ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΕΝΟΣ ΙΝΔΙΑΝΟΥ…

 

Σάββατο βράδυ. Λιγοστά φώτα. Στη Ρωσική Μητρόπολη των Αγίων Πέτρου και Παύλου ο εσπερινός μόλις έχει αρχίσει. Οι σκιερές σιλουέτες των λιγοστών πιστών που παρευρίσκονται, παίρνουν όγκο καθώς ανάβουν τα κεριά στα μανουάλια. Το τέμπλο υποβλητικό, φτιαγμένο από έμπειρους τεχνίτες στις αρχές του αιώνα…

Είναι η δεύτερη μου φορά στον Εσπερινό, πάνε χρόνια τώρα… Το «φως ιλαρόν» στα σλαβονικά δημιουργεί μια αίσθηση εσώτερης γαλήνης και ανάπαυσης. Όλα δέονται τούτη την ώρα για την μέρα που φεύγει και για την μέρα που έρχεται. Μετά την τρέλα της μέρας τούτο το ευχαριστιακό καταφύγιο καθησυχάζει τα θηρία του νου…

Μέσα στο ημίφως διακρίνω μερικά προφίλ. Μια γερόντισσα ρωσίδα με το εγγονάκι της, ένα ψηλό ξερακιανό μεσήλικα, μια κοπελίτσα γύρω στα δεκαπέντε, μια νεαρή οικογένεια με τα δυο τους παιδάκια… και ξάφνου το μάτι μου πέφτει κοντά στο μεγάλο παράθυρο.

Ακριβώς από κάτω διακρίνω μια μορφή αλλιώτικη από τις άλλες. Ένας πενηντάρης Ινδιάνος με έντονα χαρακτηριστικά και με μαλλιά δεμένα κότσο που φτάναν μέχρι τη μέση. Το βλέμμα μου σταμάτησε πάνω του. Μια περίεργη αληθινά φιγούρα…

Στο τέλος της ακολουθίας δεν κρατήθηκα. Πήγα κοντά του να τον γνωρίσω.

-Γιάννης, του λέω στα Αγγλικά. Καλώς ήρθες.

– Βλαδίμηρος, μου απαντά.

– Είμαι Έλληνας, εσύ; τον ρωτώ.

– Και εγώ, μου λέει.

Κάπου εκεί τα ‘χασα. Ήταν το μόνο που δεν περίμενα ν’ ακούσω!

– Μιλάς Ελληνικά; του λέω.

Σκέφτεται λίγο και μετά μου απαντά.

– «Εν αρχή ην ο Λόγος και ο Λόγος ην προς τον Θεόν και Θεός ην ο Λόγος». Συνέχεια

Ο ΑΘΕΟΣ ΠΟΥ ΠΙΣΤΕΨΕ! ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ.!

Η παρακάτω ιστορία συνέβη εδώ και αρκετά χρόνια. Την ιστορία αυτή μού τη διηγήθηκε ο καλός μου φίλος πατήρ Δημήτριος εφημέριος του ναού του Αγίου Βασιλείου στο Πειραιά στην οδό Σαχτούρη. Παραθέτω την ιστορία αυτή όπως μου τη διηγήθηκε όπως την έζησε ο ίδιος:

Ένα πρωί μετά τη θεία Λειτουργία πήγα στο Γραφείο του Ναού. Εκεί ήρθε να με δει ένας κύριος περίπου 50 ετών. Δεν τον ήξερα. Ούτε και τον είχα ξαναδεί στην εκκλησία. Μού μίλησε για ένα άνθρωπο 42 ετών που νοσηλευόταν σε Πειραϊκό Νοσοκομείο. Είχε τη παλιo αρρώστια!

Ο καρκίνος είχε κάνει μετάσταση και έφθασε ως τον εγκέφαλο του. Οι γιατροί τον είχαν ξεγράψει. Συνέχεια

ΤΟ ΚΑΝΔΗΛΙ

Μία όμορφη αληθινή ιστορία είναι αυτή που ακολουθεί και αναφέρεται σε ένα θαύμα της Θεοτόκου. Στη μεγάλη μας παρηγοριά…

ΤΟ ΚΑΝΔΗΛΙ

Ήταν παραμονή του Ευαγγελισμού, 24 Μαρτίου του 1942, και ήμασταν στη Δράμα, στην ιδιαιτέρα μου πατρίδα, Ή ξένη κατοχή ήταν Βουλγάρικη. Οι στερήσεις, οι αρρώστιες και ή πείνα είχαν πάρει τρο­μακτικές διαστάσεις και ο Θάνατος θέριζε κάθε μέρα μικρούς και με­γάλους και ιδιαιτέρως τα παιδιά.
Μεταξύ των συγγενών μου είχα και μια μακρινή θεία, χήρα με πέντε παιδιά. Τον άνδρα της τον είχαν σκοτώσει οι κατακτητές πριν από έξι μήνες στις σφαγές της 29 «ς Σεπτεμβρίου του 1941. Από τρό­φιμα της είχαν απομείνει ένα δάκτυλο ελαιόλαδο και μια «χούφτα» κα­λά μποκάλευρο.
Εκείνο λοιπόν το απόγευμα, σκέφθηκε ότι αύριο, του Ευαγγε­λισμού, είχε έστω και κάτι λίγο για τροφή στα παιδιά: εκατό δράμια αλευράκι κι ένα δάκτυλο λαδάκι,
Ξαφνικά τα μάτια της έπεσαν πάνω στο σβησμένο κανδήλι, πού ήταν κρεμασμένο μπροστά στο εικονοστάσι. και τότε μπήκε στο δί­λημμα: Το λαδάκι στα νηστικά παιδιά της ή στο εικονοστάσι με την εικόνα του Ευαγγελισμού;
Αποφασιστικά όμως έκαμε τον Σταυρό της και είπε στην Παναγία: «Παναγία μου! ‘ Εγώ θα Σου ανάψω το καντήλι, γιατί ή μέρα πού ξημε­ρώνει είναι πολύ μεγάλη για την πίστη μας, αλλά και Συ όμως ανάλαβε να μου θρέψης τα παιδιά».
Πήρε το λιγοστό λαδάκι και μ’ αυτό άναψε το καντήλι της Πανα­γίας. Το ιλαρό του φως φώτισε το φτωχικό σπίτι και ή καρδιά της γέμι­σε από γαλήνη. Αυτό τους συνόδευσε στη βραδινή τους προσευχή και στον ύπνο τους όλο εκείνο το αξέχαστο βράδυ. Συνέχεια

Ο Ποντικός και ο Καλόγερος

Κάποτε χριστιανοί μου κάποιος μοναχός, έφυγε από το κοινόβιο και την ευλογημένη υπακοή και πήγε στην έρημο να γίνει ησυχαστής. Ο λογισμός του απαιτούσε να αφοσιωθεί μέρα νύχτα στη μελέτη και θεωρία του ονόματος του Ιησού Χριστού και μάλιστα στο μυστήριο της Τριαδικότητος του Αγίου Θεού.
Έτσι πίστευε ότι θα μπορούσε μέσα στην ερημιά και στη γαλήνη της ησυχίας να ενωθεί με τον Θεόν χωρίς μέριμνες και χωρίς σκοτούρες.
Ύστερα όμως από δύο τρεις ημέρες, δεν μπορεί κανένας να αντέξει και παραπάνω εδώ που τα λέμε, σε κάποια στιγμή των ιερών του στοχασμών, αισθάνθηκε κοντά του την παρουσία κάποιου ;
Τι ήταν ; Ένα μικρό ποντίκι.
Είχε ανεβεί στην μπαλωμένη και τρύπια παντούφλα του, και μύριζε το μεγάλο δάκτυλο του ποδιού του. Έτσι αποσπάσθηκε η προσοχή του και ήταν αδύνατον να κρατήσει αμετακίνητο το νου του, στην ενθύμηση του Θεού και στην προσευχή του. Συνέχεια