Άνθρωπος του Θεού δεν δηλώνεις αλλά φαίνεσαι….

                                                                                                       παπά-Λίβυος

 

Άνθρωπος του Θεού δεν δηλώνεις αλλά φαίνεσαι. Έχουμε κουραστεί από τους δήθεν. Από αυτούς που αυτοπροβάλλονται έστω και «ταπεινώ τω τρόπω». Αυτούς που πίσω από το χαμόγελο κρύβουν ακονισμένα για κατάκριση και «ιερές» μάχες δόντια .

Όλους αυτούς που χρησιμοποιούν την εκκλησία για να διαμορφώσουν ένα προφίλ πνευματικότητας ώστε να εξασφαλίσουν την αίσθηση δύναμης που δεν βρήκαν στο κόσμο.

Στην εκκλησία δεν σώζεται ο ισχυρός, ο τέλειος, ο καπάτσος, ο καταφερτζής, εκείνος που τα κατάφερε, που νίκησε, που εξυψώθηκε, αλλά εκείνος που ταπεινώθηκε, που πόνεσε, που δυσκολεύτηκε, που ταλαιπωρήθηκε, λαβώθηκε και στην αγάπη αναστήθηκε.

Η εκκλησία ανήκει στους ταπεινούς αυτού του κόσμου, σε αυτούς που ζουν στα αζήτητα της εξουσίας και της δύναμης.  Των υπαρξιακά λαβωμένων, ψυχικά κουρελιασμένων, εκείνων που έγλειψαν τα πατώματα της προσωπικής τους μοναξιάς και οδύνης και αισθάνθηκαν την ολική απογύμνωση της υπάρξεως τους.

Κουραστήκαμε και πολλές φορές λυγίσαμε, κλάψαμε και πενθήσαμε για μια παραχάραξη και παραμόρφωση του εκκλησιαστικού ήθους και της χριστιανικής κατανόησης, που κρατά το περικάλυμμα της παραδόσεως και χάνει με υπαρξιακά εκκωφαντικό ήχο την ουσία της χριστιανικής ζωής.

Για όλους εκείνους που βαπτίζουν αρετές τα πάθη και τις κακίες τους. Αυτούς που ζουν την κατά Χριστώ ζωή με σκοπό και στόχο, δίχως αγάπη, έρωτα και ελευθερία. Που περιμένουν πάντα κάτι να πάρουν, που αισθάνονται ότι κάποιος πάντα τους χρωστά.

Δεν είναι χριστιανικά στήθη αυτά που μετρούν τι δίνουν και τι παίρνουν, μα εκείνα που αγαπούν δίχως να περιμένουν.

Δεν είναι χριστιανή ψυχή εκείνη που νιώθει αυτοδικαιωμένη και ναρκισσιστικά ολοκληρωμένη στην ζάλη της αρετής και της θρησκευτικής δικαίωσης της. Ο χριστιανός δεν είναι δικαιωμένος, αλλά αγαπητικά σωσμένος. Η σωτηρία του, είναι καρπός αγάπης, και όχι κατορθωμάτων. Αίσθηση και εμπειρία ότι κάποιος με αγαπάει πολύ κι ας έχω τα χάλια μου, κι ας είμαι αδύναμος και ας μην έχω τίποτε να καυχηθώ πέρα της αγάπης του Θεού.

Ο παράδεισος δεν είναι κατάκτηση αλλά δωρεά. Είναι καρπός σχέσης και όχι κατάκτηση ισχυρών και υψηλών θρησκευτικών επιδόσεων.

Δεν σώζομαι επειδή κάτι σπουδαίο έκανα, αλλά επειδή κάποιον αγάπησα και με αγάπησε.

Όσο και αν το δηλώσεις άνθρωπος του Θεού, δεν θα γίνεις, εάν η χαρά και η ειρήνη δεν κατακλείσουν την ύπαρξη σου. Ας κάνουμε όσες νηστείες θέλουμε, αγρυπνίες και προσευχές, ας έχουμε Γέροντα τον πιο γνωστό πνευματικό της ορθοδοξίας, ας βγάλουμε όσες φωτογραφίες θέλουμε με στάρετς και οσίους, η χάρις δεν θα έρθει εάν δεν σταματήσουμε να την ζητούμε με την εσωτερική αδιάγνωστη πολλές φορές σκοπιμότητα, να κτίσουμε την εικόνα μας, το αυτοειδωλό μας, το εγωιστικό θρησκευτικό προφίλ μας. Για να αισθανθούμε ότι κάτι καταφέραμε και κάποιοι είμαστε.

Η χάρις δεν εκβιάζεται, ούτε εξαγοράζεται, δωρίζεται και εκχέεται αγαπητικά στους ταπεινούς, αφανοίς, πληγωμένους και αγαπητικά στραμμένους προς τον Θεό. Εκείνους που απογυμνώθηκαν και ξαρματώθηκαν από όλες τις αυταπάτες του κόσμου, όλες τις δυνάμεις και εξουσίες, από όλα τα είδωλα ακόμη και το ίδιου τους του εαυτού.

 

http://plibyos.blogspot.gr/2014/06/blog-post_19.html

Το χτύπημα της πόρτας

Το χτύπημα της πόρτας

Μια σκοτεινή νύχτα, έπιασε μια καταιγίδα κάποιον στον δρόμο.

Χτυπάει την πρώτη πόρτα που συναντά.

– Ανοίξτε μου σας παρακαλώ να γλυτώσω από τούτο το κακό.

– Α, δεν μπορώ, λέει μια αυστηρή φωνή από μέσα, εγώ είμαι η «Δικαιοσύνη». Είσαι άξιος της τιμωρίας αυτής. Δικαίως έρχεται στο κεφάλι σου. Εγώ την έστειλα!

Χτυπάει κι άλλη πόρτα παρακεί…

– Άνοιξε μου, λέει, να προφυλαχτώ.

– Εδώ μένει η «Αλήθεια», λέει μια φωνή από μέσα! Ποτέ δεν σου άρεσε η συντροφιά μου. Πώς με θυμήθηκες τώρα;

Κι ο ταλαίπωρος άνθρωπος προχώρησε απελπισμένος.

Χτυπάει τρίτη πόρτα τώρα.

– Άνοιξε μου σε παρακαλώ. Ποιος κάθεται εδώ;

– Το «Έλεος», απαντά μια πρόθυμη φωνή από μέσα και την ίδια στιγμή η πόρτα ανοίγει. Πέρασε μέσα φίλε μου, του λέει, τόσο καιρό σε περίμενα! Φόρεσε αυτά τα καθαρά, καινούργια ρούχα, για σένα τα έχω, ξεκουράσου τώρα!

ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΤΟ ΚΑΘΕ ΜΕΤΑΝΟΗΜΕΝΟ ΠΑΙΔΙ ΤΟΥ!!!

Αλήθεια όμως, εμείς έχουμε μετάνοια, ταπείνωση, εξομολογούμαστε τα λάθη μας, πλησιάζουμε την Θεία Κοινωνία, τον ίδιο τον Θεό για να ζητήσουμε συγχώρεση και προστασία και να ξεκουραστούμε κοντά Του, στην στοργική αγκαλιά Του;

ΠΟΘΟΥΜΕ ΝΑ ΜΠΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΕΥΣΠΛΑΧΝΙΚΗ ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, ΝΑ ΓΙΝΟΥΜΕ ΕΝΑ ΜΑΖΙ ΤΟΥ;

Ας ρωτήσουμε τους εαυτούς μας. Εκείνος μας περιμένει…

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ

 

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ

Ἀρχιμανδρίτης Ἀρσένιος Κατερέλος

Ἡγούμενος Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος

Μέ τήν βοήθεια τοῦ ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,  ἐφθάσαμε εἰς τό τέλος τῆς νηστείας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.

Κατ᾽ ἀρχάς νά ἀναφέρωμε ὅτι »ἀπόστολος» σημαίνει ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἀποστέλλεται ἀπό κάποιον ἄλλον γιά κάποια ἀποστολή. Ἔτσι λοιπόν καί οἱ Ἀπόστολοι, αὐτοί οἱ ἁπλοί ψαράδες, ἐστάλθησαν ἀπό τόν ἴδιον τόν ἐνανθρωπήσαντα Λόγον τοῦ Πατρός εἰς τά πέρατα τῆς οἰκουμένηςγιά τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.

Ἑπομένως οἱ Ἀπόστολοι δέν ἦσαν αὐτόκλητοι, ἀλλά ἦσαν ὄντως θεόκλητοι ἐφ᾽ ὅσον ἐδιαλέχθησαν, ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Χριστός εἶπε, ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό.

Γιά νά καταλάβωμε τό μεγαλεῖο τῆς προσφορᾶς τους ἀρκεῖ νά σκεφθοῦμε ὅτι ἐτόλμησαν, μέ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ φυσικά, νά τά βάλλουν μέ ἀπόρθητες μέχρι τότε αὐτοκρατορίες, μέ παγιωμένους ἀντίθεους κοινωνικούς θεσμούς. Καί ὅμως μέ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ ἐνίκησαν.

 

Ἡ μοναδική τους ἀξία ἔγκειται εἰς τό ὅτι αὐτοί καί μόνον αὐτοί ἦσαν, ὅπως λέμε, οἱ »αὐτόπται τοῦ Λόγου», ἐφ᾽ ὅσον παρηκολούθησαν ἀπό κοντά βῆμα πρός βῆμα ὅλα τά λόγια, τίς ἐνέργειες καί τήν διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁἴδιος ὁ Κύριος εἶχε πῆ στούς Ἀποστόλους λίγο πρίν ἀναληφθῆ, ἐσεῖς «ἔσεσθέ μοι μάρτυρες…» (Πράξ. α´, 8). »Θά μοῦ εἶσθε δηλαδή μάρτυρες σέ ὅλην τήν οἰκουμένη γιά ὅσα εἴδατε ἀπό μένα, τόν Κύριό σας, καί ἀκούσατε. Αὐτάκαί μόνον αὐτά θά πῆτε στούς ἀνθρώπους». Τίποτε δηλαδή περισσότερο καί τίποτε λιγώτερο.

Ἔτσι ἀπό τότε ὅλη ἡ μετέπειτα χορεία τῶν Ἁγίων, ἄν τό καλοσκεφθοῦμε, εἴτε αὐτοί ἦσαν ὅσιοι, εἴτε ἦσαν μάρτυρες, εἴτε ἦσαν θεολόγοι, ἱεράρχαι, κληρικοί καί λαϊκοί, ὅλη αὐτή ἡ πάνδημος ἐκλεκτή χορεία τῶν Ἁγίων οὐσιαστικά δέν εἶναι παρά ἕνας εὐκλεής πνευματικός γόνος τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί τῆς ἐν γένει διδασκαλίας των.

Αὐτοί πρῶτοι οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι ἐκήρυξαν ὅτι ἐνικήθη ὁ μεγαλύτερος ἐχθρός μας, πού εἶναι ὁ θάνατος, ἐφ᾽ ὅσον αὐτοί πρῶτοι εἶδαν τήν Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ καί τήν μετέδωσαν στά πέρατα τῆς οἰκουμένης. Καί βασιζόμενοι σ᾽ αὐτή τους τήν προσωπική ἀναστάσιμη ἐμπειρία, τήν ὁποία μετέδωσαν ἀπό οἶκτο καί ἀγάπη πρός ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἐμαρτύρησαν σχεδόν ὅλοι τους καί ἡ ζωή τους ἦταν ἕνα συνεχές χαρούμενο μαρτύριο. Αὐτοί μόνοι ἐκήρυξαν ὅτι ἐνικήθη ὁ θάνατος. Καί ὅπως τό καταλαβαίνομε ὅλοι μας, γιά τό μόνο πρᾶγμα πού δέν μποροῦμε νά ὑποκριθοῦμε εἶναι ἡ ἴδια μας ἡ ζωή.

Ἐκήρυξαν μία νίκη πού ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα, ὄχι ἁπλῶς δέν τήν ἐπεσήμανε, ἀλλά οὔτε κἄν ἐτόλμησε νά τήν σκεφθῆ, ἤ ἔστω νά τήν διανοηθῆ, οὔτε κἄν νά τήν νοσταλγήση.

Εἰς τό σημεῖο αὐτό νά ἐπισημάνωμε ἐκεῖνο τό ὁποῖο λέγομε συνέχεια εἰς τό Σύμβολο τῆς Πίστεως: «Εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικήν – δηλαδή οἰκουμενικήν – καί ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν» πιστεύομεν. Πού σημαίνει ὅτι ἕνα ἀπό τά θεμελιώδη γνωρίσματα τῆς Ἐκκλησίαςεἶναι ἡ ἀποστολικότητά Της. Ὅτι δηλαδή στηρίζεται ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία εἰς τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Διότι ὁ Χριστός, ἴσως δέν τό ἔχομε σκεφθῆ, δέν ἔγραψε τίποτε, μά τίποτε ἀπολύτως. Ἄλλωστε, ὁ Ἴδιος ἦταν ὁ Λόγος τοῦ Πατρός.
Ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος, »ὁ γραπτός Νόμος εἶναι μεταπτωτικό φαινόμενο», γιατί οἱ πρωτόπλαστοι ἐπί παραδείγματι εἰς τόν Παράδεισο δέν εἶχαν ἀνάγκη ἀπό γραπτό νόμο. Ἔτσι ὁ γραπτός Νόμος οὐσιαστικά, ὅσο κι ἄν μᾶς φανῆ παράξενο, εἶναι ἕνα μεταπτωτικό  κατάντημα. Καί συνεχίζει ὁ ἱερός τοῦτος Πατήρ: » Ἕνα δεύτερο μεγαλύτερο κατάντημα εἶναι ὅτι ἐνῶ ὑπάρχη ὁ γραπτός Νόμος, ἐμεῖς τόν περιφρονοῦμε».

Ὁ Χριστός λοιπόν δέν ἔγραψε οὔτε μία λέξι. Ὅμως κατέγραψαν οἱ Ἀπόστολοι τήν προφορική διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, τήν ὁποία φυσικά καί ἐδιδάχθησαν ἀπό τόν Ἴδιο τόν Χριστό καί δέν ἔγραψαν τίποτε ἄλλο παρά μόνον ἐκεῖνο πού ἐδιδάχθησαν. Τίποτε περισσότερο καί τίποτε ὀλιγώτερο.

Ἔτσι διαμορφώθηκε ἡ λεγομένη »Ἀποστολική Παράδοσις», ἡ ὁποία περιλαμβάνει φυσικά τήν Καινή Διαθήκη καί τήν ἐν γένει Ἱερά Παράδοσι, δηλαδή τά πρῶτα ἤθη καί χριστιανικά ἔθιμα τά ὁποῖα ὑπῆρχαν στήν ἁγία μας Ἐκκλησία κατά τήν πρωτοχριστιανική περίοδο. Ὅπως εἶναι γιά παράδειγμα ὁ τρόπος τῆς χειροτονίας διά τῆς χειροθεσίας, ὅπως ὁ πυρῆνας τῆς εὐχαριστιακῆς συνάξεως τῆς Θείας Λειτουργίας, ὅπως ἡ πρώτη τότε Ἀποστολική Σύνοδος, ἡ ὁποία ἔλαβε χώραν τό 49 μ.Χ., μέ πρόεδρο ὄχι τόν Ἀπόστολο Πέτρο ἀλλά τόν Ἅγιο Ἰάκωβο τόν Ἀδελφόθεο – αὐτό διά τούς Λατίνους -, ἀπό τήν ὁποία τότε πρώτη Ἀποστολική Σύνοδο ἐκπηγάζει ὁ λεγόμενος »συνοδικός θεσμός» τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας.

Τότεοἱ Ἀπόστολοι συνεκεντρώθησαν ἐπί τό αὐτό γιά νά ἐπιλύσουν ὁμόφωνα τά τότε τρέχοντα προβλήματα τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Καί ἀπό αὐτήν τήν Ἀποστολική Σύνοδο ἐκπηγάζει, ὅπως εἴπαμε, ὁ συνοδικός θεσμός. Διότι ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἔχει ὡς ὑψίστη αὐθεντία μόνον τήν οἰκουμενική σύνοδο καί ὄχι τήν αὐθεντία κάποιου προσώπου, μεμονωμένα, ὅπως γιά παράδειγμα οἱ Δυτικοί ἔχουν τήν αὐθεντία τοῦ Πάπα. Εἶχε δίκιο ὁ μακαριστός ἍγιοςΣέρβος θεολόγος π. Ἰουστῖνος Πόποβιτς – πού σημειωτέον ἐγνώριζε ἄπταιστα Ἑλληνικά -, ὅταν ἔλεγε ὅτι »τρεῖς ὑπῆρξαν οἱ μεγάλες πτώσεις τῆς ἀνθρωπότητος: Τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας, τοῦ Ἰούδα καί τοῦ Πάπα».

Ἔτσι διεμορφώθη ἡ Ἀποστολική Παράδοσις. Τώρα, γιά νά ἔχωμε ὀρθή ἑρμηνεία αὐτῆς τῆς Ἀποστολικῆς Παραδόσεως θά πρέπη ὑποχρεωτικά νά στηριχθοῦμε εἰς τήν Πατερική Παράδοσι, ἡ ὁποία δέν εἶναι ἄλλο παρά ἡ ἑρμηνεία πού ἔδωσαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας εἰς τήν Ἀποστολική Παράδοσι εἰς τό διάβα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας. Καί ἔδωσαν ὀρθή ἑρμηνεία, διότι αὐτοί οἱ Πατέρες εἶχαν καθαρθῆ, εἶχαν φωτισθῆ, εἶχαν θεωθῆ, εἶχαν θεῖες ἐμπειρίες καί θεοπτίες. Καί ὅπως εἴπαμε θά πρέπη νά στηριχθοῦμε, ἐκτός ἀπό τούς Πατέρες, ἐπί πλέον καί εἰς τίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.

ἩΠατερική Παράδοσις εἶναι ἰσοστάσια μέ τήν Ἀποστολική. Ἄν τήν ἀπορρίψωμε, τήν Πατερική Πράδοσι – διότι διάφοροι στίς ἡμέρες μας, εἴτε ἐν ἀγνοίᾳ τους, εἴτε σκόπιμα θά ἤθελαν νά τήν πετάξουν -, τότε θά πέσωμε εἰς τήν ὑποκειμενική ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Πού σημαίνει ὅτιὁ καθένας θά διαβάζη τήν Ἁγία Γραφήκαί θά τά τήνἑρμηνεύη ὅπως θέλει, ἤ καλύτερα, ἐπηρεαζόμενος ἀπό τά πάθη του – εἴτε τά καταλαβαίνει, εἴτε ὄχι – θά ἐνεργῆ ἀνάλογα. Καί θά καταντήσωμε λίγο-πολύ σάν τούς Προτεστάντες, πού εἶναι χίλια καί πλέον κομμάτια.

Καί τέλος, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, τό πιό σημαντικό ἀπ᾽ ὅλαεἶναι τοῦτο: Ἀποστολική Παράδοσις θά πῆ παράδοσις ἀπό τόν Χριστό διά τῶν Ἀποστόλων εἰς τόν κόσμοναὐτῆς καθ᾽ ἑαυτῆς τῆς Ἐκκλησίας. Διότι ὁ Χριστός δέν εἶπε μόνο, ἤ ἐκήρυξε, ἤ ἐθαυματούργησε, ἀλλά ἐπάνω ἀπ᾽ ὅλα ἐκεῖνο τό ὁποῖο ἔχει μεγαλύτερη σημασία γιά ἐμᾶς εἶναι ὅτι ὁ Ἴδιος παρέδωσε εἰς τούς αἰῶνας τήν ἁγία Του Ἐκκλησία. Διότι καί κάποιοι ἄλλοι πού ἄκουσαν ἴσως τά λόγια τοῦ Χριστοῦ καί αὐτοί θά μποροῦσαν νά γράψουν κάποια εὐαγγέλια. Ὅμως αὐτοί οἱ ἄλλοι δέν θά μποροῦσαν νά μᾶς παραδώσουν τήν Ἐκκλησία.

Καί ὅταν λέμε »Ἐκκλησία» ἐννοοῦμε τά Μυστήρια τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας καί πρωτίστως τήν πηγή τῶν Μυστηρίων, πού δέν εἶναι ἄλλο παρά ἡ Ἱερωσύνη, διότι οἱ Ἀπόστολοι ἐχειροτονήθησαν ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο καί μετέδωσαν στούς μετέπειτα τήν Ἱερωσύνη, ἡ ὁποία ὑπάρχει καί θά ὑπάρχη, σύμφωνα μέ τό ἀψευδές στόμα τοῦ Χριστοῦ, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Γι᾽ αὐτό νά μήν ἀνησυχοῦμε γιά τήν τύχη τῆς Ἐκκλησίας. Ἁπλῶς νά ἀνησυχοῦμε, ἐπάνω ἀπ᾽ ὅλα, γιά τήν τύχη τοῦ ἑαυτοῦ μας.

Καί μόνον ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔχει αὐτό πού λέμε »συνεχῆ ἀποστολική διαδοχή», ἐφ᾽ ὅσον μόνον στούς καταλόγους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας ὑπάρχει κατατεθειμένη ἡ συνεχής ἀποστολική διαδοχή, ἀπό τούς Ἀποστόλους ἕως τῆς σήμερον. Οὔτε δηλαδή στούς Δυτικούς, οὔτε στούς Κόπτες, οὔτε στούς Ἀρμενίους, οὔτε στούς πάσης φύσεως σχισματικούς ὑπάρχει ἀποστολική διαδοχή. Ὅλοι αὐτοί δηλαδή ἀπεκόπησαν ἀπό τήν Ἐκκλησία. Εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας, ὅπως εἶναι καί οἱ ἐντός τῆς Ἑλλάδος Παλαιοημερολογῆται.

Καί ἐκτός Ἐκκλησίας ἡ σωτηρία εἶναι ἀβεβαία. Καί ἄν κάποιος εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας ἐν ἀγνοίᾳ του, φυσικά ἔχει πολλά ἐλαφρυντικά. Κριτής φυσικά εἶναι μόνος ὁ Θεός. Ἐάν ὅμως κάποιος εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας ἀπό πεποίθησι, ἀπό κακή πρόθεσι, τότε τά πράγματα δυστυχῶς δυσκολεύουν γιά ἐκεῖνον σέ βαθμό ὑπερθετικό.

Εὔχομαι ἀγαπητοί μου ἀδελφοί νά ἀγωνισθοῦμε, ὄχι ὅπως μᾶς ἀρέση ἐμᾶς ἀλλά σύμφωνα μέ τό ἀποστολικό πρότυπο, πού ὅπως εἴπαμε, τήν ἑρμηνεία αὐτοῦ τοῦ ἀποστολικοῦ προτύπου θά τήν βροῦμε στήν Πατερική Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας μας, οὕτως ὥστε νά εἰσέλθωμε εἰς τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἅγιοι ἐν μέσῳ ἁγίων, εὐκλεής καρπός τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.

Ἀμήν.

 

 

(Ὁμιλία εἰς τόν Ἱερό Μητροπολιτικό Ναό  Λαμίας -29/6/1997)