O Παπαδιαμάντης για τα Χριστούγεννα

              «Ἐὰν τὸ Πάσχα εἶναι ἡ λαμπρότατη τοῦ Χριστιανισμοῦ ἑορτή, τὰ Χριστούγεννα βεβαίως εἶναι ἡ γλυκύτατη καὶ συγκινητικωτάτη, καὶ διὰ τοῦτο ἀνέκαθεν ἐθεωρήθη ὡς οἰκογενειακὴ κατ’ ἐξοχὴν ἑορτή.
                 Ἐν τῇ Ἑσπερίᾳ δὲ τὰ κατ’ αὐτὴν ἀνεπτύχθησαν καὶ διετυπώθησαν ὄντως, ὥστε προσέλαβεν ἰδιόρρυθμον τίνα τύπον, καὶ ἤθη, ἔθιμα καὶ παραδόσεις ἰδιαίτεραι πρὸς αὐτὴν συνεκροτήθησαν καὶ ἐπ’ αὐτῆς ἀντεπέδρασαν.
                Ὁλόκληρον φιλολογίαν ἀποτελούσι τὰ λεγόμενα Contes de Noel, τὰ Χριστουγεννιάτικα δήλ. παραμύθια, ὧν τίνα ἐξόχων συγγραφέων ἔργα εἶναι ὡραιότατα, βιβλιοθήκην δὲ ὁλόκληρον δύνανται νὰ γεμίσωσι τὰ κατ’ ἔτος ἐκδιδόμενα Christmas Numbers, τὰ ἔκτακτα δήλ. φυλλάδια τῶν εἰκονογραφημένων περιοδικῶν τὰ δημοσιευόμενα ἐπὶ τῇ ἑορτῇ τῶν Χριστουγέννων, μετὰ καλῶν εἰκόνων καὶ ποικιλωτάτης τερπνῆς ὓλης.
              Οὐδὲν δὲ ἄπορον ἂν ἐν τῇ Δύσει ἰδίως ἀνεπτύχθη ἡ ἑορτὴ αὔτη, διότι ἐκ τῆς Δύσεως ἔχει ἂν ὄχι τὴν ἀρχήν, τουλάχιστον τὴν τάξιν καὶ τὴν σύστασιν.
Γνωστὸν ὅτι πρῶτος ὁ θεῖος Χρυσόστομος, «ἐλθόντων τινῶν ἀπὸ τῆς Δύσεως καὶ ἀπαγγειλάντων», ἐκανόνισε τὴν ἑορτὴν ταύτην ἐν τῇ Ἀνατολικῇ Ἐκκλησίᾳ, ὄτε, κατ’ αὐτὸν τὸν μήνα Δεκέμβριον τῇ ιε’, ἐχειροτονήθη πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, περὶ τὰ τέλη τοῦ δ’ αἰῶνος.
Διότι, φαίνεται, ἕως τότε ἐπεκράτει σύγχυσις, καὶ ἐωρτάζετο μὲν κατὰ τόπους ἡ Χριστοῦ Γέννησις, ἀλλ’ ἐτέλουν τὴν ἑορτὴν ἄλλοι ἄλλοτε καὶ δὲν συνεφώνουν περὶ τῆς ἡμέρας. Ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία εἶχεν ὁρίσει ἀπ’ ἀρχῆς τὴν κε’ τοῦ Δεκεμβρίου καὶ τὴν ἡμέραν ταύτην ἔταξεν ἐν τῇ Ἀνατολῇ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος.
              Οὒχ ἧττον ὅμως ἡ Χριστοῦ Γέννησις ἐτιμάτο ἔκπαλαι ἐν τῇ Ἀνατολικῇ Ἐκκλησίᾳ, οἱ μέγιστοι δὲ τῶν Πατέρων, οἵτινες ἔζησαν κατὰ τὴν Δ’ ἑκατονταετηρίδα, τὸν χρυσοῦν ἐκεῖνον αἰώνα τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, ὧν πολλοὶ εἶναι κατὰ τί ἀρχαιότεροί του Χρυσορρήμονος διδασκάλου, συνέθεσαν πανηγυρικοὺς καὶ ἐγκωμιαστικοὺς λόγους πρὸς τιμὴν τῆς ἡμέρας. Τὸ δημοτικώτατον ἐκεῖνο ᾄσμα, τὸ «Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε, Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε, Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθητε», εἶναι κατὰ λέξιν ἠρανισμένον ἐκ τοῦ πανηγυρικοῦ του ἱεροῦ Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ, τοῦ καὶ Θεολόγου ἐπικαλουμένου. Ἐκ πανηγυρικοῦ λόγου ἐλήφθη ἐπίσης καὶ τὸ ἐξαποστειλάριον τῆς ἑορτῆς. «Ἐπεσκέψατο ἠμᾶς ἐξ ὕψους ὁ Σωτὴρ ἠμῶν, ἀνατολὴ ἀνατολῶν…» Ἡ τελευταία αὐτὴ φράσις, ἔχει τὸ προνόμιον, ὡς ἤκουσα, νὰ ἐμπνέη μέγαν ἐνθουσιασμὸν εἰς τοὺς ἀτυχήσαντας μὲν περὶ τὴν γλώσσαν, Ἕλληνας δὲ τὴν καρδίαν καὶ τὸ φρόνημα ἀδελφοὺς ἠμῶν τῆς Καισαρείας καὶ Καππαδοκίας, εὐλόγως καυχωμένους καὶ λέγοντας ὅτι «ἐξ Ἀνατολῆς τὸ φῶς».
             Ἐπειδὴ δὲ περὶ πανηγύρεων καὶ ἐγκωμίων ὁ λόγος, δὲν δύναμαι νὰ λησμονήσω τοὺς προσφιλεῖς μοὶ ἀσματογράφους, καὶ νὰ μὴ ἀποτείνω τὸν φόρον τοῦ θαυμασμοῦ μου εἰς πάντας μὲν τοὺς ποιητᾶς τῶν διαφόρων τῆς ἑορτῆς ὕμνων, ἀλλ’ ἰδίως εἰς τοὺς συνθέτας τῶν δυὸ αὐτῆς Κανόνων, τὸν ἱερόν, λέγω, Κοσμᾶν, ποιητὴν τοῦ ἀ’ Κανόνος, οὐ ἡ ἀρχὴ «Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε…», καὶ τὸν πολὺν Ἰωάννην τὸν Δαμασκηνόν, ποιητὴν τοῦ β’ Κανόνος, οὐ ἡ ἀρχὴ «Ἔσωσε λαόν…». Ὁ β’ οὗτος Κανών, συγκείμενος ὅλος ἐκ δωδεκασυλλάβων ἰαμβικῶν στίχων (καθότι τὸ μέλος δὲν ἐπιτρέπει τρίβραχυν οὐδ’ ἀνάπαιστον ἐν οὐδεμίᾳ τῶν διποδιῶν χώρα), ἔχει ὡς ἀκροστιχίδα τὸ ἤρωοελεγειον τοῦτο ἐπίγραμμα:
Ἐνείπης μελέεσσιν ἐφύμνια ταῦτα λιγαίνει
Υἵα Θεοῦ, μερόπων εἵνεκα τικτόμενον
Ἐν χθονί, καὶ λύοντα πολύστονα πήματα κόσμου
Ἀλλ’ ἀνά, ῥητήρας ῥύεο τῶνδε πόνων.
Ἕν μόνον ᾆσμα θὰ παραθέσω ἐκ τοῦ ἰαμβικοὺ τούτου Κανόνος ὡς δεῖγμα τοῦ ὅλου:
Λύμην φυγοῦσα τοῦ θεούσθαι τῇ πλάνῃ,
Ἄλητον ὑμνεῖ τὸν κενούμενον Λόγον
Νεανικῶς ἅπασα σὺν τρόμῳ κτίσις,
Ἄδοξον εὖχος δειματουμένη φέρειν,
Ῥευστὴ γεγώσα, κἀν σοφὼς ἐκαρτὲρει.
            Καὶ ἐκ τοῦ πρώτου Κανόνος παραθέτω ἐπίσης τρία κατὰ σειρὰν τροπάρια της η’ ᾠδῆς. Καὶ τὰ τρία ἀναφέρονται εἰς τὴν προσκύνησιν τῶν Μάγων, ἀλλ’ ἐν μὲν τῷ α’ καὶ γ’ εὐφυῶς ἀντιπαραβάλλεται αὔτη πρὸς τὴν αἰχμαλωσίαν Βαβυλῶνος, ἐν δὲ τῷ β’ γίνεται εὔγλωττος ὑπαινιγμὸς εἰς τὸν ψαλμὸν «Ἐπὶ τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος ἐκεῖ ἐκαθίσαμεν…». Τὰ τρία τροπάρια ἔχουσιν ὡς ἑξῆς :
             Ἕλκει Βαβυλῶνος ἡ θυγάτηρ παῖδας δορικτήτους Δαυΐδ, ἐκ Σιὼν ἐν αὐτῇ, δωροφόρους πέμπει δὲ μάγους παῖδας, τήν του Δαυΐδ θεοδόχον θυγατέρα λιτανεύσοντας, διὸ ἀνυμνοῦντες ἀναμέλψωμεν, εὐλογεῖται ἡ κτίσις πᾶσα τὸν Κύριον, καὶ ὑπερυψούτω, εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας. Ὄργανα παρέκλινε τὸ πένθος ᾠδῆς, οὐ γὰρ ᾖδον ἐν νόθοις οἱ παῖδες Σιών. Βαβυλῶνος, λύει δὲ πλάνην πᾶσαν καὶ μουσικῶν ἁρμονίαν, Βηθλεὲμ ἐξανατείλας Χριστός, δι’ ὁ ἀνυμνοῦντες, κτλ. Σκύλα Βαβυλὼν τῆς βασιλίδος Σιὼν καὶ δορίκτητον ὄλβον ἐδέξατο, θησαυροὺς Χριστὸς ἐκ Σιὼν δὲ ταύτης καὶ βασιλεῖς, σὺν ἀστέρι ὁδηγῷ ἀστροπολούντας ἕλκει, κτλ.κτλ.
              Καὶ κατὰ τὴν ἔννοιαν καὶ κατὰ τὴν γλώσσαν τὰ ἀνωτέρω παρατεθέντα ἀποσπάσματα, ἀδιστάκτως φρονῶ, ὅτι εἶναι ἐκ τῶν ὡραιοτέρων λεκτικῶν καλλιτεχνημάτων πάσης ἐποχῆς, καὶ τὸ λέγω χάριν ἐκείνων ἐκ τῶν ἡμετέρων, ὅσοι ἐκ προκαταλήψεως νομίζουσιν ὅτι δὲν ἐγράφοντο Ἑλληνικά, κατὰ τὸν Ζ’ καὶ Η’ αἰώνα, ὑποθέτοντες καλοκαγάθως, ὅτι τὰ παρ’ ἠμῶν τῶν σημερινῶν γραφόμενα εἶναι Ἑλληνικά, καὶ ὅτι θ’ ἀναγνωσθώσι ποτὲ ὡς Ἑλληνικὰ ὑπὸ τῶν ἐπιγιγνομένων.»

(«Ἐφημερίς» [ἀρ. 359, 25 Δεκεμβρίου 1887, 2γ.)

Διώξαμε καί τόν Χριστό ἀπό τά Χριστούγεννα


Χριστός γεννάται, δοξάσατε, Χριστός εξ ουρανών, απαντήσατε, Χριστός επί γης, υψώθητε.
Σαράντα δύο χρόνια χριστιανοί μου που είμαι κληρικός, ιερεύς, λειτουργός του Υψίστου, και εξομολόγος, αυτές τις ημέρες των Χριστουγέννων, αλλά και όλων των άλλων εορτών του Δωδεκαημέρου, με απασχολεί πάντοτε το πνευματικό νόημα αυτών των αγίων ημερών, που ασφαλώς είναι κάτι το πολύ βαθύ, το υπέροχο, και συγχρόνως ακατάληπτο…
Αν τις ημέρες αυτές τις αντιμετωπίζουμε και τις χαιρόμαστε μόνον με τους στολισμούς και τα Χριστουγεννιάτικα δένδρα, τα γλέντια και τις διασκεδάσεις, τότε δεν πετύχαμε απολύτως τίποτε για την ωφέλεια της ψυχής μας απ’ αυτές τις άγιες ημέρες.
Είναι όντως πολύ ωραία και εντυπωσιακά,  όταν την νύχτα βλέπουμε τους πολύχρωμους φωτισμούς, στα μπαλκόνια και στα δένδρα των σπιτιών, στους κεντρικούς δρόμους και στις βιτρίνες των μεγάλων καταστημάτων. Όλα αυτά και θα τα απολαύσουμε και θα τα θαυμάσουμε.  Αλλ΄όμως, υπάρχει ένα αλλά…Γιατί, άν μέσα μας αδελφοί μου, δεν ζήσουμε μια ζωογόνο αλλαγή, μεταβολή της ψυχής μας σε φάτνη πνευματική, τότε σε τίποτα δεν θα μας ωφελήσουν οι φαντασμαγορικές και πολύχρωμες διακοσμήσεις, οί διασκεδάσεις και τα δώρα.
Αν εσείς και γω δεν βιώσουμε την προσωπική μας αναγέννηση, και αν μέσα στις καρδιές των παιδιών μας δε γεννήσουμε την ελπίδα της σωτηρίας μας, τότε οι γιορτές απέτυχαν το σκοπό τους. Και τον απέτυχαν επειδή βρήκαν τις καρδιές μας παγωμένες, αδιάφορες, κλειστές…
Οι γιορτές που έρχονται αδελφοί μου, κάθε χρόνο δεν είναι μόνο για ευχές και «χρόνια πολλά»,  αλλά για Ευαγγελικούς και πνευματικούς προβληματισμούς.
Στο πώς δηλαδή θα γίνουμε σωστότεροι χριστιανοί, και με περισσότερο ταπεινό πνεύμα, με περισσότερη υπομονή, μακροθυμία και ανοχή ( θά πορευθούμε στήν ζωή μας ).
Γιατί τά παιχνίδια,τά δώρα, οί στολισμοί,  δένδρα και φώτα και ρεβεγιόν, είναι όλα για την κατανάλωση καί τίποτα για την ψυχή. Τα πάντα για την ψυχή προσφέρονται μέσα στον ναό. Μέσα στην εκκλησία, τις ιερές ακολουθίες, τις ιερότατες αυτές ακολουθίες αυτών των ημερών με τα υπέροχα γράμματα που ψάλλει η Εκκλησία μας.
Καί τώρα δύο πράγματα θα σας πω από την παιδική μου ηλικία, για να τα συγκρίνουμε με την σημερινή άνοστη πραγματικότητα.
Το πρώτο πράγμα που βλέπαμε εμείς τα παιδιά εκείνη την εποχή του 1935 του ’38 και του 1940 και ’45, ήταν το γενικό άσπρισμα. Άσπριζαν τις μάντρες, τις αυλές, τα πέτρινα πεζοδρόμια, τα σπίτια μέσα και έξω, τους κορμούς των δένδρων μέχρι τη μέση. Γενικό καθάρισμα. Ο στολισμός ήταν πολύ φτωχικός. Εκείνο στο οποίο επέμεναν ήταν η καθαριότητα και η εξωτερική και η εσωτερική.
Έτσι το πρωινό των Χριστουγέννων, ξυπνούσαν μια ώρα νωρίτερα οι νοικοκυρές, για να συγυρίσουν και στρώσουν το σπίτι, έτσι ώστε όταν θα γυρίσουν από την εκκλησία, να τους περιμένει ολοκάθαρο το σπιτικό. Γιατί; Εμείς όλα τα πιτσιρίκια εκείνης της εποχής ρωτούσαμε γιατί αυτή η τόση σχολαστικότητα στο άσπρισμα και γενική ετοιμασία του σπιτιού και η απάντησις των μεγάλων ήταν συνήθως διπλή.
Πρώτον γιατί ήταν Χριστούγεννα, και Δεύτερον γιατί ο Χριστούλης που γεννήθηκε στη Βηθλεέμ θα ήταν ο ΠΡΩΤΟΣ επισκέπτης στο σπίτι μας, μαζί με τους αγγέλους και τους μάγους εκ Περσίας.
Πω πώ…πω, λέγαμε εμείς, θα έλθει ο Χριστούλης; Στο σπίτι μας; Μα πώς; Πότε; Πώς μπορεί να γίνει αυτό το πράγμα; Με ποιο τρόπο;
Και οι μεγάλοι μας απαντούσαν με πολλή φυσικότητα, απάντηση που πρέπει να δίδετε και σεις οι γονείς.
Δεν θα πάμε όλοι μαζί οικογενειακώς να κοινωνήσουμε; Ναι, ε, λοιπόν όλοι εμείς, ο μπαμπάς, η μαμά, ο παππούς, η γιαγιά, τα παιδιά, μαζί με τη Θεία Κοινωνία θα φέρουμε και τον Χριστό στο σπίτι μας. Μαζί Του θα γιορτάσουμε, μαζί Του θα περάσουμε καλά και αγιασμένα Χριστούγεννα.
Καταπληκτικό και θαυμάσιο και εξαίσιο αλλά δεν υπάρχει σήμερα στην εποχή μας πάρα πολύ σπάνια. Ο Χριστός στο φτωχικό μας ή στην καλύβα μας, ή και στο αρχοντικό μας.
Επαναλαμβάνω Χριστούγεννα με τον Χριστό στο σπίτι. Με τον Χριστό στο σπίτι και στην οικογένειά μας.
Δυστυχώς όμως σήμερα οι περισσότεροι Νεοέλληνες Ορθόδοξοι Χριστιανοί, γιορτάζουν Χριστούγεννα χωρίς Χριστό.
Το δεύτερο πράμα που ήθελα να σας πω, αναφέρεται στα δώρα. Τα δώρα χαρίζονταν σε δυο κατηγορίες. Τα πρώτα είχαν σχέση με τα Χριστούγεννα, και ήταν συνήθως ένα ζευγάρι κάλτσες, ένα ζευγάρι παπούτσια, το παντελόνι, μια γραβάτα, ένα πουκάμισο και τα λοιπά και τα λοιπά, ένα παλτό, ένα φόρεμα,…
Αυτά τα φορούσαν οι χριστιανοί τα Χριστούγεννα για πρώτη φορά, για να αγιαστούν και αυτά μέσα στην εκκλησία. Όπως η Εκκλησία αγιάζει τα σπίτια, αγιάζει τα χωράφια, τα αμπέλια και τις στάνες με τα ζώα τους κήπους και τα πηγάδια, τα γεννήματα με τους καρπούς και τόσα άλλα, έτσι και στο Χριστουγεννιάτικο εκκλησιασμό κάθε τι καινούργιο που φορούσαμε πάνω μας, έπρεπε να αγιαστεί εκείνη την ημέρα για να στεριώσει, για να φορεθεί με υγεία, με χαρά πνευματική.
Χάθηκε και αυτό το ευλογημένο έθιμο, έθιμο που έφερνε πιο κοντά τον άνθρωπο με την Εκκλησία και τις γιορτές, που τον έντυνε πνευματικά γιατί τα πάντα αγιάζει ο Χριστός με την Εκκλησία Του.
Τα δεύτερα δώρα ήταν για την Πρωτοχρονιά και ήσαν βέβαια διάφορα παιχνιδάκια για τα μικρά παιδιά που έφερνε συνήθως ο Άγιος Βασίλειος ή αργά το βράδυ ή το πρωί πρωί.
Θα μπορούσα βέβαια να αναφερθώ και σ’ άλλα, αλλά ήδη πέρασε η ώρα.
Σήμερα οι γιορτές βγήκαν από την Εκκλησία και από την δεμένη οικογένεια και δόθηκαν στις φιέστες, στις ξενόφερτες μουσικές στη διασκέδαση και στο φαγοπότι.
Χάθηκαν δυστυχώς οι πνευματικές αξίες, και παραμερίστηκε η ουσία και το πνεύμα των θρησκευτικών εορτών και μάλιστα των Χριστουγέννων. Και όχι μόνον.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας, η Ορθοδοξία μας αδελφοί μου, δεν αρνιέται επαναλαμβάνω τις πανηγυρικές εκδηλώσεις και δεν αποστρέφεται τις πληθωρικές διακοσμήσεις, εορταστικές διακοσμήσεις που γίνονται κάθε φορά, αλλά δε μένει σ’ αυτές. Η Εκκλησία κάνει κάτι πολύ μεγάλο. Προχωρεί βαθύτερα. Γι’ αυτό κάνουμε το κήρυγμα, για να μπορέσουμε όλοι μαζί να μπούμε βαθύτερα στο πνευματικό νόημα των εορτών και αυτό να μεταβιβάσουμε, στους συντρόφους μας, στα παιδιά μας, στους γείτονές μας, στους συγγενείς μας και στους φίλους μας.
Προτείνει και εφαρμόζει δηλαδή, την αδιάσπαστη αρμονία μεταξύ τους πνευματικού και υλικού στοιχείου των εορτών με σκοπό την πνευματοποίηση των τύπων και όλων των ποικίλων εκδηλώσεων, των εξωτερικών εκδηλώσεων που έχουν αυτές οι εορτές. Και από κεί να μας οδηγήσει σε προσωπική συνάντηση με τον Θεόν, με τον Σωτήρα μας Ιησού Χριστό, με αυτόν που πρέπει να προϋπαντήσουμε.
Ο Χριστός για μας τους Ορθοδόξους Χριστιανούς, δεν γεννήθηκε απλώς και μόνον πριν 2000 χρόνια — καί από μεθαύριο αρχίζει ο καινούργιος αιώνας – αλλά εξακολουθεί να είναι παρών, ο ζωντανός Θεός και μας προσφέρεται κάθε μέρα μέσα από τα πανάγια μυστήρια, μέσα από την Αγία Του Εκκλησία, μέσα από το Άγιόν Του Ποτήριο.
Η Θεία Κοινωνία, το πνεύμα της μετανοίας, η Ιερά Εξομολόγησις, η δακρύβρεκτος προσευχή, ο Ευαγγελικός λόγος και πολλά άλλα, είναι αυτά που φέρνουν τον Χριστό στις καρδιές μας και έτσι μόνον μπορούμε να γιορτάσουμε Χριστούγεννα.
Και τότε και τα πάντα πνευματοποιούνται, και οι τύποι, και οι διακοσμήσεις των εορτών και πλημμυρίζει η καρδιά μας από αγάπη και συγγνώμη.
Βέβαια η πραγματικότητα είναι τραγική, γιατί γύρω μας βλέπουμε οι άνθρωποι να σωριάζονται σε ερείπια. Είναι η τρομακτική διάλυση της οικογένειας, είναι η αύξησις των εκτρώσεων, είναι η πείνα, είναι η ανεργία, είναι η φτώχεια, είναι η αύξησις των ασθενειών και ειδικά των ποικίλων μορφών του καρκίνου, τα τρομερά ατυχήματα που έχει η πατρίδα μας, οι αναπηρίες και τόσα άλλα.
Εντούτοις όμως ο αληθινός Ορθόδοξος Χριστιανός, ανησυχεί, αγωνιά, προσεύχεται. Και παρακαλεί αυτόν τον Θεόν που συνεχώς γεννάται εκ Παρθένου, ΓΕΝΝΑΤΑΙ εκ Παρθένου, γεννιέται κάθε φορά, κάθε μέρα μέσα στην Αγία μας Εκκλησία, πάνω στην Αγία Τράπεζα και στις καρδιές μας. Και προσεύχεται σ’ αυτόν. Και νηστεύει και αγρυπνεί τις νύχτες και κλαίει και για τις δικές του αμαρτίες τις πολλές, αλλά και για τις αμαρτίες όλων των ανθρώπων που βρίσκονται μακριά και δεν ξέρουν πώς να γιορτάσουν Χριστούγεννα. Άλλωστε είναι και ο μόνος που μπορεί να βιώσει αυτό το μεγάλο νόημα της εορτής αυτής.
Αδελφοί μου, τη χαρά των Χριστουγέννων την εύχομαι σε σας, προσωπικά και στις οικογένειές μας, και στις οικογένειές σας, αλλά και σείς όμως να την εύχεσθε σε μένα, και πριν πω το «αμήν», επειδή το βράδυ δεν θα βρεθούμε στις εκκλησίες για να παρακολουθήσουμε τον εσπερινό, τον οποίον εμείς κάναμε χθες το βράδυ μαζί με τις Μεγάλες Ώρες, γι’ αυτό αργά και καθαρά από τους ιεροψάλτες μας, να ψάλουμε όλοι μαζί το απολυτίκιο των Χριστουγέννων.
Και που θα Τον βρούμε αυτόν τον Χριστόν; Που θα Τον βρούμε; Μα στην Εκκλησία! Στην Ορθόδοξη πίστη, στον εκκλησιασμό και στην Θεία Κοινωνία, στην Αγία Γραφή και στην Ιερά Παράδοση.
Στην Ιερά Εξομολόγηση και στα υπόλοιπα των Αγίων Μυστηρίων. Στην προσευχή, στις Ευαγγελικές εντολές, στην ελεημοσύνη, στην αγάπη προς τους εχθρούς, στην ήσυχη συνείδηση, στην ήρεμη καρδιά… Ναι, τον Χριστό θα Τον βρούμε μέσα στις καρδιές μας, διότι η Βασιλεία του Θεού εντός ημών εστί.
Χριστιανοί μου, πλησιάζουν Χριστούγεννα. Να ψάξουμε όλοι μας να βρούμε τον Χριστό, γιατί χωρίς Χριστό, Χριστούγεννα , Πάσχα, αλλά και κάθε άλλη γιορτή ΔΕΝ μπορούμε να γιορτάσουμε.
Πώς μπόρεσαν οί αθεόφοβοι καί χαστούκιζαν αυτό το Θεϊκό Του πρόσωπο ;

Η εμφάνιση του Χριστού στον γέροντα Παϊσιο, πού συνέβηκε τό 1977 όπως την διηγείται ο ίδιος:
«Ήταν βράδυ του Τιμίου Προδρόμου, θα ξημέρωνε του αγίου Κάρπου ( 26 Μαΐου 1977) . Νιώθω ανάλαφρος, πούπουλο. Καμιά όρεξη να κοιμηθώ. Σκέφτομαι: Ας καθήσω να γράψω κάτι για τον παπά-Τύχωνα να στείλω στις αδελφές. Μέχρι τις 8.30΄ (αγιορείτικη) έγραψα ως τριάντα σελίδες. Αν και δεν νύσταζα, είπα να ξαπλώσω, γιατί ένιωθα λίγη κούραση στα πόδια. Παίρνει να φωτίζει. Στις 9 η ώρα (6 περίπου κοσμική πρωί) δεν είχα σηκωθεί.
Σε μια στιγμή σαν να χάθηκε ο τοίχος του Κελλιού μου (δίπλα στο κρεβάτι προς το εργαστήριο). Βλέπω τον Χριστό μέσα σε φώς, σε απόσταση έξι μέτρα περίπου.Τον έβλεπα από το πλάϊ.
Τα μαλλιά του ήταν ξανθά,  τα μάτια του γαλανά. Μου μίλησε…
Κοίταξε λίγο δίπλα, όχι ακριβώς εμένα.  Δεν έβλεπα με τα σωματικά μάτια. Αυτά είτε ανοιχτά είναι είτε κλειστά, καμιά διαφορά δεν έχει. Έβλεπαν τα μάτια της ψυχής.
Όταν Τον είδα σκέφθηκα:Πώς μπόρεσαν να φτύσουν τέτοια μορφή; Πώς μπόρεσαν -οι αθεόφοβοι- να ακουμπήσουν τέτοια μορφή; Πώς μπόρεσαν να μπήξουν καρφιά σ’ αυτό το σώμα; Πα! πα! πα!…
Ήταν αυτό που λέει: «Ο ωραίος σε ομορφιά περισσότερο από όλους τους υιούς των ανθρώπων».
Αυτό ήταν. Δεν έχω δει ποτέ τέτοια εικόνα Του. Μόνο μία κάποτε – θυμάμαι – που έμοιαζε κάπως.
Θ’ άξιζε να αγωνίζεται κανείς 1.000  χρόνια για να δει αυτή την ομορφιά, μια στιγμή μόνο. Τί μεγάλα και ανείπωτα είναι δυνατόν να χαρισθούν στον άνθρωπο, και με τι τιποτένια εμείς εδώ κάτω στήν γή ασχολούμαστε»…
(Από το βιβλίο του Ιερομονάχου Ισαάκ (+1998) «Βίος γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου», όπως και τα παρακάτω αποσπάσματα, εκτός αν αναγράφεται διαφορετικά).

 agiameteora

Συνέχεια

Είμαστε αναίσθητοι που χαιρόμαστε για τα χριστούγεννα;

Όπου υπάρχει κρίση και φτώχεια, συνυπάρχει και η γκρίνια και η μιζέρια. Και όπου γκρίνια και μιζέρια, εκεί αναζητείται ο αποδιοπομπαίος τράγος.

Μέσα σε αυτή την αποπνικτική κατάσταση του πόνου, της ανέχειας και την κατάθλιψης, η Εκκλησία επιμένει τα Χριστούγεννα να μας βομβαρδίζει με εκρήξεις χαράς και πανήγυρης. Γνωρίζετε βέβαια πόσο ασύγχρονοι και σχεδόν ιερόσυλα βλάσφημοι φαντάζουμε στους απ εξω, επειδή διατηρούμε ιλαρή προσμονή για την εορτή και δεν φροντίζουμε να την κρύβουμε.

Κατά την ιωάννεια ρήση, η δική μας χαρά δεν είναι εκ του κόσμου τούτου, αλλά τέτοια πού κανείς δεν μπορεί να μας την αφαιρέσει. Μένουσα και αναφαίρετη. Οποιος την αγνοεί, την παρεξηγεί και την καταδικάζει. Τέτοια χαρά ειναι επίσης ζυμωμένη με πόνο, τον πόνο του ταπεινού και καταφρονεμένου από τον κόσμο, πού νιώθει χαρούμενος ακριβώς όταν παρεξηγείται και μπαίνει στο περιθώριο και κρατα σαν πολύτιμο φυλαχτό, αυτό πού οι πολλοί περιφρονούν και αγνοούν και βρίζουν.

Δεν είμαστε αναίσθητοι και τυφλοί πού χαιρόμαστε για τα Χριστούγεννα, ενώ γύρω μας υπάρχει τόσος πόνος και σωματικός και ψυχικός και πνευματικός.

Τα δικά μας χριστούγεννα δεν περιστρέφονται γύρω από βιτρίνες, γεμάτα τραπέζια και ευκαιριακές ελεημοσύνες.

Αλλά γύρω από την αποκάλυψη ενός προαιώνιου μυστηρίου σε ανθρώπινη σάρκα, γύρω από την αγία τράπεζα και γυρω από μια μυστική αναγέννηση.

Και εξ άλλου :Χαρά νιώθουμε για την γέννηση Του, πόνο για την ταπείνωση Του. Χαρά για την Παναγία, πόνο για την φτώχεια της . Χαρά για τους ποιμένες και τους μάγους, πόνο για την αφιλόξενη Βηθλεέμ και τον Ηρώδη. Χαρά για τα στέφανα των νηπίων, πόνο για την σφαγή και τον θρήνο. Ποιός είπε πώς τα χριστούγεννα είναι πλαστή χαρά και ευδαιμονία; Ποιός είπε πώς στην χαρά της σωτηρίας δεν προσμετράται και ο προβληματισμός για την υποδοχή του Βασιλέα σε αυτόν τον σκληρό δαιμονικό κόσμο;

Η δική μας χαρά δεν είναι εφήμερη και εγωϊστική. Αλλωστε και ο πόνος μας για το ηθικό και πνευματικό κακό στον κόσμο δεν είναι επίσης εφήμερος και εποχιακός, αλλά κρατάει όλο τον χρόνο.
 
Όταν σβήσουν τα φώτα , όταν αδειάσουν τα τραπέζια και όταν και ο τελευταίος καταναλωτής πνίξει τις ενοχές του στην επιδεικτική και επιλεκτική φιλανθρωπία των εορτών,και μάλιστα πολλές φορές σε χέρια και πρόσωπα σκοτεινά, πού θέλουν να παίρνουν χωρίς να δίνουν, εμείς ακόμα χαρούμενοι θα μαστε και ακόμα πονεμένοι. Και πιό σωστά αεί χαρμολυπικοί. 
 
Γι αυτό μην μας κρίνετε. Δεν φταίμε ούτε για την κατάθλιψη , ούτε για την κατάπληξη σας.
 
Είναι αίμα η χαρά μας. Και χαρά το αίμα μας. Αν δεν την γευτείς δεν την καταλαβαίνεις. 

Αυτή ήταν η χαρά πού θεωρήθηκε ύψιστη βλασφημία σε έναν άχαρο κόσμο και γέμισε τις αρένες και τις φυλακές με σφάγια.

Γιατί ο άνθρωπος δεν θέλει την Ανάσταση του.