Ο ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΙΣΜΑ

Ο αντίχριστος και ο διάβολος, λεπτομέρεια
τοιχογραφίας του Luca Signorelli, 1501. 
ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΥ

Κατά καιρούς γίνεται λόγος για την έλευση του Αντιχρίστου και το τι θα δημιουργήση στους ανθρώπους και τον κόσμο, και μάλιστα προσδιορίζεται και ιδιαίτερο χρονικό διάστημα που θα εμφανισθή.

Πολλοί μας ερωτούν γύρω από το θέμα αυτό, αλλά οι απαντήσεις ευρίσκονται στην Αγία Γραφή και ιδιαιτέρως στις επιστολές του Ευαγγελιστού Ιωάννου, του Αποστόλου Παύλου και στην Αποκάλυψη του Ιωάννου και σε όλη την ποιμαντική της Εκκλησίας. Στην συνέχεια απλώς μερικές νύξεις θα ήθελα να κάνω κυρίως γύρω από το πως αντιμετωπίζεται αυτή η κατάσταση.

1. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στην Α Καθολική του επιστολή κάνει λόγο για την έλευση του Αντιχρίστου, καθώς επίσης και την ενέργεια των αντιχρίστων και μάλιστα γράφει στους Χριστιανούς ότι επίκειται αυτή η ώρα. Συγκεκριμένα γράφει: «Παιδία, εσχάτη ώρα εστί, και καθώς ηκούσατε ότι ο αντίχριστος έρχεται, και νυν αντίχριστοι πολλοί γεγόνασιν· όθεν γινώσκομεν ότι εσχάτη ώρα εστίν» (Α΄ Ιω. β , 18).

Κατά την ερμηνεία του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου που χρησιμοποιεί κείμενα εκκλησιαστικών συγγραφέων, εκτός από τον Αντίχριστο που θα εμφανισθή προς το τέλος του κόσμου και πλησίον της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού, υπάρχουν και πολλοί αντίχριστοι, οι οποίοι ήδη ενεργούν το έργο του Αντιχρίστου και στην εποχή του και σε κάθε εποχή και «είναι πρόδρομοι και προκήρυκες του καθ’ αυτό και κυρίως όντως κεκαλουμένου Αντιχρίστου». Όπως προ της ελεύσεως του Χριστού υπήρχαν Προφήτες, έτσι και προ της ελεύσεως του Αντιχρίστου θα εμφανισθούν οι πρόδρομοί του, οι ψευδοπροφήτες.

Έτσι, κατά ερμηνεία πολλών, αντίχριστοι ονομάζονται «οι δυσσεβείς αιρεσιάρχαι», οι οποίοι κρατούν και υπερασπίζονται «τα του Αντιχρίστου μιαρά δόγματα». Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στον επόμενο στίχο γράφει: «εξ ημών εξήλθον, αλλ ουκ ήσαν εξ ημών· ει γαρ ήσαν εξ ημών, μεμενήκεισαν αν μεθ ημων· αλλ ινα φανερωθώσιν ότι ουκ εισί πάντες εξ ημών» (Α΄ Ιω. β , 19). Πρόκειται για τους Χριστιανούς εκείνους που είχαν μάθει την αποκαλυπτική αλήθεια και την αγγελική πολιτεία, αλλά επειδή ήταν δουλωμένοι στις σαρκικές ηδονές, δεν μπόρεσαν να καταλάβουν «των ουρανίων αγαθών την μεγαλοπρέπεια και την ωραιότητα του νοητού Κόσμου και την μακαριότητα, και όντως άρρητον αγαλλίασιν του μέλλοντος αιώνος», κατά τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη. Οπότε επέστρεψαν στην ζωή της αποστασίας «και δεν ηθέλησαν να γένουν ερασταί αληθινοί της καθαράς εν Χριστώ πολιτείας».

Επομένως, προ της ελεύσεως του Αντιχρίστου εμφανίζονται οι πρόδρομοι του Αντιχρίστου, οι ποικίλης μορφής αιρετικοί, αλλά και οι Χριστιανοί εκείνοι που αντί να ζουν την Πολιτεία του Χριστού, με την καθαρότητα της καρδιάς και την αληθινή πίστη του νοός, ζουν με τα πάθη και τις αδυναμίες, χωρίς εσωτερική προσευχή και αληθινή πίστη στον Θεό.

2. Όμως ο Ευαγγελιστής Ιωάννης δεν αρκείται στο να ομιλή περί του Αντιχρίστου και των προδρόμων του, αλλά κάνει λόγο για το πως αντιμετωπίζονται ο Αντίχριστος και οι πρόδρομοί του. Γι’ αυτό αμέσως μετά τους προηγουμένους στίχους γράφει: «και υμείς χρίσμα έχετε από του αγίου, και οίδατε πάντα» (Α΄ Ιω. β , 20). Δηλαδή, οι Χριστιανοί έχουν λάβει το χρίσμα από τον Θεό και γνωρίζουν να ξεχωρίζουν τις ενέργειες του Αντιχρίστου και των αντιχρίστων από τις ενέργειες του Χριστού και των ανθρώπων του Χριστού. Δεν πρόκειται περί αναγνώσεως βιβλίων, αλλά περί του χρίσματος το οποίο υπάρχει στην καρδιά και διδάσκει.

Και πάλι ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ερμηνεύοντας τι είναι αυτό το χρίσμα, γράφει: «ήγουν ελάβετε την χάριν και ενέργειαν του αγίου Πνεύματος εις τας καρδίας σας από τον άγιον των αγίων Δεσπότην Χριστόν». Και πιο κάτω αναφερόμενος πως κάποιος λαμβάνει το χρίσμα του Αγίου Πνεύματος, γράφει: «την χάριν δε και ενέργειαν του αγίου Πνεύματος λαμβάνουν οι χριστιανοί δια του αγίου βαπτίσματος, και μάλιστα δια του χρίσματος του αγίου μύρου και ίσως δια τούτο χρίσμα και σφραγίς ονομάζεται η χάρις του αγίου Πνεύματος, ομωνύμως από το χρίσμα και την σφραγίδα του αγίου Μύρου. όθεν και όταν αυτό χρίεται εις τους χριστιανούς παρά του ιερέως, επιλέγονται τα λόγια ταύτα «σφραγίς δωρεάς Πνεύματος αγίου»».

Το χρίσμα του Αγίου Πνεύματος είναι η σφραγίδα του Αγίου Πνεύματος που γίνεται κατά το μυστήριο του Χρίσματος, του αγίου Μύρου, κατά την ημέρα της Βαπτίσεώς μας.

Στην συνέχεια, στο ίδιο κεφάλαιο, ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, αναφέρεται και πάλι στο ότι το άγιο Χρίσμα, το οποίο έχει λάβει ο Χριστιανός κατά το άγιο Βάπτισμα, του διδάσκει να διακρίνη περί της αληθείας και του ψεύδους. Γράφει: «και υμείς, το χρίσμα ο ελάβετε απ αυτο, εν υμίν μένει, και ου χρείαν έχετε ίνα τις διδάσκη υμάς, αλλ ως το αυτό χρίσμα διδάσκει υμάς περί πάντων, και αληθές εστι και ουκ έστι ψεύδος, και καθώς εδίδαξεν υμάς μενείτε εν αυτώ» (Α΄ Ιω. β, 27).

Κατά την ερμηνεία του αγίου Νικοδήμου που χρησιμοποιεί κείμενα Πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων, το χρίσμα το οποίο έχει λάβει ο άνθρωπος είναι η Χάρις του Αγίου Πνεύματος που ενοικεί στις καρδιές των Χριστιανών και με τον λόγο του Ευαγγελιστού Ιωάννου παρακινούνται οι Χριστιανοί «να μένουν αναλλοίωτοι και αμετάτρεπτοι πάντοτε εν τη του αγίου Πνεύματος γνησία αγάπη και πίστη». Και κατά την συνήθεια του αγίου Νικοδήμου γράφει: «πως και με τι τρόπον» μένει αναλλοίωτος ο άνθρωπος ως προς την δωρεάν του Αγίου Πνεύματος. Αυτό γίνεται με το να παραμένη ο άνθρωπος σταθερός στα δόγματα της θεολογίας και της ενσάρκου οικονομίας, όχι μόνον λογικά, αλλά υπαρξιακά.

Επομένως, όσοι μιλούν περί του Αντιχρίστου και των προδρόμων του θα πρέπη να αναφέρονται σε όλα τα χωρία του Ευαγγελιστού Ιωάννου και να προσδιορίζουν κυρίως τι λέγει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης για τον τρόπο αντιμετωπίσεως του Αντιχρίστου και των προδρόμων του. Οι Χριστιανοί γνωρίζουν τους αληθινούς προφήτας από τους ψευδοπροφήτες και τον Χριστό από τον Αντίχριστο μόνον με την ενεργοποίηση του Χρίσματος, το οποίο έχουν λάβει από τον Θεό και ενεργείται μέσα στην καρδιά τους.

3. Για το χρίσμα του Αγίου Πνεύματος, το οποίο λέγεται και σφραγίδα, κάνει λόγο και ο Απόστολος Παύλος. Συγκεκριμένα στην επιστολή του προς τους Κορινθίους γράφει: «ο δε βεβαιών ημάς συν υμίν εις Χριστόν και χρίσας ημάς Θεός, ο και σφραγισάμενος ημάς και δους τον αρραβώνα του Πνεύματος εν ταις καρδίαις ημών» (Β΄ Κορ. α, 21-22). Εδώ σαφέστατα φαίνεται ότι ο Θεός είναι εκείνος, ο οποίος δίδει την βεβαίωση στους Χριστιανούς, Αυτός είναι εκείνος που μας χρίει. Η χρίση ταυτίζεται με την σφράγιση και αυτό γίνεται από τον Θεό, ο οποίος δίδει στις καρδιές μας τον αρραβώνα του Πνεύματος.

Εάν κανείς μελετήση και άλλα παράλληλα χωρία του Αποστόλου Παύλου για το τι σημαίνει αρραβώνας του Αγίου Πνεύματος, το τι σημαίνει να ψάλη κανείς ύμνους και ωδές πνευματικές στην καρδιά του, τότε θα καταλάβη ότι αυτό το χρίσμα – σφραγίδα είναι η νοερά – καρδιακή προσευχή που είναι έκφραση της αγάπης που αισθάνεται ο άνθρωπος προς τον Θεό.

Στον άνθρωπο εκείνον που έχει δεχθή την σφραγίδα του Αγίου Πνεύματος, έχει γραφή το όνομα του Χριστού. Σ’ αυτό το θέμα αναφέρεται ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στην Αποκάλυψή του. «Και είδον άλλον άγγελον αναβαίνοντα από ανατολής ηλίου, έχοντα σφραγίδα Θεού ζώντος, και έκραξε φωνή μεγάλη τοις τέσσαρσιν αγγέλοις, οις εδόθη αυτοίς αδικήσαι την γην και την θάλασσαν, λέγων· μη αδικήσητε την γην μήτε την θάλασσαν μήτε τα δένδρα, άχρις ου σφραγίσωμεν τους δούλους του Θεού ημών επί των μετώπων αυτών. Και ήκουσα τον αριθμόν των εσφραγισμένων· εκατόν τεσσαράκοντα τέσσαρες χιλιάδες εσφραγισμένοι εκ πάσης φυλής υιών Ισραήλ» (Αποκ. ζ, 2-4). Εδώ φαίνεται σαφέστατα ότι ο άγγελος που είχε «σφραγίδα Θεού ζώντος» εσφράγισε τους δούλους του Θεού στα μέτωπά τους.

Παράλληλο χωρίο ανευρίσκεται και σε άλλα κεφάλαια της Αποκαλύψεως: «Και είδον, και ιδού το αρνίον εστηκός επί το όρος Σιών, και μετ΄ αυτού εκατόν τεσσαράκοντα τέσσαρες χιλιάδες, έχουσαι το όνομα αυτού και το όνομα του πατρός αυτού γεγραμμένον επί των μετώπων αυτών» (Αποκ. ιδ, 1). Δηλαδή, οι σεσωσμένοι που στέκονται με το Αρνίο – τον Χριστό, είχαν το όνομα του Χριστού και του Πατρός Του γεγραμμένο στα μέτωπά τους. Και όπως λέγει στην συνέχεια το κείμενο, αυτοί έψαλαν «ωδήν καινήν», ενώπιον του θρόνου του Θεού, της οποίας το περιεχόμενο μόνον αυτοί γνώριζαν. Επομένως, η σφράγιση των Χριστιανών με το όνομα του Χριστού και του Πατρός Του συνδέεται με την «ωδήν καινήν», δηλαδή την νοερά προσευχή, την οποία αγνοούν οι άνθρωποι που δεν έχουν εμπειρία αυτής της καταστάσεως.

4. Όλα αυτά σημαίνουν ότι με το μυστήριο του αγίου Χρίσματος το οποίο συνδέεται με το μυστήριο του αγίου Βαπτίσματος λάβαμε την δωρεά του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά, δια της σφραγίσεως των μελών του σώματός μας, όταν ο Ιερεύς έλεγε «σφραγίς δωρεάς Πνεύματος Αγίου, αμήν». Αυτό το χρίσμα στην καρδιά ενεργεί ως φωτισμός νοός, ως έμπνευση, ως αγάπη προς τον Θεό, ως προσευχή, ως ελπίδα της αιωνίου ζωής, ως αρραβώνας του Πνεύματος. Η ομολογία των μαρτύρων και το μαρτύριο που ακολουθεί είναι ενεργοποίηση του αγίου Χρίσματος, δια του οποίου ορά τον Θεό, γι’ αυτό και το μαρτύριο των αγίων δεν είναι υπόθεση λογικής επεξεργασίας, συναισθηματικής εξάψεως και θυμικής ενεργείας, αλλά καρπός θεοπτίας – θεώσεως.

Όμως, όταν διαπράττουμε κάποια αμαρτία, τότε το χρίσμα που βρίσκεται στο βάθος της καρδιάς ενεργοποιείται δια της μετανοίας. Δηλαδή, η μετάνοια που εκδηλώνεται ως διάθεση αλλαγής βίου, ως αγάπη προ τον Θεό και ως προσευχή, είναι ενεργοποίηση της Χάριτος του αγίου Χρίσματος. Επίσης, αυτό το χρίσμα ενεργοποιείται με την νοερά καρδιακή προσευχή, που είναι η «καινή ωδή», την οποία ψάλλουν οι αναγεννημένοι υπό του Αγίου Πνεύματος.

Όταν όμως ο άνθρωπος αρνήται τον Χριστό, εγκαταλείπη την Ορθόδοξη Εκκλησία και αποδέχεται άλλες ομολογίες – αιρέσεις και θρησκείες, τότε χάνει αυτήν την δωρεά και για να επανέλθη στην Ορθόδοξη Εκκλησία πρέπει να λάβη πάλι το χρίσμα του Αγίου Πνεύματος με το μυστήριο του Χρίσματος.

Επομένως, οι Ποιμένες της Εκκλησίας δεν πρέπει να ομιλούν μόνον για τον Αντίχριστο και τους προδρόμους του, αλλά κυρίως και προ παντός θα πρέπη να βοηθούν τους Χριστιανούς να ζουν κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να ενεργοποιήται η Χάρη του Βαπτίσματος και του Χρίσματος, με την διαφύλαξη των εντολών του Χριστού και των δογμάτων, την ορθόδοξη βίωσή τους, την μετάνοια και την εσωτερική νοερά – καρδιακή προσευχή, διότι έτσι θα μπορέσουν να ξεχωρίσουν τις ενέργειες του Χριστού από τις ενέργειες του Αντιχρίστου. Διαφορετικά, θα συγχέουν τις άκτιστες με τις κτιστές ενέργειες και το χειρότερο θα θεωρούν ότι οι ενέργειες του Αντιχρίστου είναι ενέργειες του Χριστού η αντιστρόφως. Αυτή η διάκριση συνιστά την ορθόδοξη ποιμαντική. Και η ουσία της είναι η λεγομένη ησυχαστική παράδοση.

Όσοι αξιωθούν να χρισθή η καρδιά τους από το Άγιο Πνεύμα, ήτοι να γραφή στην καρδιά το όνομα του Αρνίου της αποκαλύψεως και του Πατρός Αυτού, θα αποφύγουν την σφραγισή τους από το θηρίο της αποκαλύψεως και τον πατέρα του, καθώς επίσης θα αποφύγουν και τους προδρόμους του.

Αυτή είναι η ουσία της ορθοδόξου ποιμαντικής που συνδέεται με την ησυχαστική παράδοση της Εκκλησίας. Γι’ αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία η διατήρηση του ορθοδόξου μοναχισμού. Κάθε αλλοίωση του ησυχαστικού πνεύματος του ορθοδόξου μοναχισμού διευκολύνει τους προδρόμους του Αντιχρίστου να κάνουν πολύ καλά την δουλειά τους και να πλανούν τους ανθρώπους.

Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

http://tribonio.blogspot.gr

Ο Αγιομετεωρίτικος Μοναχισμός Ζωογονεί τις Ψυχές και τον τόπο μας!!!

Ο Αγιομετεωρίτικος Μοναχισμός

Ζωογονεί τις Ψυχές και τον τόπο μας!!!

Άρθρο

του Αρ­χιμ. Α­θα­να­σί­ου Α­να­στα­σί­ου
Προηγουμένου της Ι­ε­ράς Μο­νής Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου

Αθανασιος Μετεωρου

 

Το μο­να­στι­κό κέν­τρο των Α­γί­ων Με­τε­ώ­ρων — η μα­κραί­ω­νη ι­στο­ρί­α και ο πο­λι­τι­σμός του, η δι­α­χρο­νι­κή πα­ρου­σί­α και προ­σφο­ρά του, η σύγ­χρο­νη μαρ­τυ­ρί­α και προ­ο­πτι­κή του — έ­χει α­πο­τε­λέ­σει το αν­τι­κεί­με­νο ε­ρευ­νών, α­να­λύ­σε­ων, με­λε­τών, πα­ρου­σι­ά­σε­ων α­πό πολ­λούς και α­ξι­ό­λο­γους ε­πι­στή­μο­νες ει­δι­κούς και δη­μο­σι­ο­γρά­φους, που έ­χουν α­πο­τυ­πώ­σει εμ­πε­ρι­στα­τω­μέ­να και ε­πι­με­λώς την σύν­θε­τη ι­στο­ρι­κή του πο­ρεί­α και πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.

Με την χά­ρη του Θε­ού προ­βαί­νου­με στην προ­σω­πι­κή μας κα­τά­θε­ση, μί­α κα­τά­θε­ση καρ­διάς, βι­ώ­μα­τος και ο­ρα­μα­τι­σμού για τον τό­πο που α­γα­πή­σα­με υ­περ­βαλ­λόν­τως, που του δο­θή­κα­με και ταυ­τι­στή­κα­με μα­ζί του, που έ­γι­νε, ό­χι α­πλώς έ­να κομ­μά­τι του, αλ­λά ο ί­διος ο ε­αυ­τός μας. Για τον τό­πο που μας προ­σέ­φε­ρε τις εν­το­νό­τε­ρες και πλέ­ον συγ­κλο­νι­στι­κές προ­σω­πι­κές μας στιγ­μές, τις πλέ­ον ευ­ερ­γε­τι­κές και ζω­η­φό­ρες, πα­ρά τις δυ­σκο­λί­ες και τις αν­τι­ξο­ό­τη­τες. Για τον ι­ε­ρό τό­πο της με­τα­νοί­ας μας, του πνευ­μα­τι­κού μας α­γώ­να, της εκ­ζη­τή­σε­ως και της πα­ρου­σί­ας του Θε­ού, της α­κοι­μή­του σκέ­πης και φρον­τί­δος των Α­γί­ων μας, του πό­θου και της ελ­πί­δος της σω­τη­ρί­ας μας. Για τον α­γι­α­σμέ­νο τό­πο των α­να­χω­ρη­τών, των α­σκη­τών, των ε­ρα­στών του Θε­ού, των Ο­σί­ων Πα­τέ­ρων μας, που μας ά­φη­σαν την ι­ε­ρή πα­ρα­κα­τα­θή­κη τους, τον έν­θε­ο βί­ο τους και τα χα­ρι­τό­βρυ­τα λεί­ψα­νά τους για να μας εμ­πνέ­ουν, να μας κα­θο­δη­γούν, να μας προ­στα­τεύ­ουν και να μας κα­θα­γιά­ζουν.

Και συγ­χρό­νως για έ­ναν τό­πο, σταυ­ρο­δρό­μι της πί­στε­ως, του πο­λι­τι­σμού και της ι­στο­ρί­ας, που συ­νι­στά μί­α πο­λυ­σύν­θε­τη και πο­λυ­δι­ά­στα­τη ε­νό­τη­τα, θρη­σκευ­τι­κή, ε­θνι­κή, πο­λι­τι­σμι­κή και πε­ρι­βαλ­λον­τι­κή, ό­που η μο­να­χι­κή πα­ρά­δο­ση, ο πο­λι­τι­σμός, οι ι­στο­ρι­κές μνή­μες, τα αρ­χαι­ο­λο­γι­κά τε­κμή­ρια, το α­πα­ρά­μιλ­λο φυ­σι­κό το­πί­ο συν­ται­ρι­ά­ζον­ται αρ­μο­νι­κά σε μί­α θαυ­μα­στή και δη­μι­ουρ­γι­κή αλ­λη­λο­πε­ρι­χώ­ρη­ση. Που κρα­τά ζων­τα­νή την α­νά­σα των αι­ώ­νων, φυ­λαγ­μέ­νη στις καρ­δι­ές των μο­να­χών, στις πέ­τρι­νες κα­τα­σκευ­ές των βρά­χων και στο πιο α­κρι­βό κομ­μά­τι της ψυ­χής των κα­τοί­κων του. Που α­θό­ρυ­βα, με αρ­γό­συρ­το βη­μα­τι­σμό, κου­βα­λά ζων­τα­νή την ι­στο­ρί­α και α­νό­θευ­τη και α­πα­ρα­χά­ρα­κτη την πα­ρά­δο­ση. Ό­που το πνεύ­μα και η ύ­λη, το θεί­ο και το αν­θρώ­πι­νο, ο πό­νος και η χα­ρά, το συ­ναί­σθη­μα και η α­νά­τα­ση συμ­πο­ρεύ­θη­καν αρ­μο­νι­κά αι­ώ­νες τώ­ρα. Ό­που συ­ναν­τή­θη­καν α­νε­πα­νά­λη­πτα και α­ρι­στουρ­γη­μα­τι­κά η θεί­α δη­μι­ουρ­γί­α με την αν­θρώ­πι­νη πα­ρέμ­βα­ση, ο πλού­τος του το­πί­ου με το με­γα­λεί­ο της αρ­χι­τε­κτο­νι­κής, η μο­να­χι­κή έκ­φρα­ση με την ι­στο­ρί­α και τον πο­λι­τι­σμό, η αυ­τα­πάρ­νη­ση και ο η­ρω­ι­σμός με την ε­θνι­κή αυ­το­συ­νει­δη­σί­α και την θυ­σι­α­στι­κή προ­σφο­ρά. Ό­που ο χρό­νος δεν έ­φε­ρε την κό­πω­ση και τον μα­ρα­σμό, αλ­λά α­νέ­δει­ξε την δη­μι­ουρ­γί­α και έ­να πο­λύ­τι­μο α­μάλ­γα­μα λα­τρεί­ας και πο­λι­τι­σμού, τό­σο ι­σχυ­ρό και κα­ταυ­γά­ζον, ώ­στε η Ελ­λη­νι­κή Πα­τρί­δα να το καυ­χά­ται και να το τι­μά, αλ­λά και η οι­κου­μέ­νη ο­λό­κλη­ρη να το θαυ­μά­ζει και να το σέ­βε­ται.

Πρό­κει­ται για ι­στο­ρί­α λαμ­πρή και πο­λι­τι­σμό με­γα­λει­ώ­δη, κα­θώς στο πέ­ρα­σμά τους α­πό ε­δώ βυ­ζαν­τι­νοί κτί­το­ρες, αυ­το­κρα­το­ρι­κοί γό­νοι και η­γε­μό­νες, ε­πι­φα­νείς λό­γιοι, κο­ρυ­φαί­οι α­γι­ο­γρά­φοι, δι­α­κε­κρι­μέ­νοι καλ­λι­γρά­φοι και αν­τι­γρα­φείς χει­ρο­γρά­φων αρ­νού­με­νοι τα εγ­κό­σμια και εν­δυ­ό­με­νοι το μέ­γα και αγ­γε­λι­κό μο­να­χι­κό σχή­μα, α­παρ­νού­με­νοι τον ε­αυ­τό τους και το θέ­λη­μά τους, δέ­χτη­καν την πλη­σμο­νή της χά­ρι­τος και της εκ Θε­ού ευ­ερ­γε­σί­ας, γεν­νών­τας την α­πα­ρά­μιλ­λη αυ­τή δη­μι­ουρ­γί­α.

Πα­ράλ­λη­λα με τους ε­πι­φα­νείς, έ­να πλή­θος α­νω­νύ­μων και α­φα­νών μο­να­χών υ­πη­ρέ­τη­σαν την αι­σθη­τι­κή, την τέ­χνη, την παι­δεί­α, τον πο­λι­τι­σμό, πα­ρα­βλέ­πον­τας και α­γνο­ών­τας καλ­λι­τε­χνι­κά πρό­τυ­πα και στε­ρε­ό­τυ­πα δη­μι­ουρ­γί­ας, αρ­κού­με­νοι α­πλά και μό­νο στην έκ­φρα­ση της μο­να­χι­κής τους εμ­πει­ρί­ας και στην δο­ξο­λο­γι­κή προ­σφο­ρά στον Ά­γιο Τρι­α­δι­κό Θε­ό των κο­ρυ­φαί­ων εκ­δη­λώ­σε­ων της ε­κλε­πτυ­σμέ­νης φι­λο­κα­λί­ας τους.

Ο συ­νε­κτι­κός κρί­κος, βε­βαί­ως, ό­λων των χα­ρα­κτη­ρι­στι­κών που δι­α­κρί­νουν τον ι­ε­ρό χώ­ρο των Α­γί­ων Με­τε­ώ­ρων, το ε­πι­στέ­γα­σμα και η κα­τα­ξί­ω­σή τους, εί­ναι η ελ­λη­νορ­θό­δο­ξη μο­να­χι­κή ταυ­τό­τη­τά του. Η μο­να­χι­κή πα­ρου­σί­α και δρα­στη­ρι­ό­τη­τα στα Ά­για Με­τέ­ω­ρα εί­ναι αυ­τή που δη­μι­ούρ­γη­σε, γο­νι­μο­ποί­η­σε, προ­στά­τευ­σε, α­νέ­δει­ξε και ε­λάμ­πρυ­νε ό­λα τα άλ­λα συ­στα­τι­κά που συν­θέ­τουν την πο­λυ­δι­ά­στα­τη με­τε­ω­ρί­τι­κη ον­τό­τη­τα.

Η ι­στο­ρί­α του ι­ε­ρού αυ­τού χώ­ρου έ­χει κα­τα­δεί­ξει πως η πνευ­μα­τι­κή πρό­ο­δος, η προ­σέ­λευ­ση μο­να­χών, η κοι­νο­βια­κή αύ­ξη­ση και ορ­γά­νω­ση, η α­κόλ­λη­τη και α­δι­α­τά­ρα­κτη με­το­χή στην μο­να­χι­κή εμ­πει­ρί­α, η α­πα­ρα­χά­ρα­κτη τή­ρη­ση των τυ­πι­κών και των θε­σμί­ων της ορ­θο­δό­ξου μο­να­χι­κής πα­ρα­δό­σε­ως, ση­μα­το­δο­τούν κά­θε φο­ρά και λει­τουρ­γούν ευ­ερ­γε­τι­κά στην α­νά­πτυ­ξη και των υ­πο­λοί­πων γνω­ρι­σμά­των του α­γι­α­σμέ­νου μο­να­στι­κού μας κέν­τρου.

Η δι­α­τή­ρη­ση της ι­ε­ρό­τη­τος του χώ­ρου εί­ναι το μο­να­δι­κό στοι­χεί­ο που προ­στα­τευ­ό­με­νο προ­στα­τεύ­ει τον σύ­νο­λο χώ­ρο με ό­λες τις ι­δαι­τε­ρό­τη­τές του. Α­πει­λού­με­νο δε α­πει­λεί με κα­τάρ­ρευ­ση και ο­λό­κλη­ρο το οι­κο­δό­μη­μα που στη­ρί­ζε­ται σ’ αυ­τό.

Οι σύγ­χρο­νες μο­να­χι­κές α­δελ­φό­τη­τες των Α­γί­ων Με­τε­ώ­ρων πραγ­μα­τώ­νουν κα­θη­με­ρι­νά την υ­πέρ­βα­ση του χρό­νου και την α­να­γω­γή του στην ι­στο­ρί­α. Πα­ρα­μέ­νουν, έ­τσι, ό­χι φύ­λα­κες ε­νός νε­κρού πα­ρελ­θόν­τος, αλ­λά οι μάρ­τυ­ρες και οι φο­ρείς μιας ζων­τα­νής πραγ­μα­τι­κό­τη­τος φε­ρέλ­πι­δος και δη­μι­ουρ­γι­κής.

Το ί­διο, βε­βαί­ως, ι­σχύ­ει και για ό­λα τα ορ­θό­δο­ξα μο­να­στή­ρια που έ­χουν κα­θι­ε­ρω­θεί και κα­τα­ξι­ω­θεί στην εκ­κλη­σι­α­στι­κή και ι­στο­ρι­κή συ­νεί­δη­ση του λα­ού μας, στην καρ­διά και στην σκέ­ψη του, ως οι α­κοί­μη­τοι φρου­ροί των α­λη­θει­ών της πί­στε­ως και της πα­τρί­δος και ως οι στα­θε­ροί αρ­ρω­γοί του στις κά­θε λο­γής δυ­σχέ­ρει­ες και αν­τι­ξο­ό­τη­τες. Γι’ αυ­τό και οι πι­στοί α­νά τους αι­ώ­νες δεν έ­χουν πά­ψει να προ­στρέ­χουν πάν­το­τε με προσ­δο­κί­α και ελ­πί­δα προς τις Ι­ε­ρές Μο­νές. Στα ορ­θό­δο­ξα μο­να­στή­ρια, που εί­ναι τό­ποι προ­σευ­χής και λα­τρεί­ας του Τρι­α­δι­κού Θε­ού μας· που εί­ναι λύ­κνα Α­γί­ων και Ο­σί­ων και α­λε­ξη­τή­ρια δαι­μό­νων· που εί­ναι σχο­λεί­α πα­τε­ρι­κής κα­ταρ­τί­σε­ως και σπου­δα­στή­ρια τα­πει­νώ­σε­ως· που εί­ναι γυ­μνα­στή­ρια πνευ­μα­τι­κής α­θλή­σε­ως και φρον­τι­στή­ρια α­για­σμού· που εί­ναι νο­σο­κο­μεί­α ψυ­χών και θε­ρα­πευ­τή­ρια πα­θών· που εί­ναι παυ­σί­λυ­πα θλί­ψε­ων και κέν­τρα φι­λαν­θρω­πί­ας· που εί­ναι πύ­λες της θε­οσ­δό­του ε­λευ­θε­ρί­ας και ε­στί­ες πο­λι­τι­σμού· που εί­ναι νη­σί­δες πε­ρι­βαλ­λον­τι­κής προ­στα­σί­ας και α­να­πλά­σε­ως· που εί­ναι δι­ά­πλα­τα α­νοιγ­μέ­νες αγ­κα­λι­ές α­γά­πης και φι­λο­ξε­νί­ας· που εί­ναι κά­στρα και προ­μα­χώ­νες, ε­πάλ­ξεις και ο­χυ­ρά, ντά­πι­ες και με­τε­ρί­ζια της Πί­στε­ως και του Γέ­νους μας· που εί­ναι θε­μα­το­φύ­λα­κες των ελ­λη­νορ­θο­δό­ξων πα­ρα­δό­σε­ων του Έ­θνους μας· που εί­ναι τα ά­παρ­τα κά­στρα της Ρω­μη­ο­σύ­νης.

Σύμ­φω­να με τον π. Γε­ώρ­γιο Με­ταλ­λη­νό, Κα­θη­γη­τή της Θε­ο­λο­γι­κής Σχο­λής του Πα­νε­πι­στη­μί­ου Α­θη­νών, ο μο­να­χι­σμός α­πο­τε­λεί την πεμ­πτου­σί­α του χρι­στι­α­νι­σμού, την δυ­να­μι­κό­τε­ρη, την πλη­ρέ­στε­ρη και συ­νε­πέ­στε­ρη αυ­το­έκ­φρα­σή του. Ο τρό­πος ζω­ής των μο­να­χών, οι αρ­χές και η ορ­γά­νω­ση του κοι­νο­βια­κού συ­στή­μα­τος, δι­α­σώ­ζουν την αρ­χέ­γο­νη α­πο­στο­λι­κή πά­ρα­δο­ση και α­να­δει­κνύ­ουν τις δι­α­χρο­νι­κές και πα­ναν­θρώ­πι­νες α­ξί­ες του αν­θρω­πί­νου προ­σώ­που και της α­γα­πη­τι­κής δι­α­στά­σε­ως των δι­α­προ­σω­πι­κών σχέ­σε­ων. Ο μο­να­χός, μέ­σα α­πό την ά­σκη­ση της υ­πα­κο­ής, της παρ­θε­νί­ας και της α­κτη­μο­σύ­νης, πα­ραι­τεί­ται οι­κει­ο­θε­λώς α­πό προ­σω­πι­κά θε­λή­μα­τα και ε­πι­θυ­μί­ες, α­πό δι­και­ώ­μα­τα και α­παι­τή­σεις. Η ε­κού­σια αυ­τή στέ­ρη­ση που υι­ο­θε­τεί ο μο­να­χός, του αν­τι­προ­σφέ­ρει την α­νά­κτη­ση της α­λη­θούς και ο­λο­κλη­ρω­τι­κής ε­λευ­θε­ρί­ας και ευ­τυ­χί­ας του τις ο­ποί­ες α­να­κα­λύ­πτει, γεύ­ε­ται και α­πο­λαμ­βά­νει μέ­σα στην ξέ­νω­ση, την α­φά­νεια, την σι­ω­πή· μέ­σα στην πλη­σμο­νή της χά­ρι­τος και της ευ­λο­γί­ας του Θε­ού στην ζω­ή του.

Μέ­σα στο ορ­θό­δο­ξο μο­να­στι­κό κοι­νό­βιο βι­ώ­νε­ται η αυ­θεν­τι­κή δη­μο­κρα­τί­α ως α­γα­πη­τι­κή κοι­νω­νί­α προ­σώ­πων, χω­ρίς ε­ξα­το­μι­κεύ­σεις και αυ­το­νο­μή­σεις· βι­ώ­νε­ται δη­λα­δή το πρό­τυ­πο-πο­λί­τευ­μα της χρι­στι­α­νι­κής κοι­νω­νί­ας, βα­σι­σμέ­νο στην α­γά­πη και την ε­λευ­θε­ρί­α, που α­πο­τε­λεί συγ­χρό­νως και την βά­ση του συ­νο­δι­κού συ­στή­μα­τος δι­οι­κή­σε­ως της Εκ­κλη­σί­ας μας, μα­κριά α­πό ε­ξου­σι­α­στι­κές δι­α­θέ­σεις και χρή­σεις των α­ξι­ω­μά­των, αλ­λά στη­ριγ­μέ­νο στην με­το­χή της α­γι­ο­πνευ­μα­τι­κής εμ­πει­ρί­ας και χά­ρι­τος που πη­γά­ζει α­πό την εν Χρι­στώ ζω­ή μας μέ­σα στην Εκ­κλη­σί­α.

Έ­τσι ο μο­να­χός υ­περ­βαί­νει τον ε­αυ­τό του, ε­ξέρ­χε­ται α­πό τον ε­αυ­τό του και γί­νε­ται ό­λος μια προ­σφο­ρά. Μια προ­σφο­ρά του ε­αυ­τού του, των δυ­νά­με­ων και των ι­κα­νο­τή­των του, των δε­ξι­ο­τή­των και των χα­ρι­σμά­των του. Μί­α δια­ρκής προ­σφο­ρά στην Μο­νή του, στην Εκ­κλη­σί­α, στο Έ­θνος, στον κό­σμο ο­λό­κλη­ρο· και γί­νον­ται έ­τσι οι μο­να­χοί ά­μι­σθοι, α­νι­δι­ο­τε­λείς και α­κού­ρα­στοι φύ­λα­κες της μα­κραί­ω­νης ι­στο­ρί­ας και πο­λι­τι­σμι­κής μας κλη­ρο­νο­μιάς.

Η προ­σφο­ρά και η ερ­γα­σί­α του μο­να­χού μέ­σα στο κοι­νό­βιο δεν χα­ρα­κτη­ρί­ζον­ται α­πό την κο­σμι­κή δι­ά­στα­ση που έ­χουν προσ­λά­βει στις σύγ­χρο­νες κοι­νω­νί­ες. Οι κα­θι­ε­ρω­μέ­νες ερ­γα­σί­ες μέ­σα στο κοι­νό­βιο α­πο­κα­λούν­ται δι­α­κο­νή­μα­τα, με την έν­νοι­α της προ­σφο­ράς που πε­ρι­γρά­ψα­με πα­ρα­πά­νω. Α­κό­μη και η Η­γου­με­νί­α α­πο­τε­λεί δι­α­κό­νη­μα: το δι­α­κό­νη­μα του η­γου­μέ­νου, ό­πως και ό­λα τα άλ­λα δι­α­κο­νήμ­τα, του αρ­χον­τά­ρη, του εκ­κλη­σι­α­στι­κού κλ.π. Το δι­α­κό­νη­μα για τον μο­να­χό δεν εί­ναι α­ξί­ω­μα, δεν εί­ναι κά­ποι­α «θέ­ση», δεν εί­ναι τίτ­λος τι­μής, δεν εί­ναι δι­καί­ω­μα, δεν εί­ναι ε­ξου­σί­α. Το δι­α­κό­νη­μα εί­ναι προ­σφο­ρά ο­λο­κλη­ρω­τι­κής, α­νι­δι­ο­τε­λούς και α­νυ­στε­ρό­βου­λης α­γά­πης στο Θε­ό και στους εν Κυ­ρί­ω α­δελ­φούς ―εν­τός και ε­κτός της Μο­νής. Ό­πως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά το­νί­ζει ο Μα­κα­ρι­ώ­τα­τος Αρ­χι­ε­πί­σκο­πος Α­θη­νών και πά­σης Ελ­λά­δος κ.κ. Χρι­στό­δου­λος, σε κή­ρυγ­μά του της 23ης Αυ­γού­στου 2002, «στην Εκ­κλη­σί­α δεν έ­χου­με ε­ξου­σι­α­στι­κά α­ξι­ώ­μα­τα, αλ­λά έ­χου­με δι­α­κο­νή­μα­τα, έ­χου­με υ­πη­ρε­σί­ες, εί­με­θα υ­πη­ρέ­τες, δού­λοι των δού­λων του Θε­ού. Και οι ά­γιοι, των ο­ποί­ων τις μορ­φές βλέ­που­με στους τοί­χους και τι­μού­με, δεν υ­πήρ­ξαν πο­τέ ε­ξου­σια­στές».

Στην σύγ­χρο­νη ε­πο­χή της παγ­κο­σμι­ο­ποι­ή­σε­ως και του ε­θνι­κού και θρη­σκευ­τι­κού α­πο­χρω­μα­τι­σμού των λα­ών, στην δί­νη της πο­λι­τι­σμι­κής ο­μο­γε­νο­ποι­ή­σε­ως και του θρη­σκευ­τι­κού συγ­κρη­τι­σμού, της εκ­πτώ­σε­ως των α­ξι­ών και των ι­δα­νι­κών, της α­νε­λευ­θε­ρί­ας και του ι­σο­πε­δω­τι­σμού, της αλ­λο­τρι­ώ­σε­ως και του κλο­νι­σμού των δι­α­προ­σω­πι­κών σχέ­σε­ων, η ι­στο­ρί­α ε­πε­φύ­λα­ξε και πά­λι για τα μο­να­στή­ρια τον ρό­λο της κι­βω­τού της Ορ­θο­δο­ξί­ας και του Έ­θνους μας, της κι­βω­τού της α­λη­θεί­ας, του νο­ή­μα­τος και της γνη­σι­ό­τη­τος υ­πάρ­ξε­ως και βί­ου. Γι’ αυ­τό και εί­ναι ε­πι­τα­κτι­κό­τε­ρη α­πό κά­θε άλ­λη φο­ρά η α­νάγ­κη της δι­α­τη­ρή­σε­ως α­νό­θευ­του του πα­τρο­πα­ρά­δο­του μο­να­χι­σμού που δεν θα υ­πο­κύ­ψει και δεν θα δι­α­βρω­θεί α­πό την σύγ­χρο­νη πνευ­μα­τι­κή λαί­λα­πα της εκ­κο­σμι­κεύ­σε­ως και του εκ­συγ­χρο­νι­σμού, ώ­στε να με­τα­δο­θεί α­ναλ­λοί­ω­τος στις ε­πό­με­νες γε­νι­ές και να συ­νε­χί­σει να ε­πι­τε­λεί το ψυ­χο­σω­τή­ριο και ε­θνο­σω­τή­ριο έρ­γο του.

Μέ­σα σε έ­να τέ­τοι­ο πνεύ­μα και στα πλαί­σια α­να­λό­γων δρα­στη­ρι­ο­ποι­ή­σε­ων έ­χει συν­τε­λε­στεί τις τε­λευ­ταί­ες δε­κα­ε­τί­ες, με την Χά­ρη του Θε­ού, η α­να­δη­μι­ουρ­γί­α του Μο­να­στι­κού Κέν­τρου των Α­γί­ων Με­τε­ώ­ρων, του δεύ­τε­ρου, με­τά το Ά­γιον Ό­ρος, μο­να­στι­κού κέν­τρου της πα­τρί­δος μας.

Η σύγ­χρο­νη αυ­τή α­να­δη­μι­ουρ­γί­α ξε­κι­νά α­πό την ε­πάν­δρω­ση και την κοι­νο­βια­κή ορ­γά­νω­ση των Ι­ε­ρών Μο­νών και κα­λύ­πτει ό­λο το φά­σμα των δρα­στη­ρι­ο­τή­των που α­φο­ρούν στο σύ­νο­λο των χα­ρα­κτη­ρι­στι­κών των Α­γί­ων Με­τε­ώ­ρων. Πα­ρα­τη­ρού­με, έ­τσι, μί­α ση­μαν­τι­κό­τα­τη κτι­ρια­κή α­να­συγ­κρό­τη­ση, κτι­το­ρι­κών δι­α­στά­σε­ων, στη­ριγ­μέ­νη σε εμ­πε­ρι­στα­τω­μέ­νες με­λέ­τες, που εκ­φρά­ζει και αν­τα­να­κλά ταυ­τό­χρο­να το με­ρά­κι και την φρον­τί­δα των συγ­χρό­νων με­τε­ω­ρι­τών μο­να­χών, την α­γά­πη και την ταύ­τι­σή τους με τον χώ­ρο και την ι­στο­ρί­α του.

Οι Ι­ε­ρές Μο­νές κα­θί­σταν­ται, ε­πί­σης, η φι­λό­ξε­νη ε­στί­α ε­νός πλή­θους προ­σκυ­νη­τών και ε­πι­σκε­πτών α­πό ό­λο τον κό­σμο, που συ­ναν­τών­ται ε­δώ κα­θη­με­ρι­νά. Συ­ναν­τών­ται οι λα­οί, οι γλώσ­σες τους, οι πο­λι­τι­σμοί, η παι­δεί­α και η πα­ρά­δο­σή τους. Εί­ναι το ει­ρη­νι­κό συ­να­πάν­τη­μα που σέ­βε­ται τις δι­α­φο­ρές και ξε­περ­νά τις αν­τι­πα­λό­τη­τες, κα­θώς η ι­ε­ρό­τη­τα του χώ­ρου και η ι­στο­ρί­α του υ­πο­βάλ­λουν και ε­πι­βάλ­λουν έ­να άλ­λο ύ­φος και ή­θος, που αν­τλούν­ται μέ­σα α­πό τα ζων­τα­νά πρό­τυ­πα των Α­γί­ων μας.

Α­νά­με­σα στους ε­πι­σκέ­πτες των Μο­νών ξε­χω­ρί­ζουν αρ­χη­γοί Κρα­τών, Κυ­βερ­νή­σε­ων, ε­ξέ­χου­σες πο­λι­τι­κές, θρη­σκευ­τι­κές, στρα­τι­ω­τι­κές, ε­πι­στη­μο­νι­κές και άλ­λες προ­σω­πι­κό­τη­τες, που μας ε­ξέ­φρα­σαν ε­πι­σή­μως (προ­φο­ρι­κώς και γρα­πτώς) τον θαυ­μα­σμό τους για τον ι­ε­ρό μας χώ­ρο, για την ζε­στή και ρω­μαί­ι­κη φι­λο­ξε­νί­α των με­τε­ω­ρι­τών μο­να­χών και για την κα­θο­ρι­στι­κή συμ­βο­λή της ει­κό­νος, που α­πε­κό­μη­σαν α­πό αυ­τόν για την συ­νο­λι­κή ε­κτί­μη­ση της χώ­ρας μας εκ μέ­ρους τους και την σύ­σφι­ξη των δι­α­κρα­τι­κών σχέ­σε­ων των χω­ρών μας.

Εκ των πραγ­μά­των, λοι­πόν, ο ι­ε­ρός χώ­ρος των Α­γί­ων Με­τε­ώ­ρων κα­θί­στα­ται πρε­σβευ­τής Ο­ορ­θο­δο­ξί­ας, Ελ­λη­νι­σμού, παι­δεί­ας, ι­δα­νι­κών και πο­λι­τι­σμού σε ό­λο τον κό­σμο. Εί­ναι αυ­τός ο μι­κρό­κο­σμος που ο κά­θε ε­πι­σκέ­πτης θα πά­ρει μα­ζί του ως μί­α ζων­τα­νή γεύ­ση και α­νε­ξί­τη­λη εν­θύ­μη­ση της χώ­ρας μας, αλ­λά και ως έ­να νό­η­μα ζω­ής και υ­πάρ­ξε­ως, που ως έ­θνος και ως λα­ός βι­ώ­νου­με και αν­τι­προ­σω­πεύ­ου­με.

Η α­νάγ­κη δι­α­τη­ρή­σε­ως και προ­στα­σί­ας του ι­ε­ρού χώ­ρου των Α­γί­ων Με­τε­ώ­ρων, έ­χει κα­τα­στεί πλέ­ον κα­θο­λι­κή συ­νεί­δη­ση της το­πι­κής μας κοι­νω­νί­ας, η ο­ποί­α και εκ­δη­λώ­νε­ται με ι­δι­αί­τε­ρη α­γά­πη και σε­βα­σμό μέ­σα και α­πό τις α­πο­φά­σεις και τις πρα­κτι­κές των φο­ρέ­ων που την εκ­προ­σω­πούν, της Νο­μαρ­χια­κής και Δη­μο­τι­κής Αυ­το­δι­οι­κή­σε­ως. Α­πο­τε­λεί κοι­νή πε­ποί­θη­ση ό­τι η δι­α­τή­ρη­ση του ι­ε­ρού χώ­ρου των Α­γί­ων Με­τε­ώ­ρων α­ναλ­λοί­ω­του και α­πα­ρα­βί­α­στου α­πο­τε­λεί το μό­νο α­σφα­λές ε­χέγ­γυ­ο για την συ­νέ­χι­ση της ευρ­γε­τι­κής πα­ρου­σί­ας του· προς χά­ριν, ό­χι μό­νον των ί­δι­ων των Ι­ε­ρών Μο­νών, αλ­λά και της ευ­ρύ­τε­ρης πε­ρι­ο­χής της ο­ποί­ας, σε αρ­κε­τά με­γά­λο βαθ­μό, η α­νά­πτυ­ξή της, η κοι­νω­νι­κή και οι­κο­νο­μι­κή της ευ­η­με­ρί­α, η πο­λι­τι­σμι­κή και δη­μι­ουρ­γι­κή της α­νέ­λι­ξη, στη­ρί­ζον­ται στην δι­ε­θνή α­κτι­νο­βο­λί­α και την σα­γη­νευ­τι­κή έλ­ξη του α­γι­ο­με­τε­ω­ρί­τι­κου μο­να­στι­κού μας κέν­τρου.

Ευ­χό­μα­στε εκ καρ­δί­ας η α­γα­στή συ­νερ­γα­σί­α και σύμ­πνοι­α α­νά­με­σα στις Ι­ε­ρές Μο­νές, στους το­πι­κούς άρ­χον­τες και στον ευ­λο­γη­μέ­νο λα­ό της πε­ρι­ο­χής έ­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο να ε­δραι­ω­θεί και να καρ­πο­φο­ρή­σει προς δό­ξαν του Α­γί­ου Τρι­α­δι­κού Θε­ού μας και προς ω­φέ­λεια και προ­κο­πή της το­πι­κής κοι­νω­νί­ας μας και ό­χι μό­νο.

 

http://poimin.gr/o-agiometeoritikos-monachismos-zoogoni-tis-psiches-ke-ton-topo-mas/