολλοὶ μαζὶ στοὺς δρόμους, σταματοῦσαν στὴν εἴσοδο τῆς σπηλιᾶς καὶ κοίταζαν τὸ βρέφος. Παντοῦ ἦταν σκορπισμένη ἡ χαρά, τὸ τραγούδι καὶ μιὰ λεπτὴ ψαλμωδία. Κι ὅταν ὁ βοσκὸς στὴ σκοτεινὴ ἐκείνη νύχτα εἶδε κι ἄκουσε, ὅσα πρὶν οὔτε ἔβλεπε οὔτε ἄκουε, ἔνιωσε μεγάλη χαρά, ποὺ ἄνοιξαν τὰ μάτια του καὶ γονάτισε κι εὐχαρίστησε τὸ Θεό.
Τότε κι ὁ Γιαννάκης, ποὺ ἡ γιαγιὰ πιὰ σταμάτησε τὴ διήγησή της, εἶπε:
– Τώρα, γιαγιά, κατάλαβα κι ἐγώ, γιατί ἐκείνη τὴ νύχτα τὰ σκυλιὰ δὲ δάγκωναν, τὰ πρόβατα δὲν ξυπνοῦσαν ἀπὸ τὸ φόβο τους, ἡ γκλίτσα δὲν πλήγωνε καὶ τὰ κάρβουνα δὲν ἔκαιαν. Εἶχαν ὅλα τὴν καλοσύνη τοῦ Χριστούλη μας, γιατὶ τὸ μωρό, ποὺ γεννήθηκε ἐκείνη τὴ νύχτα, ἦταν ὁ Χριστός!
῎Ε, γιαγιάκα;
– Ναί, παιδάκια μου, εἶπε ἡ γιαγιὰ καὶ φίλησε τὰ ἐγγονάκια της. ᾽Ελᾶτε τώρα καὶ σεῖς στὰ κρεβατάκια σας νὰ κοιμηθῆτε.
Πηγή : Αναγνωστικό Β’ Δημοτικού 1948

Συνέχεια

Όλα σου στάλθηκαν από μένα!!!

 

Το παρακάτω κείμενο αποτελεί ένα γράμμα που στάλθηκε από τον Άγιο Σεραφείμ της Βίριτσα σε ένα πνευματικό του παιδί, επίσκοπο, ο οποίος βρισκόταν στην φυλακή. Είναι ένας λόγος παρηγοριάς και νουθεσίας, που ο Δημιουργός Θεός απευθύνει στην ψυχή του ανθρώπου.
” Έχεις ποτέ σκεφτεί ότι όλα όσα αφορούν εσένα, αφορούν και Εμένα? Διότι αυτά που αφορούν εσένα, αφορούν την κόρη του οφθαλμού Μου. Όταν οι πειρασμοί έρχονται επάνω σου και ο πολέμιος σαν το ποτάμι, θέλω να ξέρεις οτι απο Μένα ηταν αυτό.
Θέλω να ξέρεις οτι η αδυναμία σου έχει ανάγκη απο τη δύναμη Μου και η ασφάλεια σου βρίσκεται στο να Με αφήσεις να σε προστατεύσω.
Θέλω να ξέρεις οτι οταν βρίσκεσαι σε δύσκολες συνθήκες μεταξύ των ανθρώπων που δεν σε καταλαβαίνουν, δεν λογαριάζουν αυτά που σου είναι ευάρεστα και σε απομακρύνουν, από Μένα ήταν αυτό.
Είμαι ο Θεός σου, οι περιστάσεις της ζωής είναι στα χέρια Μου.
Δεν βρέθηκες τυχαία στη θέση σου, είναι ακριβώς η θέση που σου έχω ορίσει.
Δεν με παρακαλούσες να σου μάθω την ταπείνωση? Και να! Σε έβαλα σ΄αυτό ακριβώς το περιβάλλον, στο ¨σχολείο¨ που διδάσκουν αυτό το μάθημα. Το περιβάλλον σου και αυτοί που ζούν γύρω σου μόνο εκτελούν το θέλημα Μου.

Έχεις οικονομικές δυσκολίες και μόλις τα βγάζεις πέρα? Να ξέρεις οτι απο Μένα ήταν αυτό.Θέλω να ξέρεις οτι Εγώ διαθέτω τα χρήματα σου και να καταφεύγεις σε Μένα και να γνωρίζεις οτι εξαρτάσαι απο Μένα. Θέλω να ξέρεις οτι τα αποθέματα Μου είναι ανεξάντλητα και να βεβαιωθείς οτι είμαι πιστός στις υποσχέσεις Μου.
Να μην συμβεί ποτέ να σου πούν στην ανάγκη σου: ” Μην πιστεύεις στον Κύριο και Θεό σου ”
Έχεις περάσει ποτέ νύχτα μέσα στη θλίψη απο τους συγγενείς σου, τους ανθρώπους που αγαπάς? Σου το επέτρεψα, για να στραφείς σε Μένα και σε Μένα να βρείς την αιώνια παρηγοριά και ανακούφιση.
Σε ξεγέλασε ο φίλος σου ή κάποιος που του είχες ανοίξει την καρδιά σου? Από μένα ήταν αυτό. Εγώ επέτρεψα να σε αγγίξει αυτή η απογοήτευση, για να μάθεις ότι ο καλύτερος φίλος σου είναι ο Κύριος.
Θέλω να τα φέρνεις όλα σε Μένα και όλα να Μου τα λές.
Σε συκοφάντησε κάποιος? Να το αφήσεις σε Μένα, σε Μένα να προσκολληθείς. Εγώ είμαι η καταφυγή σου, για να κρυφτείς απο την αντιλογία των εθνών. Θα κάνω την δικαιοσύνη σου να λάμψει σαν το φώς, και την ζωή σου σαν μέρα μεσημέρι.

Συνέχεια