
Ἡ ἐξομολόγηση ἑνός καταθλιπτικοῦ πού «τρέλλανε» τούς γιατρούς
Μία ἀληθινή ἱστορία πού εἶναι σε ἐξέλιξη
Εἶμαι ἔγγαμος μέ τρία παιδιά, ἐγγόνια καί ἡλικία 63 ἐτῶν, συνταξιοῦχος τοῦ Δημοσίου.
Τό 1989 γυρνώντας ἀπό τήν δουλειά μου, κουβαλώντας καί ψώνια, ἄφησα τίς σακκούλες γιά νά ἀνοίξω τήν ἐξώπορτα. Σηκώνοντας τίς σακκούλες αἰσθάνθηκα ἕνα πόνο ὀξύ στό στῆθος, ἄρχι-σα νά ἱδρώνω καί νά χάνω τίς αἰσθήσεις μου.
Ἡ πρώτη μου ἀντίδραση: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», δέν εἶναι τίποτε θά περάσει. Ξάπλω-σα καί σέ μισή ὥρα περίπου ἄρχιζε ὁ πόνος νά περνᾶ. Αἰσθανόμουν μιά συνεχῆ κούραση καί δύ-σπνοια. Πῆγα σέ γνωστούς γιατρούς οἱ ὁποῖοι μέ γνώριζαν καί μοῦ εἶπαν περισσότερο εἶναι ἡ ἰδέα σου. Μετά ἀπό ἐξετάσεις (στεφανιογραφία) τά στεφανιαῖα ἀγγεῖα ἔκαναν ἔντονους σπασμούς, ἀρρυθμία, πόνους στό στῆθος περιοδικά. Μοῦ δώσανε τριῶν εἰδῶν φάρμακα γιά τήν καρδιά. Τά συμπτώματα δέν ἔφυγαν.
1990 – 1991, ἕνα πρωΐ παίρνω τηλέφωνο τόν π. Πορφύριο στό Μήλεσι. Μόλις σήκωσε τό τηλέ-φωνο μοῦ λέει: «Μήν μοῦ πεῖς τίποτε, καί ἄρχιζε νά μοῦ λέει τήν ζωή μου πού ἔβλεπα σάν κινημα-τογραφικό φίλμ. Ἡ διάγνωσή του: Παιδί μου ἔχεις χαμηλό ὀξυγόνο στό αἷμα σου καί μία βλάβη στό παρασυμπαθητικό νεῦρο τῆς καρδίας σου. Δέν γνωρίζω τήν αἰτία, ἀλλά ὁ Θεός θά σέ προειδο-ποιεῖ, θά αἰσθάνεσαι κάτι πίσω ἀπό τό κεφάλι καί ἐσύ νά ἔλθεις σέ ἐπαφή μέ ὀξυγόνο, γιατί θά εἶ-ναι καί ἡ τελευταία σου ἀναπνοή μετά.
Οἱ γιατροί σοῦ δώσανε αὐτά τά φάρμακα, πού μοῦ τά κατωνόμασε, μήν τά πάρεις γιατί ἡ διά-γνωσή τους εἶναι ἐσφαλμένη. Θά πᾶς στήν Ἀγγλία στόν κ. Τόνυ Ἀντωνίου μοῦ ἔδωσε τήν διεύθυν-σή του, τό τηλέφωνο του. Κλείνοντας μοῦ λέει: Ἐσύ παιδί μου θα τρελλάνεις τούς γιατρούς.
Στήν ἐρώτησή μου πῶς θά βοηθήσω ἐγώ τόν ἑαυτό μου; Θά μοῦ περάσει;
Ἡ ἀπάντησή του: «Μέ τακτική ἐξομολόγηση, προσευχή, καί πνευματική ζωή».
Μετά ἀπό καιρό πῆγα ὅπως συνήθιζα στόν π. Παΐσιο στό Ἅγιον Ὄρος.
«Τώρα εἶσαι καλά» μοῦ εἶπε, «πρέπει νά προσέξεις πολύ τόν κρυφό ἐγωϊσμό, ὄχι μόνον τόν φανερό». Ὅταν πῆγα νά τόν ρωτήσω ποιός εἶναι ὁ κρυφός ἐγωϊσμός καί πῶς ἀντιμετωπίζεται, κάποιος ἦρθε καί τόν πῆρε ἀπό τή συζήτηση πού εἴχαμε καί ἔμεινε τό ἐρώτημά μου ἀναπάντητο. Μετά ἀρρώστησε καί δέν εἰδωθήκαμε.
Τήν ἀπάντηση γιά τόν κρυφό ἐγωϊσμό μοῦ τήν ἔδωσε ἕνας ἐρημίτης στό Σινά.
«Πρέπει νά ἔχεις ὡς κέντρο τῆς ζωῆς σου τόν Χριστό, καί ἐσύ νά στρέφεται γύρω – γύρω ἀπό Αὐτόν. Νά βγεῖς ἀπό τό ἑαυτό σου».
Ἔστειλα τά χαρτιά μου στό γιατρό στό Λονδίνο καί περίμενα. 1992 ὁ π. Πορφύριος κοιμήθηκε. Ἐγώ περίμενε ἀπάντηση ἀπό τόν γιατρό.
Μετά ἀπό πολύ καιρό μέ πολύ καημό εἶπα: «Α! ρέ Γέροντα Πορφύριε ἐσύ ἀναπαύτηκες ἐγώ ταλαι-πωροῦμαι, τί θά γίνει τώρα;
Ἐκείνη τήν ὥρα κτυπᾶ τό τηλέφωνο. Ἐδώ ὁ Τόνυς Ἀντωνίου ἀπό τό Λονδίνο. Πές τε μου τί σᾶς συνέβη. Ἐγώ ἄρχιζα νέ ὁμιλῶ γρήγορα γιατί πλήρωνε. Κε….σᾶς παρακαλῶ ὁμιλεῖτε ἀργά γιά νά σᾶς καταλάβω, ἐγώ πληρώνω, καί μήν τό σκέφτεσθε καθόλου. Μετά μοῦ εἶπε νά πάω νά τόν ἐπι-σκεφθῶ. Πῆγα στό Λονδίνο βρῆκα τόν γιατρό, ὅταν τόν ἐρώτησα ἀν γνωρίζει τόν π. Πορφύριο, ἡ ἀπάντησή του ἦταν ἀρνητική. Μετά ἀπό ἐξετάσεις μέ ἔστειλε σέ ἕναν Ἄγγλο νευρολόγο στόν κ. Καπούρ. Ἡ διάγνωσή του: «Πάσχετε ἀπό τό σύνδρομο χρόνιας κόπωσης».
Ἀπό ἐκεῖ μετά ἐπισκέφθηκα ἕξι φορές στή Γερμανία σέ Γερμανούς γιατρούς, (καί μέ εὐλογία καί ὁμοιοπαθητικούς,φυσικά χρήματα χαμένα καί κούραση) καί τελικά στό Γκέτιγκεν Πανεπιστη-μιακό νοσοκομεῖο ἦρθε ἡ διάγνωση: «Κατά τήν κόπωση ἀνεβάζει πνευμονική ὑπέρταση».
Πῆγα στο νοσοκομεῖο ἐδῶ εἶχα ἕναν φίλο παθολόγο καί καρδιολόγο (ἔχει δύο εἰδικότητες) τοῦ εἶπα τό πρόβλημα μου. Ἄρχισε τίς ἐξετάσεις ὅλων τῶν εἰδῶν καί τέλος φθάσαμε στό τέστ κοπώ-σεως. Τοῦ εἶπα γιά τήν ἔλειψη ὀξυγόνου, τή χρόνια κόπωση. «Μήν λές χαζαμάρες», μοῦ λέει, αὐ-τοί πού ἔχουν ἔλειψη ὀξυγόνου ἔχουν ἀλλοιωμένα χαρακτηριστικά, μελανό χρῶμα, ἐσύ εἶσαι μιά χαρά. Μήν εἶσαι ὁ κατά φαντασίαν ἀσθενής».
Μπροστά στήν ἀπόφασή μου, φώναξε ἕναν πνευμονολόγο μοῦ πῆραν αἷμα, (ἀρτηριακό), λίγο πιό κάτω ἀπό τήν παλάμη. Ὁ γιατρός ἦρθε μέ τό ἀποτέλεσμα ὀξυγόνο 73 καί διοξείδιο 32. Συνέχεια →